ISSN : 2241-4665
Σύντομη βιογραφία της συγγραφέως |
ISSN : 2241-4665
Ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 02 Ιουλίου
2025
«ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
ΚΑΙ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ»
Ευτυχία Ι. Ηλιοπούλου
Κοινωνιολόγος, Εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης
΄΄ENVIRONMENTAL SOCIOLOGY AND CYLTYRAL HERITAGE’’
Eftixia Iliopoulou
Sociologist, Secondary
Education Teacher
Το παρόν
επιστημονικό άρθρο πραγματεύεται τη σχέση της περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας
και της πολιτιστικής κληρονομιάς καθώς και του βαθμού στον οποίο σύγχρονες
τέχνες όπως ο κινηματογράφος μπορούν να λειτουργήσουν ως συνδετικός κρίκος
αυτών των δύο πεδίων. Αν και αντικείμενο της περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας
αποτελεί η μελέτη των σχέσεων ανάμεσα στην κοινωνία και στο περιβάλλον, οι
περιβαλλοντικοί κοινωνιολόγοι εστιάζουν στη μελέτη των κοινωνικών παραγόντων
που προκαλούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα και την κλιματική αλλαγή, στις
κοινωνικές επιπτώσεις των περιβαλλοντικών προβλημάτων και στην επίλυση των
προβλημάτων αυτών. Από την πλευρά της η πολιτιστική κληρονομιά μιας χώρας,
συμπεριλαμβανομένων των αρχαίων μνημείων, των αρχαιολογικών και ζωντανών
παραδοσιακών χώρων της και των σωζόμενων αντικειμένων της, αποτελεί όχι μόνο
ακρογωνιαίο λίθο της εθνικής ταυτότητας αλλά και της αισθητικής και
καλλιτεχνικής ανάδειξης του περιβάλλοντος. Ο κινηματογράφος, ως σύγχρονος καλλιτεχνικός
τρόπος έκφρασης, λόγω της οπτικής και αφηγηματικής του δύναμης, έχει
αναγνωριστεί εδώ και καιρό ως ένα ισχυρό εργαλείο για τη διάδοση
περιβαλλοντικών μηνυμάτων, την ευαισθητοποίηση γύρω από ζητήματα προστασίας
περιβαλλοντικών και πολιτιστικών χώρων, τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και
της πολιτιστικής κληρονομιάς (Sifaki & Stamou.,2020). Στόχος του παρόντος άρθρου είναι η διερεύνηση της
εννοιολογικής και πρακτικής σύγκλισης μεταξύ της περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας
και της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς και του ρόλου της τέχνης του
κινηματογράφου ως γέφυρας των δύο πεδίων και εργαλείου ανάδειξης
περιβαλλοντικών και πολιτιστικών ζητημάτων.
Abstract
This scientific article discusses
the relationship between environmental sociology and cultural heritage, as well
as the extent to which contemporary arts such as cinema can function as a
connecting link between these two fields. Although the subject of environmental
sociology is the study of the relationships between society and the
environment, environmental sociologists focus on the study of the social
factors that cause environmental problems and climate change, the social
impacts of environmental problems, and the resolution of these problems. For
its part, a country's cultural heritage, including its ancient monuments,
archaeological and living traditional sites, and its surviving artifacts,
constitutes not only a cornerstone of national identity but also of the
aesthetic and artistic enhancement of the environment. Cinema, as a modern
artistic means of expression, due to its visual and narrative power, has long
been recognized as a powerful tool for disseminating environmental messages, raising
awareness about issues of environmental and cultural site protection, and
preserving historical memory and cultural heritage (Sifaki & Stamou.,
2020). The aim of this article is to explore the conceptual and practical
convergence between environmental sociology and cultural heritage management
and the role of the art of cinema as a bridge between the two fields and a tool
for highlighting environmental and cultural issues.
Στο εξελισσόμενο τοπίο των παγκόσμιων περιβαλλοντικών προκλήσεων και των
κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών, η διασταύρωση μεταξύ της περιβαλλοντικής
κοινωνιολογίας και της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς αναδεικνύεται
ως ένας ζωτικός διεπιστημονικός τομέας. Η περιβαλλοντική κοινωνιολογία, ως
πεδίο έρευνας, εμβαθύνει στις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κοινωνιών και του
φυσικού τους περιβάλλοντος, διερευνώντας τις κοινωνικές αιτίες και τις
συνέπειες της περιβαλλοντικής αλλαγής (Catton.,1978). Παράλληλα, η διαχείριση της πολιτιστικής
κληρονομιάς περιλαμβάνει τη διατήρηση, την προστασία και την προώθηση υλικών
και άυλων πολιτιστικών αγαθών (Κόκκινος.,2004).
Βασικοί θεματικοί άξονες του άρθρου για την προσέγγιση των δύο
επιστημονικών πεδίων θα αποτελέσουν οι παράγοντες υποβάθμισης του
περιβάλλοντος, οι φυσικοί και ανθρωπογενείς κίνδυνοι για την αλλοίωση ή
καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς, η κλιματική αλλαγή ως βασικός
παράγοντας και άμεση συνέπεια της μεταβολής του πολιτιστικού περιβάλλοντος και
ο ρόλος της τέχνης – και δη του κινηματογράφου – στην αποτελεσματική σύνδεση
και επίλυση περιβαλλοντικών και πολιτιστικών ζητημάτων. Μέσα από αυτό το
κοινωνιολογικό και πολιτισμικό πρίσμα, γίνεται φανερό ότι η διαφύλαξη του
φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς απαιτεί μια ολιστική
προσέγγιση που καλείται να ενώσει ένα πλήθος επιστημονικών πεδίων.
Θεωρητικό
πλαίσιο και εννοιολογική σύνδεση περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας και
πολιτιστικής κληρονομιάς
Η περιβαλλοντική κοινωνιολογία, ως ειδικό πεδίο της Κοινωνιολογίας,
εμφανίστηκε στα τέλη του 20ου αιώνα ως απάντηση στην αυξανόμενη
ευαισθητοποίηση σχετικά με τις περιβαλλοντικές κρίσεις και τους περιορισμούς
της κλασικής κοινωνιολογίας στην αντιμετώπιση των οικολογικών ανησυχιών. Βασική
θέση της περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας είναι η προσέγγιση των περιβαλλοντικών
ζητημάτων ως προβλημάτων βαθιά ριζωμένων στις κοινωνικές δομές, τις σχέσεις
εξουσίας, τους πολιτιστικούς κανόνες και τα οικονομικά συστήματα (Catton, 1978). Ο κλάδος δίνει
έμφαση στον ρόλο της κοινωνικής συμπεριφοράς, των θεσμικών πολιτικών και των
πολιτιστικών αφηγήσεων στη διαμόρφωση της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με το
περιβάλλον (Dunlop & Catton.,2003). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η
περιβαλλοντική κοινωνιολογία συμβάλλει στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο
οι ιδεολογίες, τα καταναλωτικά πρότυπα και οι δομές διακυβέρνησης συμβάλλουν
στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος, επηρεάζοντας έτσι τη βιωσιμότητα της
πολιτιστικής κληρονομιάς (Dunlop & Catton., 2003).
Η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί μια έκφραση του τρόπου ζωής που
αναπτύσσεται από μια κοινότητα και μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά,
συμπεριλαμβανομένων εθίμων, πρακτικών, τόπων, αντικειμένων, καλλιτεχνικών
εκφράσεων και αξιών, ενώ συχνά διαχωρίζεται ως άυλη ή ως ενσώματη (ICOMOS., 2002). Κατά τον
Κόκκινο (2004: 34) «Κληρονομιά αποτελεί οτιδήποτε παραμένει στην κατοχή μας
από προηγούμενους ανθρώπους, που είτε το έφτιαξαν οι ίδιοι, είτε πιστοποίησαν
την ύπαρξη του» ενώ χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολιτιστικής κληρονομιάς
αποτελεί η παροχή πληροφοριών για όλες τις ιστορικές εκφάνσεις της ζωής του
ανθρώπου (Σκουρής & Τρόβα.,2003). Ως μέρος της
ανθρώπινης δραστηριότητας, η πολιτιστική κληρονομιά παράγει απτές
αναπαραστάσεις των συστημάτων αξιών, των πεποιθήσεων, των παραδόσεων και του
τρόπου ζωής μιας κοινωνίας. Ως ουσιαστικό μέρος του πολιτισμού στο σύνολό της,
η πολιτιστική κληρονομιά περιλαμβάνει το σύνολο των ορατών και απτών στοιχείων
από την αρχαιότητα έως το πρόσφατο παρελθόν (ICOMOS.,2002).
Η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς περιλαμβάνει τη διατήρηση, την
τεκμηρίωση, την ερμηνεία και την προώθηση των πολιτιστικών πόρων. Ωστόσο, αυτό
το έργο είναι γεμάτο προκλήσεις, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των ραγδαίων
περιβαλλοντικών αλλαγών και των κοινωνικοοικονομικών πιέσεων (Σκουρής &
Τρόβα, 2003). Συχνά προκύπτουν συγκρούσεις μεταξύ των επιταγών διατήρησης και
των προγραμμάτων οικονομικής ανάπτυξης, ενώ, παράλληλα, η σημασία της
πολιτιστικής κληρονομιάς ποικίλλει μεταξύ των εκάστοτε κοινωνικών πλαισίων, καθιστώντας
απαραίτητη μια πλουραλιστική και συμπεριληπτική προσέγγιση στη διαχείρισή της (Σκουρής & Τρόβα.,2003).
Η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ της
φυσικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς, αναγνωρίζοντας ότι τα τοπία διαμορφώνονται
από την αλληλεπίδραση των οικολογικών διεργασιών και της ανθρώπινης
δραστηριότητας (Σηφάκη.,2022). Το περιβάλλον, ο φυσικός χώρος, οι
παραδοσιακές-ιστορικές τοποθεσίες και τα αρχαιολογικά μνημεία μπορούν να
χαρακτηριστούν με τον όρο «χώροι ευκαιριών ανάδειξης της πολιτισμικής
κληρονομιάς» και περιλαμβάνουν ένα σύνολο εξωγενών παραγόντων και συνθηκών
που εντοπίζονται στο ευρύτερο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον
αλλά και ενδογενών παραγόντων που αφορούν στο εσωτερικό περιβάλλον του εξεταζόμενου
κόσμου της τέχνης (Σηφάκη.,2022). Οι χωρικές και συμβολικές ιδιότητες των
αρχαιολογικών χώρων προσφέρονται για καλλιτεχνική αναπαράσταση, όχι μόνο ως
γραφικά σκηνικά αλλά και ως ενεργοί παράγοντες στην κατασκευή νοημάτων,
μηνυμάτων και συμβολισμών (Jarvie.,1970).
Στο πλαίσιο της τέχνης του κινηματογράφου, όπως θα αναφερθεί ειδικότερα
παρακάτω, αυτοί οι χώροι συχνά χρησιμεύουν ως τόποι αναβίωσης της εθνικής
μνήμης, της χωρικής και περιβαλλοντικής εξέλιξης, του μύθου και της ταυτότητας,
επιτρέποντας στους παραγωγούς κινηματογραφικών ταινιών τη διερεύνηση και
ενίσχυση ιστορικών και πολιτισμικών αφηγήσεων και παραδόσεων (Λεμονίδου.,2017).
Παράγοντες και συνέπειες
υποβάθμισης του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς
Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, που εκδηλώνεται με τη μορφή ρύπανσης,
ερημοποίησης φυσικού περιβάλλοντος, απώλειας βιοποικιλότητας και εξάντλησης των
πόρων, είναι μια κρίση οικολογική και κοινωνικοπολιτισμική. Οι αιτίες της έχουν
τις ρίζες τους στον βιομηχανικό καπιταλισμό, την αστικοποίηση, τη
νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την εμπορευματοποίηση της φύσης (Αργυρίου
& Γιαννούλη., 2010). Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος απειλεί άμεσα την
πολιτιστική κληρονομιά, ειδικά όταν οι χώροι πολιτιστικής κληρονομιάς
βρίσκονται σε οικολογικά ευαίσθητες ή έντονα βιομηχανοποιημένες περιοχές. Από
κοινωνιολογική άποψη, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος δεν μπορεί να αποσυνδεθεί
από ζητήματα κοινωνικής ανισότητας (Αργυρίου &
Γιαννούλη.,2010). Οι περιθωριοποιημένες κοινότητες συχνά επωμίζονται το
κύριο βάρος της οικολογικής βλάβης και οι πολιτιστικές τους πρακτικές και η
κληρονομιά τους απειλούνται δυσανάλογα. Αυτές οι δυναμικές υπογραμμίζουν την
ανάγκη σύνδεσης της περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας με τη διαχείριση της
κληρονομιάς για την πρόβλεψη και τον μετριασμό των κοινωνικών και πολιτιστικών
επιπτώσεων της περιβαλλοντικής αλλοίωσης και καταστροφής (Αργυρίου &
Γιαννούλη.,2010).
Η πολιτιστική κληρονομιά αντιμετωπίζει μια σειρά από απειλές προερχόμενες
τόσο από φυσικούς όσο και από ανθρωπογενείς παράγοντες. Οι φυσικοί κίνδυνοι
περιλαμβανομένων των σεισμών, πλημμυρών, κατολισθήσεων, βιολογικών καταστροφών,
αυξάνονται από την κλιματική μεταβλητότητα και την αστάθεια των οικοσυστημάτων (Drdacky.,2007). Οι ανθρωπογενείς κίνδυνοι, από την
άλλη πλευρά, προέρχονται από ανθρώπινες ενέργειες όπως η αστική εξάπλωση, η
βιομηχανική ρύπανση, η τουριστική πίεση, ο βανδαλισμός και οι ένοπλες
συγκρούσεις και είναι ιδιαίτερα περίπλοκοι, επειδή συχνά προκύπτουν από
συστημικά ζητήματα όπως η οικονομική ανισότητα, η αδύναμη διακυβέρνηση ή οι μη
βιώσιμες αναπτυξιακές πολιτικές (Drdacky.,2007). Για αυτούς τους λόγους οι
στρατηγικές διαχείρισης πολιτιστικής κληρονομιάς οφείλουν να αντιμετωπίζουν όχι
μόνο τις φυσικές ευπάθειες των χώρων, αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες
που ενισχύουν τον κίνδυνο (Σκουρής & Τρόβα.,2003). Η κοινωνιολογική
προσέγγιση του πολιτιστικού κινδύνου συνεπάγεται την αντίληψη, την επικοινωνία
και την πολιτική διαχείριση αυτών των παραγόντων και συμβάλλει στην
αποτελεσματική διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς προσφέροντας γνώσεις για
το πώς οι κοινωνίες κατανοούν και αντιδρούν στους περιβαλλοντικούς κινδύνους.
Παράγοντας, αλλά και συνέπεια, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, καθώς και
απειλή της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί η κλιματική κρίση. Παράκτιοι
αρχαιολογικοί χώροι κινδυνεύουν από βύθιση, ενώ ιστορικά κτίρια μπορεί να
υποφέρουν από αυξημένη υγρασία και θερμική καταπόνηση (Kelman., 2007). Από την
άλλη, η άυλη κληρονομιά, όπως οι γεωργικές παραδόσεις ή τα εποχιακά φεστιβάλ,
μπορεί επίσης να διαταραχθεί από τις κλιματικές αλλαγές στα τοπικά
οικοσυστήματα. Πέρα από τις φυσικές επιπτώσεις, η κλιματική αλλαγή θέτει
σημαντικές κοινωνιολογικές προκλήσεις, επηρεάζοντας την ταυτότητα της
κοινότητας, την κοινωνική συνοχή και τη μεταφορά γνώσης μεταξύ των γενεών
(Kelman.,2007). Παράλληλα, η κλιματική αλλαγή είναι ένα βαθιά πολιτικό
φαινόμενο, που διαμορφώνεται από τη δυναμική της παγκόσμιας ισχύος, τα
οικονομικά συμφέροντα και τις πολιτιστικές ιδεολογίες (Kerr.,2005). Συνεπώς, η
διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς πρέπει να ενσωματώνει τις αρχές της
ισότητας και της βιωσιμότητας, διασφαλίζοντας ότι οι ευάλωτες κοινότητες έχουν
φωνή στη λήψη αποφάσεων και ότι η διατήρηση της κληρονομιάς δεν διαιωνίζει τις
περιβαλλοντικές αδικίες.
Ο ρόλος της τέχνης του Κινηματογράφου ως εργαλείου
άσκησης περιβαλλοντικής πολιτικής και πολιτιστικής διπλωματίας
Κατά τη διαχείριση του πολιτιστικού περιβάλλοντος, είναι απαραίτητο να
λαμβάνονται υπόψη τα τοπικά συστήματα γνώσης, οι παραδοσιακές οικολογικές
πρακτικές, οι κοινοτικές αξίες και οι συνιστώσες που μπορούν να λειτουργήσουν
ως κινητήριες δυνάμεις στη διαχείριση των δύο πεδίων. Ωστόσο, αξίζει να
σημειωθεί πως οι προσπάθειες αξιοποίησης χώρων πολιτιστικής κληρονομιάς και
περιβαλλοντικής αξίας είναι γεμάτες με προκλήσεις, τόσο πρακτικές όσο και
ιδεολογικές, οι οποίες σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την κυριαρχία της
τεχνολογίας και την επιβολή της σε αυτούς τους χώρους, με συνέπεια τον κίνδυνο
αλλοίωσης της αυθεντικότητας και ταυτότητάς τους (Κόκκινος.,2004). Αν υπάρχει
ένα σύγχρονο είδος τέχνης που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πολιτισμικό
εργαλείο ικανό να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και δημιουργικά τις ποικίλες
προκλήσεις μέσα σε ένα φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον, αυτό θα ήταν ο
Κινηματογράφος.
Μία από τις κύριες προκλήσεις στην αξιοποίηση σημείων και αντικειμένων
πολιτιστικής κληρονομιάς από σύγχρονα καλλιτεχνικά είδη όπως ο κινηματογράφος
είναι ο κίνδυνος υλικής βλάβης (Κόκκινος.,2004). Οι κινηματογραφικές παραγωγές
συχνά παρεμβαίνουν στον χώρο και στα πράγματα με εκτεταμένο τεχνολογικό
εξοπλισμό, υποδομές και ανθρώπινη παρουσία, γεγονός που μπορεί να θέσει σε
κίνδυνο εύθραυστα περιβάλλοντα (Κόκκινος.,2004). Χωρίς αυστηρές οδηγίες, τα
γυρίσματα σε αρχαιολογικούς και προστατευόμενους φυσικούς χώρους μπορούν να
οδηγήσουν στην παραμόρφωση ή απλοποίηση των αφηγήσεων. Όταν οι παραγωγοί δίνουν
προτεραιότητα σε αισθητικούς ή ιδεολογικούς στόχους έναντι της αυθεντικότητας,
ενδέχεται να διαιωνίζουν στερεότυπα ή να συμβάλλουν στην φθορά πολιτιστικών
στοιχείων (Pedersen & Mazza.,2011).
Η περίπτωση της απόρριψης του αιτήματος του Λάνθιμου για την
πραγματοποίηση γυρισμάτων στον «ιερό βράχο» της Ακρόπολης με το Κεντρικό
Αρχαιολογικό Συμβούλιο να υποστηρίζει ότι «οι σκηνές είναι ασύμβατες με τους
συμβολισμούς που εκπέμπει και τις αξίες που προβάλλει η Ακρόπολη και ιδιαιτέρως
ο Παρθενώνας» (Ζώης.,2025) αποκαλύπτει ένα ευρύτερο δίλημμα που
αντιμετωπίζουν οι θεσμοί και οι φορείς πολιτιστικής κληρονομιάς παγκοσμίως: πώς
να προστατεύσουν τα πολιτιστικά αγαθά, επιτρέποντάς τους παράλληλα να
παραμένουν επίκαιρα και προσβάσιμα. Στο πλαίσιο του ελληνικού κινηματογράφου,
αυτό το δίλημμα είναι ιδιαίτερα έντονο, δεδομένου του συμβολικού βάρους της
αρχαιότητας στην εθνική ταυτότητα και των πολιτικών συμφερόντων που επηρεάζουν
την αξιοποίησή της. Μια πιο ευέλικτη προσέγγιση των παραγωγών είναι η επιλογή
μυθοπλαστικών αφηγήσεων, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν με μεγάλη επιτυχία και
αμεσότητα στη συνέχεια της πολιτιστικής κληρονομιάς, επιτρέποντας ποικίλες
ερμηνείες και συναισθηματικές συνδέσεις χωρίς πολλές χωρικές επεμβάσεις
(Λεμονίδου.,2017). Με τη θέσπιση σαφών κριτηρίων, διαφανών διαδικασιών και
πλαισίων συνεργασίας, οι αρχές πολιτιστικής κληρονομιάς θα μπορούσαν να
διευκολύνουν την υπεύθυνη κινηματογραφική εμπλοκή με την πολιτιστική
κληρονομιά, γεγονός που θα ενίσχυε τόσο την ανάπτυξη της καλλιτεχνικής
παραγωγής όσο και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στην παγκόσμια σκηνή (Pedersen & Mazza.,2011).
Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα μεταξύ κινηματογραφικών παραγωγών και
διαχείρισης πολιτισμικής κληρονομιάς είναι το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει
την πρόσβαση σε αρχαιολογικούς χώρους (Σκουρής & Τρόβα.,2003).
Συγκεκριμένα, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο χαρακτηρίζεται από μια
γραφειοκρατική και συχνά συντηρητική προσέγγιση που δίνει προτεραιότητα στη
διατήρηση της ακεραιότητας-απροσιτότητας των μνημείων έναντι της δημιουργικής
έκφρασης (Σκουρής & Τρόβα.,2003). Ενώ μια τέτοια επιφυλακτικότητα είναι
κατανοητή δεδομένης της ευθραυστότητας και της συμβολικής αξίας αυτών των
χώρων, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε χαμένες ευκαιρίες για πολιτιστική ανάδειξη
και διεθνή προώθηση. Επιπλέον, οι αποφάσεις σχετικά με τις άδειες
κινηματογράφησης συχνά επηρεάζονται από αισθητικές και ιδεολογικές παραμέτρους
(Λεμονίδου.,2017). Οι αρχές ενδέχεται να απορρίψουν προτάσεις με βάση το
περιεχόμενο ή τις πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα μιας ταινίας, εγείροντας
ερωτήματα σχετικά με τη λογοκρισία και την καλλιτεχνική αυτονομία.
Παρά τις προκλήσεις αυτές, ο κινηματογράφος αποτελεί δυναμικό εργαλείο
για καινοτόμο διαχείριση της περιβαλλοντικής και πολιτιστικής κληρονομιάς
(Λεμονίδου.,2017). Για την αξιοποίηση αυτού του καλλιτεχνικού μέσου, οι
πολιτιστικές αρχές και οι φορείς του κινηματογράφου καλούνται να αναπτύξουν ένα
κοινό ηθικό και λειτουργικό πλαίσιο που θα προάγει τον σεβασμό και την
προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς (Pedersen & Mazza.,2011). Μια βασική
πρόταση είναι η δημιουργία γραφείων σύνδεσης πολιτιστικής
κληρονομιάς-κινηματογράφου, τα οποία θα λειτουργούν ως μεσάζοντες μεταξύ των
υπουργείων πολιτισμού και των εταιρειών παραγωγής ταινιών. Στόχος αυτών των
γραφείων θα ήταν η βελτιστοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, η παροχή
τεχνικής υποστήριξης και η διασφάλιση της συμμόρφωσης των κινηματογραφικών
επιλογών με τα πρότυπα διατήρησης. Με την εφαρμογή μιας σειράς προκαθορισμένων
μέτρων και κανόνων αξιοποίησης χώρων πολιτιστικής αξίας, ο κινηματογράφος θα
μπορούσε να μετατραπεί σε ένα μέσο άσκησης πολιτιστικής διπλωματίας και
περιβαλλοντικής πολιτικής, ευαισθητοποιώντας τον παγκόσμιο καλλιτεχνικό κόσμο
σχετικά με τους χώρους πολιτιστικής κληρονομιάς, ελέγχοντας παράλληλα τη φυσική
πρόσβαση σε αυτούς και τον αντίκτυπο στη σύγχρονη καλλιτεχνική έκφραση
(Pedersen & Mazza., 2011).
Η περιβαλλοντική κοινωνιολογία και η διαχείριση της πολιτιστικής
κληρονομιάς, αν και παραδοσιακά διακριτοί κλάδοι, μοιράζονται μια κοινή
ανησυχία για τη βιωσιμότητα των ανθρώπινων κοινωνιών και του περιβάλλοντός
τους. Καθώς η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η κλιματική αλλαγή θέτουν
πρωτοφανείς προκλήσεις για την πολιτιστική κληρονομιά, είναι επιτακτική ανάγκη
να υιοθετηθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που να βασίζεται στις γνώσεις της
περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας. Μια τέτοια προσέγγιση αναγνωρίζει τις κοινωνικοπολιτισμικές
διαστάσεις του περιβαλλοντικού κινδύνου, εκτιμά τη γνώση και τη συμμετοχή που
βασίζονται στην κοινότητα και επιδιώκει να εξισορροπήσει τη διατήρηση με την
κοινωνική δικαιοσύνη.
Σήμερα, η σχέση μεταξύ κινηματογράφου, περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας και
πολιτιστικής κληρονομιάς έχει τη δυνατότητα να διαμορφωθεί από τα ευρύτερα
θεσμικά πλαίσια που διέπουν την πρόσβαση, αξιοποίηση, πρόσληψη και ερμηνεία των
αρχαιολογικών χώρων (Κόκκινος.,2004). Στην Ελλάδα, το Υπουργείο Πολιτισμού και
το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ασχολούνται με την επίβλεψη της διαχείρισης
των αρχαιοτήτων και την έγκριση αιτημάτων κινηματογράφησης σε καθορισμένους
χώρους περιβαλλοντικής αξίας και πολιτιστικής κληρονομιάς (Σκουρής & Τρόβα.,2003). Αυτοί οι φορείς είναι
αρμόδιοι για την εξισορρόπηση μεταξύ της επιτακτικής ανάγκης για την διατήρηση
και προστασία πολιτιστικών χώρων και των πιθανών οφελών της πολιτιστικής
έκθεσης και καλλιτεχνικής προώθησης που μπορεί να δημιουργήσει ο κινηματογράφος
(Σκουρής & Τρόβα., 2003). Ως εκ τούτου, η κινηματογραφική εμπλοκή με το
περιβάλλον, την ιστορία και τον πολιτισμό εξετάζεται και καθορίζεται από
ρυθμιστικούς μηχανισμούς και ανταγωνιστικές προτεραιότητες, περιπλέκοντας τη
διαδικασία της πολιτιστικής αναπαράστασης.
Καταληκτικά, η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς απαιτεί μια βαθιά
επανεξέταση της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση και τον πολιτισμό. Γεφυρώνοντας
το χάσμα μεταξύ της περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας και της διαχείρισης της
κληρονομιάς μέσα από τη δύναμη και τις προοπτικές σύγχρονων μορφών τέχνης, όπως
ο Κινηματογράφος, υπάρχει η ελπίδα για μια πιο δίκαιη και ολιστική αντιμετώπιση
περιβαλλοντικών και πολιτισμικών κρίσεων.
Αργυρίου Α.,
Γιαννούλη Μ. (2010). Ενεργειακή Περιβαλλοντική & Φυσική. Αθήνα:
Αράκυνθος.
Ζώης, Ν. (2025).
«Γιώργος Λάνθιμος: Οριστικό ναυάγιο για τα γυρίσματα στην Ακρόπολη», Καθημερινή,
διαθέσιμο στο
Κόκκινος, Χ. Δ.
(2004). Η Τεχνολογία Συνδρομητής Πολιτισμού; Η Πολιτιστική Κληρονομιά και το
Πλαίσιο Προστασίας της. Αθήνα: Παπαζήση.
Λεμονίδου, Έ.
(2017). Η Ιστορία στη Μεγάλη Οθόνη. Ιστορία, κινηματογράφος και εθνικές
Ταυτότητες. Αθήνα: Ταξιδευτής.
Σηφάκη Ε.
(2022). «Ο κινηματογράφος ως πολιτισμική κατασκευή και ως κοινωνική πρακτική», Θεάτρου
Πόλις. Διεπιστημονικό περιοδικό για το θέατρο και τις τέχνες, 234–246. https://doi.org/10.12681/.30787
Catton, W. R. (1978). «Environmental
Sociology: A New Paradigm», The American Sociologist, 13 (1), 41-49.
Drdacky, M. (2007). «Structural
Strategies and measures reducing flood action and architectural heritage», Risk
Analysis Conference, 44 (1), 249-260.
Dunlop, R. & Catton, W. R.
(2003). «Environmental Sociology», Annual Review of Sociology, 5 (1),
243-273.
Jarvie, I. (1970). Towards a
sociology of the cinema: a comparative essay on the structure and functioning
of a major entertainment industry. London: Routledge.
ICOMOS. (2002). International
Cultural Tourism Charter. Principles and Guidelines for Managing Tourism at
Places of Cultural and Heritage Significance. ICOMOS International Cultural
Tourism Committee.
Kelman, I. (2007). «Sustainable
Livelihoods from Natural Heritage on Islands», Island Studies Journal, 2
(1), 101-114.
Kerr, S. A. (2005). «What is Small
Island Sustainable Development about?», Ocean & Coastal Management,
48, 503-524.
Pedersen,
J. S., & Mazza,
C. (2011). «International
film festivals: for the benefit of whom?», Culture Unbound, 3 (2),
139–165. https://doi.org/10.3384/cu.2000.1525.113139
Sifaki Ε. & Stamou Α. (2020). «Film criticism and the
legitimization of a New Wave in Contemporary Greek Cinema», Journal of Greek
Media and Culture, 6 (1), 29–49.
Σκουρής, Π. & Τρόβα, Ε. (2003). Προστασία Αρχαιοτήτων και
Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved