ISSN : 2241-4665
Σύντομη βιογραφία της συγγραφέως |
ISSN : 2241-4665
Ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 24 Φεβρουαρίου
2025
”ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΣ
ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ’’
Ευτυχία Ι. Ηλιοπούλου
Κοινωνιολόγος, Εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης
΄΄ ENVIRONMENTAL RACISM’’
Eftixia Iliopoulou
Sociologist, Secondary
Education Teacher
Τα περιβαλλοντικά προβλήματα και οι ανισότητες που
προκύπτουν από τις παγκόσμιες πολιτικές, επηρεάζουν ευάλωτες πληθυσμιακές
ομάδες, ενισχύοντας τον περιβαλλοντικό ρατσισμό. Η περιβαλλοντική κοινωνιολογία
είναι η επιστήμη εκείνη που προσεγγίζει το ως άνω θέμα προσφέροντας μια πιο
κοινωνική και φιλοσοφική οπτική.
Environmental problems and inequalities resulting from global policies affect vulnerable population groups, reinforcing environmental racism. Environmental sociology is the science that approaches the above issue by offering a more social and philosophical perspective.
Στη σύγχρονη εποχή, επιτακτική ανάγκη αποτελεί η διερεύνηση
της σχέση του περιβάλλοντος με την κοινωνίας, με σκοπό την αντιμετώπιση πλήθους
περιβαλλοντικών κινδύνων που προκύπτουν σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η
ανάλυση της κοινωνικής θεωρίας συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των
περιβαλλοντικών ζητημάτων, στη διαμόρφωση στρατηγικών για την επίλυσή τους και
στην υπέρβαση των κρίσεων που προκύπτουν από αυτά. Επιπλέον, ενισχύει τη
συνειδητοποίηση των συνεπειών που έχει η συνεχής ανθρώπινη παρέμβαση στο
περιβάλλον.
Όπως τονίζει ο Γενικός Γραμματέας του Προγράμματος
Περιβάλλοντος του ΟΗΕ, «η ανθρωπότητα έχει κηρύξει πόλεμο στη φύση», και
οι επιπτώσεις της ανθρώπινης αμέλειας είναι ήδη ορατές μέσα από τα δεινά που
υφίστανται οι άνθρωποι, τις σοβαρές οικονομικές ζημίες και την υποβάθμιση της
ζωής στον πλανήτη. Ακραία καιρικά φαινόμενα, πυρκαγιές, ρύπανση των υδάτων,
μόλυνση του εδάφους, ατμοσφαιρική ρύπανση και αποδάσωση είναι ορισμένα από τα
περιβαλλοντικά προβλήματα που πλήττουν το φυσικό περιβάλλον και την ανθρώπινη
επιβίωση. Σύμφωνα με τον Guterres A., στο επίκεντρο του ζητήματος βρίσκεται η
ανισότητα. Ακόμα και στις πιο πλούσιες χώρες, οι φτωχότεροι και πιο ευάλωτοι
άνθρωποι υποφέρουν από τις σοβαρές συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης. Η ευημερία
και η υγεία των ανθρώπων, καθώς και η πλήρης απόλαυση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, δεν είναι εφικτές σε ένα ανθυγιεινό περιβάλλον.
Θεσμοί και δομές, όπως η δημόσια πολιτική και το δίκαιο, συνδέονται άμεσα
με το περιβάλλον και τη συμπεριφορά των ατόμων, αποτελώντας κεντρικούς τομείς
ενδιαφέροντος για τους περιβαλλοντικούς κοινωνιολόγους. Οι επιστήμονες της
περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας, αναγνωρίζοντας τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ
του υπερβολικού καταναλωτισμού που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία και των
περιβαλλοντικών ζητημάτων, διαπιστώνουν σε μεγάλο βαθμό ότι υπάρχει επικάλυψη
ανάμεσα στην περιβαλλοντική κοινωνιολογία και την κοινωνιολογία γενικότερα (Dunlap & Catton, 1978). Στόχος των κοινωνιολόγων είναι να
ξεπεράσουν την παραδοσιακή προσέγγιση που εστιάζει στη στάση, τη συμπεριφορά
και την επιλογή, και να κατευθύνουν την έρευνά τους προς ζητήματα πολιτικής
(Συλλογικό, 2017).
Οι περιβαλλοντικοί κοινωνιολόγοι ερευνούν τη σύνδεση μεταξύ των
κοινωνικών συμπεριφορών και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκύπτουν από
αυτές, καθώς και το αντίστροφο: πώς οι περιβαλλοντικές συνθήκες επηρεάζουν τη
κοινωνική συμπεριφορά (Dunlap
& Catton, 1978). Επιπλέον,
ασχολούνται με την ανισότητα που σχετίζεται με το περιβάλλον, αναλύοντας τις
διαφορετικές σχέσεις των ανθρώπων με το περιβάλλον, οι οποίες προκύπτουν από
προνόμια και πλούτο που απολαμβάνει ένα τμήμα του πληθυσμού σε μια κοινωνία. Η
φυλετική και εισοδηματική ανισότητα σε παγκόσμιο επίπεδο καθιστά ορισμένες
ομάδες πιο ευάλωτες, με αποτέλεσμα να υποφέρουν από αρνητικές περιβαλλοντικές
συνέπειες. Αυτή η ανισότητα έχει οδηγήσει στην ανάδειξη του περιβαλλοντικού
ρατσισμού ως έναν ξεχωριστό τομέα της περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας (Pellow & Nyseth, 2012).
Οι θεωρίες των κλασικών κοινωνιολόγων, του Comte (1798-1857), Marx
(1818-1883), Durkheim (1858-1917) και Weber (1864-1920), διαμορφώθηκαν σε μια
κρίσιμη και μεταβατική εποχή, που σηματοδότησε τη μετάβαση από τη θεοκρατική
και φεουδαρχική δομή σε μια νεωτερική, βιομηχανική και καπιταλιστική κοινωνία.
Αυτή η μεταβατική περίοδος γέννησε ρεύματα της νεωτερικής κοινωνικής σκέψης, τα
οποία οδήγησαν στην ανάπτυξη ποικίλων φιλοσοφικών και κοινωνικών προσεγγίσεων,
με στόχο την κατανόηση, ανάλυση και ερμηνεία των κοινωνικών ανακατατάξεων και
των προοπτικών εξέλιξης (Αντωνοπούλου, 2011).
Ο Comte εισήγαγε τον όρο «κοινωνιολογία» και τόνισε τη σημασία της
παρατήρησης και της ανάλυσης (Θεολόγου, 2012-2013; Social Policy, 2021), ενώ ο
Marx πίστευε ότι οι κοινωνικές επιστήμες θα έπρεπε να στοχεύουν στην αλλαγή του
κόσμου (Pepper, 1993; Fuchs, 2009).
Ο Durkheim θεωρεί την κοινωνία ως μέρος της φύσης, δίνοντας έμφαση στην
επιρροή της στην ανθρώπινη ζωή. Διακρίνει τρία περιβάλλοντα: τον οργανισμό, τον
εξωτερικό κόσμο και την κοινωνία. Ο δυναμικός χαρακτήρας της κοινωνίας είναι
ζωτικής σημασίας για την ανθρώπινη πρόοδο, ενώ το φυσικό περιβάλλον είναι
λιγότερο σημαντικό. Ο Durkheim πιστεύει ότι η κοινωνία μπορεί να βελτιωθεί μέσω
της αλλαγής, αλλά δεν ασχολείται με τις περιβαλλοντικές αλλαγές (Durkheim, 1984). Υποστηρίζει ότι η τεχνολογική ανάπτυξη υπερεκτιμάται για την αύξηση της
ανθρώπινης ευτυχίας και ότι το κοινωνικό περιβάλλον είναι το κλειδί (Μποτζέγιας
& Καραμίχας, 2008). Ο Weber, αντίθετα, βλέπει τα περιβαλλοντικά ζητήματα
μέσα από μια ερμηνευτική προσέγγιση, διερευνώντας τις σχέσεις
παραδοσιακού-οργανικού και ορθολογικού-ανόργανου. Το έργο του αναδεικνύει την
άνοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού και τις επιπτώσεις του στο περιβάλλον,
προειδοποιώντας για την έλλειψη πόρων (Tamara et all., 2005; Foster & Holleman, 2012).
Σχετικά με το δεύτερο τομέα δραστηριότητας των περιβαλλοντικών
κοινωνιολόγων, ο περιβαλλοντικός ρατσισμός αναφέρεται σε μια μορφή συστημικής
καταπίεσης που επηρεάζει τις κοινότητες των έγχρωμων και τις κοινότητες με
χαμηλό εισόδημα, οδηγώντας σε άνιση μεταχείριση και έκθεση σε περιβαλλοντικούς
κινδύνους. Το κίνημα της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης τονίζει την ανάγκη για
ισότητα και δικαιοσύνη στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον,
καθώς και τη σημασία της αναγνώρισης των δυσανάλογων επιπτώσεων της
περιβαλλοντικής υποβάθμισης στους ευάλωτους πληθυσμούς. Η έννοια του
περιβαλλοντικού ρατσισμού σχετίζεται με ευρύτερα ζητήματα κοινωνικής και
οικονομικής ανισότητας, και οι συνέπειές του περιλαμβάνουν αρνητικές επιδράσεις
στην ψυχική και σωματική υγεία, την οικονομική σταθερότητα και την ανάπτυξη των
κοινωνιών (Δελησταμάτης, 2022).
Ο ρατσισμός συνιστά μια σοβαρή περιβαλλοντική απειλή, η οποία εκδηλώνεται
μέσω της φτώχειας και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Η πρακτική των
«κόκκινων γραμμών», κατά την οποία βιομηχανίες εγκαθίστανται σε μειονοτικές
κοινότητες, έχει σχεδιαστεί με τρόπο που
προκαλεί κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου και τη ρύπανση της
ατμόσφαιρας. Η κατάσταση που μόλις περιγράψαμε συνδέεται με την αποικιοκρατία
και τον καπιταλισμό, αναπαράγοντας μια καταστροφική σχέση με το περιβάλλον. Μελέτες
αποδεικνύουν ότι η σύνδεση της περιβαλλοντικής ανισότητας με τη φτώχεια είναι
λανθασμένη και ότι ο ρατσισμός αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες
(Ghassan, 2023).
Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον, καθήκον όλων μας.
Η προστασία και διαφύλαξη του περιβάλλοντος είναι ευθύνη κάθε πολίτη,
αλλά και της ίδιας της πολιτείας, η οποία πρέπει να προβαίνει σε ενέργειες,
κανονισμούς και νόμους που απέχουν ή/και αποτρέπουν δραστηριότητες που
ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον. Αν και προσπάθειες ανάπτυξης διεθνούς
περιβαλλοντικής νομοθεσίας σημειώνονται πολύ νωρίτερα, μόλις το 1972, στη
Διάσκεψη της Στοκχόλμης, αναγνωρίστηκε ρητά και διεθνώς, σε έγγραφο του
περιβαλλοντικού δικαίου, το δικαίωμα σε υγιές περιβάλλον. Η Διακήρυξη της
Στοκχόλμης, παρότι είναι ένα έγγραφο μη δεσμευτικού περιεχομένου αποτελεί ένα
σημαντικό σημείο εκκίνησης για την ανάπτυξη του περιβαλλοντικού δικαίου σε
παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο (Κουκούνης, 2023).
Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ αναγνώρισε το δικαίωμα σε ένα
υγιές περιβάλλον το 2012 και το 2018 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ συζήτησε την
ανάγκη για το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα να ζει κανείς σε ένα ασφαλές,
καθαρό, υγιές και βιώσιμο περιβάλλον. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει κανονισμούς
για τη συμμετοχή του κοινού στην προστασία του περιβάλλοντος και το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αναπτύξει νομολογία για περιβαλλοντικά
ζητήματα (United Nations, 2023).
Η κλιματική αλλαγή είναι μια παγκόσμια κρίση και παρά την επιστημονική
γνώση, υπάρχει έλλειψη πολιτικής δέσμευσης για την προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα νέο νόμο της ΕΕ για το
κλίμα δεν ανταποκρίνεται στον στόχο μείωσης των εκπομπών. Από την άλλη μεριά, οι επενδύσεις σε ορυκτά
αέρια είναι ασύμβατες με τη συμφωνία του Παρισιού και την ευρωπαϊκή πράσινη
συμφωνία (Γριμάνης, 2020).
Η προστασία του περιβάλλοντος είναι γυναικεία ή ανδρική υπόθεση;
Η περιβαλλοντική συνείδηση διαμορφώνεται από μια σειρά παραγόντων, όπως η
περιβαλλοντική εκπαίδευση και γνώση, τα κοινωνικά πρότυπα, η οικογένεια, ο
κοινωνικός περίγυρος, τα μέσα ενημέρωσης, τα ψυχικά χαρακτηριστικά της
προσωπικότητας και οι θρησκευτικές, φιλοσοφικές και πολιτικές πεποιθήσεις, οι
οποίες προάγουν τον σεβασμό προς τη φύση. Στο πλαίσιο του γενικού πληθυσμού,
παρατηρείται ότι οι γυναίκες διαθέτουν πιο ανεπτυγμένη περιβαλλοντική
συνείδηση, μεγαλύτερη ευαισθησία και περισσότερες ανησυχίες σχετικά με το
περιβάλλον σε σύγκριση με τους άντρες (McCright & Xiao, 2014).
Οι γυναίκες φαίνεται να είναι πιο συνειδητοποιημένες από τους άνδρες
σχετικά με τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, πολλές
θεωρίες και προσεγγίσεις υποδεικνύουν ότι αυτή η διαφορά συνδέεται με την
κοινωνικοποίηση του φύλου και τους έμφυλους ρόλους. Η διαδικασία κοινωνικοποίησης
του φύλου αρχίζει από την παιδική ηλικία, όπου τα άτομα ενθαρρύνονται να
υιοθετήσουν συγκεκριμένες αξίες και προσανατολισμούς που σχετίζονται με την
αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα. Ενώ τα αγόρια τείνουν να συνδέουν την ταυτότητά
τους με χαρακτηριστικά όπως η ανταγωνιστικότητα, η ανεξαρτησία, ο έλεγχος και η
κυριαρχία, τα κορίτσια συχνά συνδέουν τη δική τους ταυτότητα με τη συμπόνια,
την έκφραση ανησυχίας, τη φροντίδα και την προσκόλληση. Σύμφωνα με αυτή τη
θεωρία, οι άνδρες και οι γυναίκες διαφέρουν στις αξίες και τις πεποιθήσεις
τους, γεγονός που οδηγεί σε διαφορετικές στάσεις απέναντι στα περιβαλλοντικά
ζητήματα (Huluka, 2022; Strapko et al., 2016; McCright & Xiao, 2014).
Κατά συνέπεια, οι γυναίκες είναι αυτές που επιδεικνύουν μεγαλύτερη
ευαισθησία σε περιβαλλοντικά ζητήματα, ενώ οι άνδρες δεν υιοθετούν οικολογικές
συμπεριφορές, καθώς προτεραιότητά τους είναι το οικονομικό κέρδος και η
εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ανεξαρτήτως των συνεπειών που μπορεί να έχουν
αυτές οι πρακτικές (Strapko et al., 2016).
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να εξετάσει, μέσω της βιβλιογραφικής
ανασκόπησης και της ανάλυσης περιπτώσεων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, τα
περιβαλλοντικά προβλήματα και τις ανισότητες που προκύπτουν από τις παγκόσμιες
πολιτικές, οι οποίες επηρεάζουν ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες και ενισχύουν τον
περιβαλλοντικό ρατσισμό. Αυτή η προσέγγιση υλοποιείται μέσα από το πρίσμα της
περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας, προσφέροντας μια πιο κοινωνική και φιλοσοφική
προοπτική.
Στην Ελλάδα, η περιβαλλοντική συμβατότητα ενός έργου διασφαλίζεται μέσω
της υποβολής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) και της έκδοσης των
αντίστοιχων Περιβαλλοντικών Όρων. Ωστόσο, δεν αρκεί μόνο η ύπαρξη ενός κατάλληλου
θεσμικού πλαισίου και η τεχνική επάρκεια των μελετητών και ελεγκτών για την
αποτελεσματικότητα των ΜΠΕ. Πολλοί άλλοι παράγοντες διαδραματίζουν, επίσης,
σημαντικό ρόλο, όπως η πρόσβαση σε αξιόπιστες βάσεις περιβαλλοντικών δεδομένων,
οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκπόνηση σωστών ΜΠΕ, καθώς και η ύπαρξη
μιας κατανοητής και εύχρηστης περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η ελεύθερη πρόσβαση
των πολιτών ή φορέων στις ΜΠΕ οποιουδήποτε έργου, καθώς και η ουσιαστική
περιβαλλοντική εκπαίδευση που θα επιτρέπει στους πολίτες να κατανοούν τα βασικά
στοιχεία, είναι επίσης κρίσιμης σημασίας. Υπό διαφορετικές συνθήκες, η
διαδικασία μπορεί να μετατραπεί σε μια «δοσοληψία» μεταξύ επενδυτών και
κρατικών υπαλλήλων. Τέλος, δεδομένου ότι οι ΜΠΕ αποτελούν μέσο και όχι
αυτοσκοπό, η στενή παρακολούθηση της τήρησης των περιβαλλοντικών όρων είναι
εξαιρετικά σημαντική (Παυλάκη, 2017).
Με βάση τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις, είναι σαφές ότι εάν οι
προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν δεν πληρούνται, οι Μελέτες Περιβαλλοντικών
Επιπτώσεων (ΜΠΕ) δεν λειτουργούν ως εργαλεία για την προστασία του
περιβάλλοντος, αλλά μάλλον ως μέσα που οδηγούν σε εφησυχασμό και παραπλάνηση.
Υπάρχουν αρκετά χαρακτηριστικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτή την
εκτίμηση, ωστόσο παρακάτω αναφέρονται μόνο ορισμένα από αυτά που εντοπίζονται
σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Η 5η μονάδα της ΔΕΗ Αγίου Δημητρίου, του Β. Δυτικού Βερμίου,
της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και κυρίως των Ν. Κοζάνης και Φλώρινας, το
φράγμα της Πραμόριτσας στο Βόιο, το έργο «Ολοκληρωμένη Εγκατάσταση Διαχείρισης
Αποβλήτων (Α.Ε.Π.Ο.) Βόλου», η Αττική όπου έξι συνολικά τοποθεσίες, αυτές της
Κερατέας, του Κορωπί, του Γραμματικού, του Πολυδενρίου, της Φυλής και της
Μάνδρας έχουν επιλεχθεί για τη χωροθέτηση Χ.Υ.Τ.Α., η εταιρεία MYTILINEOS A.E., η Περιφέρεια Ηπείρου με την Εκμετάλλευση Υδρογονανθράκων στην Χερσαία
Περιοχή «Ιωάννινα» και τέλος ο Αμβρακικός Κόλπος αποτελούν παραδείγματα που
θέτουν μείζονος σημασίας περιβαλλοντικά ζητήματα και που επηρεάζουν την
ισορροπία του οικοσυστήματος με μη αναστρέψιμα, για τη διαιώνιση του
περιβάλλοντος, αποτελέσματα.
Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε στην παρούσα εργασία είναι τα εξής:
οι πολιτικές και το δίκαιο που διέπει τον τομέα του περιβάλλοντος δεν θα πρέπει
να υποστηρίζονται μόνο στη θεωρία. Παρά τα προβλήματα που καταδεικνύονται και τη
σύγχρονη πραγματικότητα οι εν λόγω θεσμοί θα πρέπει να εφαρμόζονται ρητά και
αυστηρά έτσι ώστε να μη μετατρέπονται σε
ένα ακόμα γραφειοκρατικό εργαλείο.
1.Dunlap, R.E., & Catton,
W.R. (1978). Environmental
sociology: a new paradigm. The American Sociologist, 13.
2.Durkheim, E.
(1984). The Division of Labour in Society. (W. D. Halls, Trans.) London:
MACMILLAN. Retrieved 08 21, 2024, from https://anarch.cc/uploads/emile-durkheim/the-division-of-labor-in-society-1984.pdf
3.Foster, J.B. &
Holleman, H. (2012). Weber and the Environment: Classical Foundations for a
Post exemptionalist Sociology. American Journal of Sociology, 117(6),
pp. 1625-1673.
4.Fuchs, L., Fuchs,
D., Compton, D., Wehby, J., Schumacher, R., Gersten, R., και συν. (2009). What
Does Access Mean in an Era Of Academic Challenge? Exceptional Children. Inclusion
Versus Specialized Intervetion for Very-Low-Performing Students:, 81(2).
5.Ghassan, H. (2023). Είναι ο Ρατσισμός Περιβαλλοντική απειλή;.
(Σ. Σιαμανδούρας, Μεταφρ.) Gutenberg.
6.Huluka, A. T. (2022). Is there any gender difference in environmental
concern? Evidence from the smallholder farmers in Oromia regional state of
Ethiopia. Cogent Social Sciences, 8(1). Retrieved from
https://doi.org/10.1080/23311886.2022.2103284
7.McCright, A. M.,
& Xiao, C. (2014). Gender and Environmental Concern: Insights from Recent
Work and for Future Research. Society & Natural Resources, 27(10),
pp. 1109-1113. Retrieved from https://doi.org/10.1080/08941920.2014.918235
8.Pellow, D. &
Nyseth, H. (2012). An Environmental Sociology of 21th Century. Annual Review
of Sociology, 39(1).
9.Pepper, D. (1993). Eco
- Socialism: From Deep Ecology to Social Justice. London: Routledge.
10.Social Policy. (2021). Οι θεμελιωτές της κοινωνιολογίας. Ανάκτηση 07
17, 2024, από
https://socialpolicy.gr/2021/04/%CE%BF%CE%B9-%CE%B8%CE%B5%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CF%89%CF%84%CE%AD%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%CF%82.html
11.Strapko, N.,
Hempel, L., MacIlroy, K., & Smith, K. (2016). Gender Differences in
Environmental Concern: Reevaluating Gender Socialization. Society &
Natural Resources, 29(9), pp. 1015-1031. Retrieved from
https://doi.org/10.1080/08941920.2016.1138563
12.Tamara, W.L.,
Engels, J.F., Hoffmann, R.C., Ibsen, H. & Verstegen, W. (2005). Northern
Europe. An Environmental History. Santa Barbara California: ABC
Publications.
13.United Nations.
(2023). Reports of the Independent Expert on the issue of human rights
obligations relating to the enjoyment of a safe, clean, healthy and sustainable
environment, John H. Knox. Retrieved 08 24, 2024, from
https://documents.un.org/doc/undoc/gen/g13/192/11/pdf/g1319211.pdf?OpenElement
14.Αντωνοπούλου, Μ. (2011). Οι Κλασσικοί της Κοινωνιολογίας. Κοινωνική
Θεωρία και Νεότερη Κοινωνία. Σαββάλας.
15.Γριμάνης, Κ. (2020). Κλιματική κρίση - ανθρώπινα δικαιώματα, 1-0. GREENPEACE.
Ανάκτηση 08 24, 2024, από https://www.greenpeace.org/greece/issues/klima/15538/klimatiki-krisi-anthropina-dikaiomata-1-0/
16.Δελησταμάτης, Τ. (2022). Περιβαλλοντικός ρατσισμός: Πώς μερικές
ανεπτυγμένες χώρες στέλνουν τα σκουπίδια τους σε φτωχές χώρες. ATHENS VOICE.
Ανάκτηση 07 22, 2024, από https://www.athensvoice.gr/life/perivallon/767165/perivallodikos-ratsismos-pos-merikes-aneptugmenes-hores-stelnoun-ta-skoupidia-tous-se-ftohes-hores/
17.Θεολόγου, Κ. (2012-2013). Κοινωνιολογία της Επιστήμης της
Τεχνολογίας και του Πολιτισμού. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Εφαρμοσμένων
Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών. Τομέας Ανθρωπιστικών Επιστημών και Δικαίου.
Ανάκτηση 07 17, 2024, από
https://mycourses.ntua.gr/courses/MECH1006/document/texts_notebook.pdf
18.Κουκούνης, Γ. (2023). Το ανθρώπινο δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον. Filenews. Ανάκτηση 07 22, 2024, από
https://www.philenews.com/oikonomia/apopsis-ikonomia/article/1390266/to-anthropino-dikeoma-se-ena-igies-perivallon/
19.Μποτζέγιας, Ι. & Καραμίχας, Γ. (2008). Περιβαλλοντική
Κοινωνιολογία. Κριτική.
20.Παυλάκη, Σ. (2017). Η Συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο
24 Συντ.). Ανάκτηση 11 18, 2024, από
https://dasarxeio.com/2017/03/13/42574/#_ftnref10
21.Συλλογικό. (2017). Περιβαλλοντική Κοινωνιολογία. (Ε. Μανωλάς,
Επιμ.) Gutenberg.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved