scientific-journal-articles

CVPekpaideusis

Αρχική σελίδα περιοδικού C.V.P. Παιδαγωγικής & Εκπαίδευσης

Σύντομη βιογραφία της συγγραφέως

 

Κριτικές του άρθρου

vipapharm-greek

linep5

ISSN: 2241-4665

Ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 10 Νοεμβρίου 2020

linep5

Εξαρτησιογόνες Ουσίες και Εφηβεία. Παρεμβάσεις Πρόληψης

Ρούσσου Μαρία

MSc- Επιστήμες Αγωγής-Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση

Εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής-Διευθύντρια Σχολικής Μονάδας

 

Addictive Substances and Puberty. Prevention Interventions.

Roussou Maria

MSc Education Sciences–Educational Leadership and Administration

Educator of Physical Education- School Principal

 

linep5

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία βάλλεται ποικιλοτρόπως σε πνευματικό, σε ηθικό και σε υλικό επίπεδο. Στο υλικό επίπεδο η μάστιγα των ναρκωτικών και των εξαρτησιογόνων ουσιών κατέχει δεσπόζουσα θέση με αρνητικότατες συνέπειες για τους ανθρώπους και κυρίως για τους νέους και τους εφήβους.

Στο παρόν άρθρο και στα δύο πρώτα κεφάλαια εξετάζονται τα είδη εξάρτησης, τα κριτήρια διάγνωσης της ουσιοεξάρτησης, η διάκριση των εξαρτησιογόνων ουσιών καθώς και τα στάδια εξάρτησης. Στη συνέχεια αναλύονται οι παράγοντες που οδηγούν στην χρήση και στην εξάρτηση ουσιών με έμφαση στην βιολογική περίοδο της εφηβείας. Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται η στρατηγική πρόληψης της Ευρωπαϊκής ένωσης, οι παρεμβάσεις πρόληψης στην χώρα μας με ιδιαίτερα αναφορά στις παρεμβάσεις πρόληψης που στοχεύουν στο σχολείο και στην οικογένεια. Τέλος γίνεται εστιασμός στον ρόλο των γονέων όσον αφορά την  ψυχική πλήρωση των εφήβων και την πρόληψη ενάντια στην ουσιοεξάρτηση.

 

line

 

 

ABSTRACT

Modern Greek society is, in several respects, under intellectual, moral and material attack. In material terms, the scourge of drugs and addictive substances occupies a dominant position with massively negative consequences for people and, especially, for teenagers and the young.

In this Article and in the first two chapters the kinds of substance addiction, its diagnostic criteria, the differentiation between substances and the stages of addiction are examined. The factors that lead to drug usage and addiction are then analyzed, while emphasis is placed on the biological period of adolescence. In the third chapter the European Union’s prevention strategy is analyzed along with the Greek prevention interventions with particular reference to the relevant interventions aiming at the school and the family. Finally, focus is placed on the role of parents regarding the mental fulfillment of teenagers and the prevention of substance addiction.

 

line

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ

1.1 Ορισμός

1.2 Εξαρτησιογόνες ουσίες

1.3 Τα Στάδια της Εξάρτησης

1.4 Παράγοντες που οδηγούν  στη Χρήση και στην Εξάρτηση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

ΕΦΗΒΙΑ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΟΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ-ΑΙΤΙΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

ΠΡΟΛΗΨΗ

3.1  Στρατηγική Πρόληψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3.2 Παρεμβάσεις Πρόληψης στην Ελλάδα

3.3 Παρεμβάσεις Πρόληψης με στόχο το Σχολείο και την Οικογένεια

3.4 Ο Ρόλος των Γονέων

3.4.1  Σύμπραξη των γονέων στην πρόληψη

Συμπεράσματα-Συζήτηση

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η αποξένωση, έλλειψη επικοινωνίας μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι αλλά και μέσα στην ίδια την οικογένεια, το στρες, τα οικονομικά προβλήματα, η ανασφάλεια, η απουσία στόχων, ο ανταγωνισμός, οι χαμηλές σχολικές επιδόσεις, αποτελούν εν δυνάμει παράγοντες ώθησης ενός εφήβου στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Η ουσιοεξάρτηση και ανησυχητικές διαστάσεις που έχει πάρει αποτελεί την μάστιγα της εποχής μας. Η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στην διάρκεια της εφηβεία είναι εκτεταμένη και  παρουσιάζει αυξητικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με στοιχεία, ήδη στην ηλικία των 16 ετών, το 66.2% των Ελλήνων έχει ήδη δοκιμάσει αλκοόλ και το 10.2% μία τουλάχιστον παράνομη ψυχοδραστική ουσία (Κοκκέβη κ.α. 2016)[1].Συνδέεται δε άρρηκτα με την χρήση, την κατάχρηση και την εξάρτησή τους από ακόμα και κατά την ενηλικίωσής τους. Οι έφηβοι καταφεύγουν στην χρήση τους με σκοπό να επέμβουν στην ψυχισμό τους και να αλλάξουν την διάθεση και τα συναισθήματά τους. Με την χρήση τους θεωρούν ότι ξεφύγουν από την πραγματικότητα, θα αποκτήσουν δύναμη απέναντι στις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος και τελικά θα μπορέσουν να υπερβούν τον εαυτό τους και να αντιμετωπίσουν όλα τους τα προβλήματα.

Όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από τις προσδοκίες τους. Οι αρνητικές συνέπειες από την κατάχρηση των εξαρτησιογόνων ουσιών δεν αργούν να κάνουν την εμφάνισή τους. Με την χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών διαταράσσεται η λειτουργία περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζονται με την μνήμη, την μάθηση, τον αυτοέλεγχο, την κρίση και την κίνηση. Συνέπεια αυτών είναι οι έφηβοι χρήστες να παρουσιάζουν προβλήματα σχολικής συμπεριφοράς και σχολικών επιδόσεων, προβλήματα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, παρααβατικότητα, ψυχολογικά προβλήματα και άλλα προβλήματα υγείας. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος προσδοκιών και συνεπειών μέσα στον οποίο θα παραμείνουν οι έφηβοι μέχρι να αποφασίσουν να αλλάξουν τον ρου της ζωής τους.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ

1.1 Ορισμός

Ως εξάρτηση νοείται η κατάσταση κατά την οποία ό οργανισμός διακατέχεται από έντονη επιθυμία να κάνει χρήση μιας ουσίας. Είναι μια έντονη και συνεχής ανάγκη να κάνεις κάποιος χρήση μιας ουσίας, μιας ανάγκης που όχι μόνο δεν μπορεί να σταματήσει αλλά που αυξάνεται σταδιακά όλο και περισσότερο. Εξάρτηση από ουσίες είναι η πιεστική ανάγκη κατανάλωσης μιας ουσίας για την κατάπαυση της ψυχικής κακουχίας ή των σωματικών ενοχλημάτων που προκαλούνται από την στέρησή της (Πάπυρος Larousse, 2003)[2]. Είναι μια κατάσταση ψυχική ή και σωματική που εμφανίζεται ως συνέπεια της επίδρασης ενός φαρμάκου σε έναν ζωντανό οργανισμό και χαρακτηρίζεται από πληθώρα εκδηλώσεων με ισχύουσα πάντοτε την διάθεση για συνέχιση της λήψης του φαρμάκου( Κοτρώτσου και Παπαθανασίου, 2000)[3]. Κατά τον Λιάππα (2003)[4], όρος εξάρτηση εστιάζει σε μια ψυχολογική ή και σωματική κατάσταση με χαρακτηριστικά την επιτακτική ανάγκη για λήψη της ουσίας σε συνεχή ή περιοδική βάση, ώστε ο χρήστης να βιώσει τα αποτελέσματα της δράσης της ή να αποφύγει τη δυσφορία που προκαλεί η στέρησή της. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η εξάρτηση από ουσίες είναι νόσος του εγκεφάλου, χρόνια και υποτροπιάζουσα σύμφωνα η οποία  ταυτίζεται πλέον με το Αλσχάιμερ, την αρτηριακή πίεση, τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, τη νόσο του Πάρκισον, και τις καρδιοπάθειες.(  Κούβελας, 2013)[5].

Η εξάρτηση διακρίνεται σε σωματική και ψυχική (Παπαρρηγόπουλος και Δάλλα, 2018)[6] .

 α) Σωματική εξάρτηση: Είναι η κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός έχει συνηθίσει να λειτουργεί υπό την επήρεια κάποιων ουσιών και δεν μπορεί να λειτουργήσει φυσιολογικά χωρίς τις ουσίες αυτές. Η μείωση ή η απότομη διακοπή τους προκαλεί λιγότερο ή περισσότερο επώδυνα και δυσάρεστα σωματικά συμπτώματα (σύνδρομο στέρησης).

β) Ψυχική εξάρτηση: Είναι η κατάσταση που συνοδεύει όλες τις περιπτώσεις εξάρτησης. Κατά την ψυχική εξάρτηση ο χρήστης έχει απόλυτη ανάγκη την ουσία. Μόνο με την χρήση της μπορεί να ανταπεξέλθει στη καθημερινότητα και  να διατηρήσει τη ψυχική του συνοχή. Αποτέλεσμα αυτού είναι η συνεχής αγωνία του για επανάληψη της χρήσης. Έτσι ο χρήστης οργανώνει την ζωή του γύρω από την ουσία και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η ουσία να γίνεται αυτοσκοπός. Δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτήν και πιστεύει ότι μόνο αυτή θα τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τα καθημερινά του προβλήματα. Η ψυχική εξάρτηση εμπεριέχεται σε όλες τις περιπτώσεις σωματικής εξάρτησης χωρίς να συμβαίνει πάντα το αντίθετο. (Χαραλαμπίδης 2003)[7].

Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρίας (APA, 2013)[8] τα κριτήρια για τη διάγνωση της ουσιοεξάρτησης είναι τα εξής:

1.Συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες λήψης της ουσίας

2. Ανεπιτυχείς προσπάθειες διακοπής ή τροποποίησης της λήψης της ουσίας

3. Μεγάλη διάθεση χρόνου στην απόκτηση, στην χρήση και στην ανάρρωση από την χρήση της ουσίας

4. Μεγάλη επιθυμία ή καταναγκασμός για λήψη κάποιας ουσίας

5. Αδυναμία εκπλήρωσης προσωπικών και επαγγελματικών υποχρεώσεων

6. Συνέχιση της χρήσης παρά τα διαπροσωπικά προβλήματα που ανακύπτουν

7. Διακοπή κοινωνικών, επαγγελματικών και  ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων

8. Συνέχιση της χρήσης παρόλο  τους κινδύνους που ανακύπτουν

 9. Συνέχιση της χρήσης παρά το σωματικό ή ψυχολογικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε ή επιδεινώθηκε

10. Ανάγκη για αυξανόμενη ποσότητα ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα (ανοχή)

11. Συμπτώματα στέρησης τα οποία ανακουφίζονται με τη λήψη μεγαλύτερης ποσότητας ουσίας

Η εκδήλωση δύο ή τριών συμπτωμάτων από το παραπάνω αποτελούν ένδειξη διαταραχής από την χρήση ουσιών.

 

1.2 Εξαρτησιογόνες ουσίες

Εξαρτησιογόνος ουσία είναι κάθε φυσική, ημισυνθετική ή συνθετική ουσία που επιδρά στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (Κ.Ν.Σ.) του ανθρώπου προκαλώντας αλλαγή στην διάθεσή του ( Μπαμπινιώτης 2012)[9], η οποία  επηρεάζει την αντίληψη, τη συναισθηματική του κατάσταση και τη συμπεριφορά του και μπορεί να του προκαλέσει εξάρτηση. Οι εξαρτησιογόνες ουσίες συνήθως αναφέρονται με τον όρο «ναρκωτικά», έναν όρο που δεν ανταποκρίνεται με ακρίβεια στην παραγματικότητα αφού κάποιες από αυτές τις ουσίες έχουν κατασταλτική δράση (υπνωτικά, αλκοόλ κ.α) και άλλες διεγερτική δράση (αμφεταμίνες, κοκαΐνη κ.α). Τις συναντάμε επίσης και ως ψυχότροπες ουσίες, ως ψυχοδραστικές ή απλώς ως ουσίες.

 Οι εξαρτησιογόνες ουσίες διακρίνονται σύμφωνα με την νομιμότητά τους σε:

 α)  Νόμιμες ουσίες όπως καπνός, αλκοόλ, εισπνεόμενες ουσίες.

 β) Παράνομες ουσίες όπως χασίς, ηρωίνη, έκσταση κ.α.

γ) Ουσίες που αφορούν ψυχοτρόπα φάρμακα (ηρεμιστικά, υπνωτικά) τα οποία, ενώ διατίθενται για ιατρικούς λόγους, χρησιμοποιούνται καταχρηστικά από κάποιους για να ηρεμήσουν ή να κοιμηθούν ή από άλλους για να «υπερβούν την πραγματικότητα» συνδυάζοντάς τες πολλές φορές και με άλλες ουσίες όπως το αλκοόλ (Χαραλαμπίδης 2003)[10].

 Με βάση τη φαρμακολογική τους δράση οι εξαρτησιογόνες ουσίες διακρίνονται σε:

 α) Ψευδαισθησιογόνες ή ψυχοσιομιμητικές ουσίες (Lsd, P.C.P, ψυλοχιμβίνη, άλλα ).

 β) Κατασταλτικές ουσίες του Κ.Ν.Σ (οινόπνευμα, βαρβιτουρικά, βενζοδιαζεπίνες κ.α.).

γ) Συμπαθητικές ή Διεγερτικές ουσίες του Κ.Ν.Σ (αμφεταμίνες, μεθυλφαινιδίνη κοκαΐνη).

 δ) Προϊόντα της ινδικής κάνναβης (χασίς, μαριχουάνα).

 ε) Οπιοειδείς ουσίες (όπιο, μορφίνη, κωδεΐνη, ηρωίνη, κ.α).

 στ) Εισπνεόμενες-πτητικές ουσίες (κόλλες, αεροζόλ, διαλύτες χρωμάτων)

ζ) ’λλες μη κατηγοριοποιούμενες ουσίες (Ατροπινούχα και ατροπινικής δράσης σκευάσματα)( Λιάππας, 1992)[11].

 

1.3 Τα Στάδια της Εξάρτησης

Για να γίνει εγκαθίδρυση  της εξάρτησης χρειάζεται  να πραγματοποιηθούν μεταβάσεις από κάποια στάδια. Το γεγονός ότι υπάρχουν στάδια δε σημαίνει ότι ένα άτομο που βρίσκεται σε ένα στάδιο θα περάσει απαραίτητα και στο επόμενο. Η δοκιμή δε σημαίνει ότι θα οδηγήσει απαραίτητα σε εξάρτηση. Το άτομο μπορεί να σταματήσει αυτή την εξέλιξη σε όποιο στάδιο και αν βρίσκεται, εφόσον το θέλει. Αν βρίσκεται όμως στο στάδιο εξαρτημένης χρήσης είναι σημαντική η αναζήτηση εξωτερικής βοήθειας.

Η πορεία ενός χρήστη προς την εξάρτηση από τις εξαρτησιογόνες ουσίες περιλαμβάνει μια διαδικασία τεσσάρων διαδοχικών σταδίων: του πειραματισμού, της ενεργούς αναζήτησης, της ενασχόλησης με την ουσία και της εξάρτηση. (Παπαρρηγόπουλος και Δάλλα, 2018)[12].

α) Αρχικό στάδιο ή στάδιο πειραματισμού. Σε αυτό το στάδιο πραγματοποιείται η προσέγγιση με την ουσία. Συνήθως αυτή η προσέγγιση γίνεται από περιέργεια και μέσα σε ένα περιβάλλον με γνωστούς ή φίλους. Τα κίνητρα ποικίλουν και μπορεί να αφορούν την μοναξιά, την ανησυχία, την απογοήτευση, την δυσφορία, την αναζήτηση νέων εμπειριών ή ευχαρίστησης κ.α. Σε αυτό το στάδιο ο χρήστης βιώνει μια θετική και όμορφη εμπειρία που τον προσελκύει να συνεχίσει την χρήση. Οι επιπτώσεις στην υγεία και στην καθημερινότητα του χρήστη είναι ελάχιστες και το οικονομικό κόστος είναι μικρό. Πολλά άτομα σταματούν στο στάδιο αυτό και δεν προχωρούν στο επόμενο.

β) Στάδιο της δραστήριας ενασχόλησης. Η χρήση παύει να είναι τυχαία ή να γίνεται από περιέργεια. Αιτία της χρήσης είναι πλέον η ευχαρίστηση που βιώνει από την επίδραση της ουσίας. Το άτομο αναπτύσσει στενές σχέσεις με άλλους χρήστες με τους οποίους έχουν κοινά ενδιαφέροντα. Εδώ αρχίζουν οι πρώτες επιπτώσεις στην εργασία, στις δραστηριότητες, στην υγεία και στην καθημερινότητα του χρήστη ενώ αυξάνεται το οικονομικό κόστος. Ορισμένοι χρήστες παραμένουν σε αυτό το στάδιο και δεν προχωρούν στο επόμενο.

 γ) Στάδιο της έντονης ενασχόλησης. Υπάρχει σημαντική αύξηση στη χρήση ουσιών ενώ πολλές φορές η ευχαρίστηση από τη χρήση είναι μειωμένη. Εδώ αρχίζει να εμφανίζεται η ψυχική ή και η σωματική εξάρτηση. Ο χρήστης έχει πλέον μειωμένη ικανότητα να ανταπεξέρχεται στις καθημερινές απαιτήσεις της ζωής του και γενικά υπολειτουργεί. Ο χρήστης προμηθεύεται ουσίες και κάνει συστηματική χρήση ενώ κάνουν την εμφάνισή τους οι διαταραχές στον ύπνο και στην διατροφή του. Χρειάζεται εφ εξής να διαθέτει αρκετά χρήματα για να προμηθευτεί τις ουσίες η έλλειψή των οποίων τους προκαλεί έντονη δυσφορία. Σε αυτό το στάδιο ο χρήστης αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις αρνητικές και επιβλαβείς συνέπειες της ουσιοεξάρτησης και κάνει τις πρώτες προσπάθειες απεμπλοκής από τις ουσίες.

 δ) Στάδιο της εξάρτησης. Στο στάδιο αυτό η χρήση ουσιών βρίσκεται στο επίκεντρο της ζωής του χρήστη. Κάνει παρέα μόνο με χρήστες και η αναζήτηση ουσιών είναι το μόνο που τον απασχολεί ενώ παρατηρείται έντονη ψυχική και σωματική εξάρτηση. Παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα στην υγεία του χρήστη, διαταράσσεται ο ψυχισμός του, οι σχέσεις του με το κοινωνικό και το οικογενειακό του περιβάλλον, δημιουργούνται προβλήματα στον εργασιακό του ή στο σχολείο, καταστρέφεται οικονομικά και γενικά η ζωή του βρίσκεται σε πλήρη αποδιοργάνωση.

 Εν κατακλείδι, η διαδοχή των τεσσάρων σταδίων της εξάρτησης συνάδει με τις ολοένα και αυξανόμενες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και τα οικονομικά του χρήστη, στις οικογενειακές, στις κοινωνικές στις εργασιακές σχέσεις του και στις σχολικές του επιδόσεις.

               

1.4 Παράγοντες που οδηγούν  στη Χρήση και στην Εξάρτηση

Στη χρήση και ακολούθως στην εξάρτηση οδηγείται ο χρήστης εξ’ αιτίας πολλών παραγόντων οποίοι αλληλεπιδρούν και αλληλοενισχύονται. Η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών έχει ως αιτία την αλληλεπίδραση τριών παραγόντων, μιας συγκεκριμένης προσωπικότητας, μιας συγκεκριμένης ουσίας σε μια δεδομένη κοινωνικοπολιτισμική στιγμή (Olivienstein, 1982)[13].

Οι παράγοντες που έχουν σχέση  ΅ε τη χρήση ουσιών είναι κυρίως ατο΅ικοί, και κοινωνικοί- περιβαλλοντικοί.

                α) Ατομικοί παράγοντες

Κατά τον Mc Murran (1994)[14] οι ατομικοί παράγοντες που συνδέονται με την χρήση εξαρτισιογόνων ουσιών διακρίνονται σε:

1)Ψυχολογικοί παράγοντες: συναισθη΅ατική ανωρι΅ότητα, παρορμητικότητα, χα΅ηλή αυτοεκτί΅ηση, 2) Ψυχιατρικές διαταραχές: ψύχωση, αγχώδης διαταραχή, κατάθλιψη, 3) Ηλικία και Φύλο, 3)Γενετικοί παράγοντες, 4)Παραβατικότητα και Επιθετικότητα.

Κατά το EMCDDA(2010)[15] οι ατομικοί παράγοντες που συνδέονται με την χρήση ουσιών είναι:

1) Θετικές τάσεις και προσδοκίες από την χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, 2) Παραβατική συμπεριφορά σε μικρή ηλικία, 3) Αλκοόλ, κάπνισμα και χρήση ουσιών σε μικρή ηλικία, 4)’σχημα σημαντικά γεγονότα, 5) Προβληματική συμπεριφορά, 6) Σεξουαλική ενασχόληση από μικρή ηλικία, 7) Επιθετικότητα, Παρορμητικότητα, Υπερκινητικότητα, 8) Κατάθλιψη, άγχος, στρες, 9) Αναζήτηση διέγερσης, αναζήτηση συναισθημάτων, 10) Προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις, αντικοινωνική συμπεριφορά, 11) Έλλειψη φιλοδοξιών και θετικών προτύπων, 12)Κακή ψυχική υγεία.

β) Κοινωνικοί - Περιβαλλοντικοί παράγοντες

Σύμφωνα με τον Arthur και τους συνεργάτες του (2002)[16] οι κοινωνικοί - περιβαλλοντικοί παράγοντες που συνδέονται με την χρήση εξαρτισιογόνων ουσιών είναι οι παρακάτω:

1)Η συναναστροφή ΅ε άτομα που είναι χρήστες, 2) Οι συνθήκες διαβίωσης (οικονομική κρίση), 3) Η κρίση αξιών, 4) Η ύπαρξη χρήστη μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, 5) Η εύκολη πρόσβαση στις ουσίες.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

2.1 ΕΦΗΒΙΑ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΟΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ-ΑΙΤΙΕΣ

 Η έλλειψη προγραμματισμού και σχεδίων  για το μέλλον, η έλλειψη μικρών και μεγάλων στόχων για την  ζωή, η απουσία από το σχολείο για μεγάλα χρονικά διαστήματα, η κακή σχολική επίδοση, η σχολική αποτυχία, είναι μερικοί από τους παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα να εμπλακεί ένας έφηβος με τις εξαρτησιογόνες ουσίες. Η δυσκολία προσαρμογής στο σχολείο και η σχολική αποτυχία υπάρχει πιθανότητα να οφείλονται και σε άλλους παράγοντες όπως τα χαρακτηριστικά του σχολείου, η ύπαρξη αυταρχισμού, η έλλειψη συμμετοχής των μαθητών στη λήψη αποφάσεων, η έλλειψη σύνδεσης σχολείου με την κοινότητα και σχολείου με την οικογένεια ( Γεωργούλας, 2000)[17]. Επιπλέον, σε ότι αφορά τους ψυχολογικούς παράγοντες η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η έλλειψη εμπιστοσύνης, η μη διεκδικητικότητα, οι μη επαρκείς κοινωνικές δεξιότητες, ο περιορισμένος έλεγχος των παρορμήσεων, και η έλλειψη δεξιοτήτων αντίστασης στις επαφές με τους συνομήλικους, δύναται να αποτελέσουν αιτίες αύξησης του κινδύνου για χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Έρευνες έχουν δείξει ότι η συσχέτιση ψυχικών διαταραχών και χρήσης ουσιών είναι  αρκετά μεγάλη (Weiss, 1992)[18]. Η περιέργεια, η τάση φυγής, οι μεταπτώσεις στη διάθεση, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, ο ψυχικός πόνος, τα αρνητικά πρότυπα, είναι επίσης μερικές από τις αιτίες που υπάρχει περίπτωση να στρέψουν τους έφηβους στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών (NIDA, 1997)[19].

Ακόμα ακόμα, η απομάκρυνσή μας  από το φύση, η έλλειψη επικοινωνίας, η μειωμένες συναισθηματικές επαφές, η αποξένωση, ο υπερκαταναλωτισμός, η φτώχια, η αλόγιστη χρήση φαρμάκων, η ανταγωνιστικότητα, η κρίση αξιών και θεσμών φαίνεται να είναι μερικές ακόμα από τις αιτιολογίες του προβλήματος.

Επιπλέον οι θεσμοί του σχολείου και της οικογένειας παρουσιάζουν ελλιπή εικόνα ως φορείς κοινωνικοποίησης των παιδιών. Η επίβλεψη των γονέων και η τήρηση κανόνων πολλές φορές έχει ασυνεπή χαρακτηριστικά ενώ παρατηρείται αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας με αποτέλεσμα οι έφηβοι να ζουν σε περιβάλλον αποδιοργάνωσης και αποπροσανατολισμού. Υψηλή συσχέτιση επίσης έχει αποδειχτεί ότι υπάρχει ύστερα από έρευνα ανάμεσα στην χρήση παράνομων εξαρτησιογόνων ουσιών και στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση (Dembo et al., 1987)[20] αλλά και στην απουσία τρυφερότητας και θερμής σχέσης γονέων και παιδιών. Καθοριστική είναι η σημασία των συμπεριφορών και των στάσεων της οικογένειας απέναντι στη χρήση των ναρκωτικών. Οι γονείς αποτελούν πάντα πρότυπα για τα παιδιά τους τα οποία παρόλο που τους απορρίπτουν κατά την περίοδο της εφηβείας τους έχουν εσωτερικευμένους σε προγενέστερες αναπτυξιακές φάσεις (Τσιάντης, 1988)[21]. Έτσι ο τρόπος ζωής των γονέων και η σχέση που έχουν με τις εξαρτησιογόνες ουσίες επηρεάζουν σημαντικά και τα παιδιά τους. Οι έφηβοι που κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών έχουν σε πολύ μεγάλο ποσοστό γονείς που χρησιμοποιούν ναρκωτικά (Κοκκέβη, 1988)[22]. Η Μάτσα (1997)[23] κατηγοριοποίησε σε τρεις ο΅άδες τα άτομα με προδιάθεση στη χρήση ναρκωτικών σε σχέση ΅ε την ποιότητα της παιδικής τους ηλικίας α) στα άτομα που έχουν ΅εγάλα ελλείμματα στον ψυχισ΅ό, τα οποία  δημιουργήθηκαν από την στιγμή που ώρα που ήρθαν στον κόσ΅ο. Αυτά τα άτο΅α έχουν ένα μόνιμο αίσθη΅α ΅αταίωσης και εγκατάλειψης, β) στα άτομα που βίωσαν βίαιες ρήξεις ως παιδιά και ως προέφηβοι (χωρισ΅οί γονιών, σοβαρές ασθένειες, θάνατοι) και γ) και στις ενδιά΅εσες ΅ορφές (εκεί όπου υπάρχει γονεϊκός αλκοολισ΅ός, οικογενειακή βία και άλλα).

Σημαντικός είναι επίσης ο ρόλος των συνομηλίκων στη χρήση ουσιών. Η αντίληψη που έχει η παρέα των συνομηλίκων του εφήβου σχετικά με τους χρήστες, την χρήση ουσιών, και τους κινδύνους της χρήσης φαίνεται να επηρεάζει τον έφηβο. Συνήθως οι έφηβοι μυούνται στη χρήση ουσιών όχι τόσο για τις φαρμακολογικές επιδράσεις της ουσίας όσο για την επιθυμία τους να γίνουν μέλη της παρέας. Σύμφωνα με μελέτες η χρήση ουσιών από την παρέα είναι προγνωστικός παράγοντας για την εν συνεχεία κατάχρηση αλκοόλ ή μαριχουάνας (Brook et al., 1999)[24].

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

ΠΡΟΛΗΨΗ

3.1  Στρατηγική Πρόληψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αναγνωρίζοντας το μείζον πρόβλημα της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών και τις επιπτώσεις που υπάρχουν στους χρήστες στις οικογένειές τους, στην κοινωνία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, εγκρίθηκε από το Συμβούλιο η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ναρκωτικά κατά το διάστημα 2013-2020. Η στρατηγική αυτή υποστηρίζει και συμπληρώνει πολιτικές κάθε χώρας-μέλους και παρέχει ένα πλαίσιο για συντονισμένες δράσεις. Βασίζεται δε στον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην ισότητα, στην δημοκρατία, στην ελευθερία καθώς, καθώς και στο κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι δράσεις της συγκεκριμένης στρατηγικής αναπτύσσονται γύρω  τους δύο παρακάτω τομείς:

α) τη μείωση της ζήτησης

 β) τη μείωση της προσφοράς (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2017)[25]

Ωστόσο ένα νέο πλαίσιο κατάταξης της πρόληψης προτείνεται από το Institute of Medicine (1994)[26], το οποίο έχει υιοθετηθεί αντικαθιστώντας την προηγούμενη κατάταξη σε πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή πρόληψη. Ο καθοριστικός παράγοντας αυτής της κατάταξης είναι ο πληθυσμός- στόχος σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας για ανάπτυξη συμπεριφοράς στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Τα επίπεδα πρόληψης σύμφωνα με αυτή την κατάταξη είναι:

α) Καθολική Πρόληψη: Οι στρατηγικές της καθολικής πρόληψης απευθύνονται στο γενικό πληθυσμό (τοπική κοινότητα, σχολείο, γειτονιά). Ο στόχος της καθολικής πρόληψης είναι η αποτροπή ή η καθυστέρηση της έναρξης της χρήσης ουσιών, με την ενίσχυση των ατόμων με απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες για αποφυγή του προβλήματος.

β) Επιλεκτική Πρόληψη: Οι στρατηγικές της στοχεύουν σε υποομάδες, στις οποίες ο κίνδυνος ανάπτυξης του προβλήματος είναι σημαντικά μεγαλύτερος από το μέσο όρο, είτε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είτε σε όλη τους τη ζωή.

γ) Ενδεδειγμένη Πρόληψη: Οι στρατηγικές της ενδεδειγμένης πρόληψης στοχεύουν σε άτομα που είναι εκτεθειμένα σε παράγοντες που είναι στενά συνδεδεμένοι με προσωπικό κίνδυνο να αναπτύξουν πρόβλημα χρήσης ουσιών ή έχουν ήδη κάποια σημάδια χρήσης.

Ο στόχος αυτής της παρέμβασης πρόληψης είναι να προλάβει τη γρήγορη ανάπτυξη της εξάρτησης και να μειώσει τη συχνότητα και την επικίνδυνη χρήση.

                Τυπικές καθολικές στρατηγικές, όπως η πληροφόρηση και η εκπαίδευση, μπορεί να ασκούν μεγαλύτερη επίδραση όχι στα άτομα που δεν έχουν σχέση με τα ναρκωτικά, αλλά σε αυτά που έχουν ήδη εμπειρίες με ναρκωτικά ενώ μερικοί συστηματικοί χρήστες μπορεί να παροτρυνθούν να ζητήσουν εξωτερική βοήθεια.

3.2 Παρεμβάσεις Πρόληψης στην Ελλάδα

Ακολουθώντας πιστά τη θέση του Ιπποκράτη (προλαμβάνειν ή θεραπεύειν), κρατικοί και ιδιωτικοί φορείς, αλλά και γονείς, χρειάζεται να δίνουν ένα καθημερινό αγώνα αποτροπής των νέων από τις εξαρτησιογόνες ουσίες. Οι παρεμβάσεις πρόληψης είναι ανάγκη να υλοποιούνται νωρίτερα από την περίοδο της εφηβείας και να καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα που αφορά κυρίως το κάπνισμα το αλκοόλ και την κάναβη. Σύμφωνα με τον Lemstra και τους συνεργάτες του (2010)[27] οι παρεμβάσεις που είναι περισσότερο αποτελεσματικές για τους εφήβους είναι οι βιωματικές και οι διαδραστικές παρεμβάσεις που υλοποιούνται  εντός σχολείου, αυτές που παρέχουν έγκυρη πληροφόρηση σχετικά με την αλλαγή θετικών στερεοτύπων όσο αφορά την κατανάλωση αλκοόλ και άλλων ουσιών και οι παρεμβάσεις που ενισχύουν τις κοινωνικές δεξιότητες των εφήβων.

                Οι πρώτες προσπάθειες που έγιναν ώστε να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της χρήσης των εξαρτησιογόνων ουσιών αφορούσαν την απεξάρτηση των χρηστών. Στη συνέχεια  έγινε εστιασμός στις αιτίες που ωθούν το άτομο να κάνει χρήση εξαρτισιογόνων ουσιών, στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του και στις προσδοκίες του από την χρήση τους. Γενικά οι παρεμβάσεις που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα εντάσσονται σε ένα γενικό πλαίσιο πρόληψης επικίνδυνων συμπεριφορών και προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας χωρίς να επικεντρώνονται αποκλειστικά στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και υλοποιούνται α) από το Υπουργείο Παιδείας με τα προγράμματα Αγωγής Υγείας, β)από τον ΟΚΑΝΑ και την συνεργασία του με την τοπική αυτοδιοίκηση μέσα από ένα πανελλαδικό δίκτυο αποτελούμενο από 75 Κέντρων Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας γ) από το ΚΕΘΕΑ (Δίκτυο Υπηρεσιών Πρόληψης και Έγκαιρης Παρέμβασης), δ) από την Μονάδα Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ του Ψ.Ν.Αθήνας και του Ψ.Ν.Θεσσαλονίκης ε) από την εθελοντική οργάνωση «Κίνηση ΠΡΟΤΑΣΗ για έναν άλλο τρόπο ζωής»(ΕΚΤΕΠΝ,  2018)[28].

 

3.3 Παρεμβάσεις Πρόληψης με στόχο το Σχολείο

Το σχολείο αποτελεί το βασικότερο περιβάλλον ως προς τις δραστηριότητες πρόληψης και ίσως έναν από τους ιδανικότερους τρόπους να προσεγγίσεις την πλειοψηφία των παιδιών (EMCDDA, 1998)[29]. Οι μαθητές οι οποίοι βρίσκονται στην  προεφηβεία και την εφηβεία  στους οποίους απευθύνονται οι παρεμβάσεις πρόληψης, είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Κι αυτό γιατί σε αυτές τις ηλικιακές περιόδους διαμορφώνονται οι ατομικές επιλογές, οι θέσεις και οι στάσεις, οι συμπεριφορές, οι αξίες και τα ιδανικά του ατόμου. Έχει παρατηρηθεί δε ότι ο πειραματισμός με εξαρτησιογόνες ουσίες συντελείται σε αυτές ακριβώς τις ηλικίες τις περισσότερες φορές.

Στις σχολικές κοινότητες της χώρας μας υλοποιούνται και οι τρεις μορφές παρεμβάσεων πρόληψης, οι καθολικές, οι επιλεκτικές και οι ενδεδειγμένες. Σε ότι αφορά τις καθολικές παρεμβάσεις πρόληψης, έχουν ευρύ θεματολόγιο που σχετίζεται με την ψυχοκοινωνική υγεία και δεν ασχολείται μόνο με τις εξαρτήσεις ενώ απευθύνεται σε μαθητές και μαθήτριες της Πρωτοβάθμιας αλλά και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Τα προγράμματα Αγωγής Υγείας του Υπουργείου Παιδείας εστιάζουν σε θέματα ψυχικής υγείας, εκφοβισμού, εξαρτήσεων, ρατσισμού και διαφορετικότητας, διαπροσωπικών σχέσεων. Επιπλέον οι φορείς πρόληψης εκτός των καθολικών παρεμβάσεων πρόληψης σε μαθητές της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, διοργανώνουν επιμορφωτικά σεμινάρια σε εκπαιδευτικούς. Στόχος τους είναι να παρέχουν όλες τις απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες ώστε να αποφευχθεί η έναρξη της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών από τους εφήβους.

Η σχολική κοινότητα και οι γονείς αποτελούν τις βασικότερες ομάδες στις οποίες στοχεύουν οι παρεμβάσεις πρόληψης στην Ελλάδα. Το 2017 οι φορείς πρόληψης έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο που έχει η οικογένεια στην πρόληψη και την προαγωγή της ψυχοκοινωνικής υγείας των παιδιών και πάνω  από 13.700 γονείς  συμμετείχαν σε σχετικές δράσεις που πραγματοποιήθηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, οι φορείς πρόληψης σχεδιάζουν και υλοποιούν δύο τύπου παρεμβάσεις: α) Παρεμβάσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης: Βραχείες, ανοιχτές μεμονωμένες συναντήσεις ή κύκλοι συναντήσεων για γονείς σε θέματα πρόληψης, ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης και διαπαιδαγώγησης των παιδιών, β) Παρεμβάσεις εκπαίδευσης (σχολές γονέων): Ομάδες βιωματικού συνήθως χαρακτήρα με κυριότερους στόχους τη βελτίωση της επικοινωνίας στην οικογένεια και την υποστήριξη των γονέων στον ρόλο τους (ΕΚΤΕΠΝ, 2010)[30].

 

3.4 Ο Ρόλος των Γονέων

Οι γονείς αισθάνονται διαρκώς πως βρίσκονται μετέωροι σε έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται. Διακατέχονται από έντονους προβληματισμούς σχετικά με τις διαδικασίες της σωστής ανατροφής και διαπαιδαγώγησης των παιδιών τους ενώ προσπαθούν να προστατεύουν τα παιδιά τους από κινδύνους που παραμονεύουν χωρίς να γνωρίζουν με σιγουριά ποια είναι η καλύτερη μέθοδος ή ιδανική στάση που χρειάζεται να ακολουθήσουν. Τις περισσότερες φορές δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις καθημερινές συγκρούσεις που προκύπτουν ανάμεσα στα μέλη της οικογένειάς τους και ακόμα και όταν το κάνουν δεν είναι σίγουροι τις περισσότερες φορές για την επιλογή της μεθόδου διαχείρισης που ακολουθούν.

Οι γονείς βοηθούν τα παιδιά τους να θέτουν υγιείς στόχους και να πιστεύουν στον εαυτό τους. Τα ενθαρρύνουν ώστε να αγωνίζονται ενάντια στις δυσκολίες της ζωής τους, να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να παίρνουν αποφάσεις. Τα νουθετούν ώστε να αντέχουν τις απογοητεύσεις και να αντιστέκονται στις αρνητικές επιρροές. Είναι υπεύθυνοι για την αυτονόμηση των παιδιών τους η οποία αν και είναι τόσο σημαντική στις μέρες μας  δυσχεραίνει εξαιτίας της συνήθειας των γονιών να επιλύουν οι ίδιοι τα προβλήματα των παιδιών τους και να προλαβαίνουν τις επιθυμίες τους. Ωθούν τα παιδιά τους να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που τα ίδια επιθυμούν. Συμμετέχουν στη ζωή και στις δραστηριότητές των παιδιών τους με διακριτικότητα και ενδιαφέρονται για την πορεία τους δείχνοντάς του εμπιστοσύνη για τις επιλογές τους και για το αποτέλεσμα των προσπαθειών τους. Ενθαρρύνουν την ενασχόλησή τους με αθλητικές, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Δείχνουν συνεχώς την αγάπη τους, τους ενισχύουν την αυτοπεποίθηση, μοιράζονται τους προβληματισμούς τους, τους μεταδίδουν αξίες και ιδανικά. Συνεργάζονται με τους δασκάλους τους και διατηρούν συχνή επαφή με το σχολείο τους.

 

3.4.1 Σύμπραξη των Γονέων στην Πρόληψη

Ο ρόλος της οικογένειας θεωρείται ο πιο σημαντικός, σχετικά με τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών κατά την περίοδο της εφηβείας (Γεωργάκας, 2007)[31]. Σύμφωνα με τον (Glynn, 1984)[32] ένας από τους κυριότερους λόγους εμπλοκής των έφηβων στις εξαρτησιογόνες ουσίες είναι ότι η οικογένειά του δεν του παρέχει ένα σταθερό περιβάλλον για ανάπτυξη.

Οι γονείς χρειάζεται να καλλιεργούν και να ενισχύουν το αίσθημα του «ανήκειν» στα παιδιά τους. Χρειάζεται επιπλέον να προωθούν την διατήρηση κοινωνικών δεσμών οι οποίοι έχουν την δύναμη να τα αποτρέπουν τόσο από την αντικοινωνική συμπεριφορά όσο και από τη χρήση ουσιών. Ως κοινωνικοί δεσμοί νοούνται οι δεσμοί με τους γονείς, την οικογένεια,  το σχολείο και γενικά με την εκπαίδευση και με κάθε λογής κοινωνική δραστηριότητα. Το συναισθηματικό δέσιμο του παιδιού με  διάφορα κοινωνικά πλαίσια το  βοηθά να υιοθετήσει σημαντικές κοινωνικές αξίες και κοινωνικούς  κανόνες. Αντίθετα η απομάκρυνση από τις καθιερωμένες κοινωνικές αξίες μπορεί να συσχετιστεί θετικά με τη χρήση ουσιών.

Είναι απαραίτητο οι γονείς να παρατηρούν και να αναλύουν κάθε είδους αλλαγή που εμφανίζουν τα παιδιά τους και να ελέγχουν τα ενδιαφέροντά τους ,τις συνήθειές τους και τις παρέες τους. Υπάρχουν συμπεριφορές οι οποίες μπορούν να υποψιάσουν τους γονείς για την ύπαρξη συναισθηματικού ελλείμματος μεγάλο διάστημα πριν την εμπλοκή των παιδιών με τις εξαρτησιογόνες ουσίες. Η επιθετικότητα, η απόσυρση, η απομόνωση αποτελούν συμπεριφορές εφήβων με βαθιές συναισθηματικές ανάγκες οι οποίες αν δεν τύχουν της προσοχής των γονέων υπάρχει πιθανότητα να γιγαντωθούν και να  το οδηγήσουν στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών.

Οι γονείς χρειάζεται να είναι πληροφορημένοι για τους παράγοντες που αυξάνουν και τους παράγοντες που μειώνουν τις πιθανότητες χρήσης ουσιών, ώστε να λειτουργούν στην καθημερινότητά τους προληπτικά. Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουν τα πάντα για τις εξαρτησιογόνες ουσίες. Είναι όμως απαραίτητο αυτά που ξέρουν να είναι έγκυρα και να έχουν διαμορφώσει ξεκάθαρη άποψη και στάση. Χρειάζεται επιπλέον να συζητούν με τα παιδιά  τους για τις εξαρτησιογόνες ουσίες, όπως συζητούν για οποιοδήποτε άλλο θέμα, χωρίς υπερβολές και πανικό και να  εκφράζουν τις σκέψεις τους ελεύθερα. Πολύ  σημαντικό είναι να ακούνε τις απόψεις, τις πιθανές εμπειρίες και τους προβληματισμούς των παιδιών τους γι’ αυτό το θέμα με μεγάλη προσοχή. Όταν οι γονείς βρίσκονται κοντά στα παιδιά τους είναι ευκολότερο να αντιληφθούν εάν αυτά κάνουν χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και να τα βοηθήσουν στο αρχικό στάδιο της εξάρτησής τους.

Χαρακτηριστικά που υπάρχει περίπτωση να υποδηλώνουν χρήση τέτοιων ουσιών είναι: Ξαφνικές και χωρίς αιτία αλλαγές διάθεσης, διαταραχές στον ύπνο, διαταραχές στην διατροφή, αλλαγή στην εμφάνιση, αδιαφορία για την ατομική περιποίηση, αδιαφορία για το σχολείο και τις επιδόσεις του, συχνές απουσίες στο σχολείο, αδιαφορία για συμμετοχή στις συνήθεις δραστηριότητές του, συχνά ψέματα, ανεξήγητη σπατάλη χρημάτων, απώλεια οικιακών αντικειμένων, απομόνωση, κατάθλιψη και αισθήματα απογοήτευσης, ανεξήγητη επιθετικότητα, νέοι άγνωστοι φίλοι και απομάκρυνση από τους παλιούς φίλους, μυστικοπάθεια, ασυνήθιστος βήχας, κατοχή περίεργων αντικειμένων κ.α.

Καταληκτικά, για να βοηθήσουν οι γονείς τα παιδιά τους να πουν όχι στις εξαρτησιογόνες ουσίες, χρειάζεται να ακολουθούν πιστά τα εξής δέκα βήματα α ) μιλήστε μαζί τους για το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, β) βοηθήστε τα να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους, γ) ακούστε με προσοχή αυτά που έχουν να σας πουν, τα παιδιά σας, δ)βοηθήστε τα να αναπτύξουν αξίες, ε) δημιουργήστε κανόνες στην οικογένεια, στ) Αποτελέστε θετικό πρότυπο, ζ) Ενθαρρύνετε τις θετικές δραστηριότητές του, η) Βοηθήστε τα να μην υποκύπτουν στις πιέσεις των φίλων, θ) Ενωθείτε με άλλους γονείς, ι) εάν έχετε υποψίες αναζητήστε βοήθεια (ΟΚΑΝΑ)[33].

 

 

Συμπεράσματα - Συζήτηση

Στη κοινωνία που ζούμε ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών και εφήβων μεγαλώνει δίχως να καλύπτονται οι ψυχικές τους ανάγκες φορτισμένα με πλήθος αρνητικών συναισθημάτων όπως η ανασφάλεια και η γονική αδιαφορία. Τα γεγονός αυτό έχει δυσμενή επίδραση στη κοινωνικοποίησή τους αλλά και στην κοινωνική τους ένταξη (Παπαδημητρακόπουλος, 2006)[34]. Η μειωμένη προσοχή από τους γονείς, , η παρατηρητικότητα η έλλειψη εποπτείας, η απουσία τους, οδηγούν στην διατάραξη της μεταξύ τους σχέσης και στην απομάκρυνσή τους από την οικογένεια. Τα παιδιά με ψυχικό έλλειμμα και με απουσία κατάλληλων επιδράσεων από την οικογένειά τους, μπορούν  ευκολότερα να παρουσιάσουν ως στάση ζωής παραβατική συμπεριφορά και να εμπλακούν με εξαρτησιογόνες ουσίες (Παπαδημητρακόπουλος 2006).Ωστόσο οι γονείς και η οικογένεια μπορεί να αποτελέσει έναν δυναμικό ανασταλτικό παράγοντα ως προς την χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Κατά τον Baumrind (1990)[35] η οικογένεια μπορεί να λειτουργεί ως παράγοντας ώστε να παρουσιαστεί το πρόβλημα αλλά και ως παράγοντας πρόληψης.

Οι μεμονωμένες προσπάθειες  πρόληψης δεν είναι σε θέση να επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα και αυτό γιατί η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών είναι ένα πρόβλημα πολυδιάστατο. Χρειάζεται να λειτουργήσουν συντονισμένα ιδιωτικοί φορείς επιστημονικοί φορείς και κρατικοί φορείς στο πλαίσιο συγκεκριμένης και συντονισμένης πολιτικής. Μιας συντονισμένης πολιτικής σε επίπεδο κράτους ή και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης που με την βοήθεια και της κατάλληλης εκπαίδευσης θα επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

 

 

Βιβλιοφραφικός Κατάλογος

 

[1] Κοκκέβη ’., Φωτίου Α., Καναβού Ε., Σταύρου Μ., &Richardson C. (2016). Πανελλήνια Έρευνα στο Μαθητικό Πληθυσμό για τη Χρήση Εξαρτησιογόνων Ουσιών και άλλες Εξαρτητικές Συμπεριφορές (16χρονοι) – Έρευνα ESPAD 2015. Αθήνα: Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής.

[2] Πάπυρος Larousse (2003). Το παπυράκι. Αθήνα: Πάπυρος, σ. 566

[3] Κοτρώτσου Ε., Παπαθανασίου Ι., (2000). Πρόληψη από εξαρτησιογόνες ουσίες- Ο ρόλος της νοσηλευτικής. Νοσηλευτική 39(4), 408-409

[4] Λιάππας, Ι. (2003) Ναρκωτικά: Εθιστικές ουσίες, κλινικά προβλήματα, αντιμετώπιση. Αθήνα: Εκδ. Πατάκη

[5] Κουβελας Α., (2013). Συνέπειες και επιδράσεις από την χρήση κάνναβης και κοκαΐνης.

https://www.humangarden.gr/blogs/synepeies-kai-epidraseis-apo-ti-hrisi-kannavis-kai-kokainis

[6] Παπαρρηγόπουλος, Θ., Δάλλα Χ., (2018). Οι εξαρτήσεις, αίτια μηχανισμοί, εκδηλώσεις, αντιμετώπιση. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης σ. 32

[7] Χαραλαμπίδης, Ε., (2003). Στοιχεία για τις εξαρτησιογόνες ουσίες. Κέντρο εκπαίδευσης για την πρόληψη της  χρήσης ναρκωτικών και την προαγωγή της παιδείας. Αθήνα

[8] APA (2013) Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders: DSM-5. Arlington, VA: American Psychiatric Association.

[9] Μπαμπινιώτης, Γ., (2012). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας

[10] Χαραλαμπίδης, Ε., (2003). Στοιχεία για τις εξαρτησιογόνες ουσίες. Κέντρο εκπαίδευσης για την πρόληψη της  χρήσης ναρκωτικών και την προαγωγή της παιδείας. Αθήνα

[11] Λιάππας, Ι. (2003) Ναρκωτικά: Εθιστικές ουσίες, κλινικά προβλήματα, αντιμετώπιση. Αθήνα: Εκδ. Πατάκη

[12] Παπαρρηγόπουλος, Θ. και Δάλλα Χ. (2018). Οι εξαρτήσεις, αίτια μηχανισμοί, εκδηλώσεις, αντιμετώπιση. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης σ. 34

[13] Olivienstein, C., (1982)Η ζωή του τοξικομανή, Αθήνα: Εκδόσεις  Παλλάδα

[14] McMurran M. (1994) The Psychology of Addiction.ed: Taylor & Francis, London.

Lane J., Gerstein D., Huang L., Wright D. (2001) Risk and Protective Factors for Adolescent Drug Use: Findings from the 1997 National Household Survey on Drug Abuse. Substance Abuse and Mental Health Services Administration, Rockville.

[15] EMCDDA (2010) EMCDDA Manuals No 4: Prevention and Evaluation Resources Kit (PERK). Luxembourg: European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction, Publications Office of the EU.

[16] Arthur, M.W., Hawkins, J.D., Pollard, J.A., Catalano, R.F. & Baglioni, A.J. (2002) Measuring risk and protective factors for substance use, delinquency and other adolescent problem behaviors: The communities that care youth survey. Evaluation Review, 26, 575-601.

[17] Γεωργούλας, Στρ. (2000). Ανήλικοι παραβάτες στην Ελλάδα.  Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 2000.

[18] Weiss, R.D. (1992). “The role of psychopathology in the transition from drug use to abuse and dependence” in M.D. Glantz & R.W. Pickers (Eds), Vulnerability to Drug Abuse, Washington DC: American Psychological Association.

[19] NIDA, (1997). Preventing Drug Use Among Children and Adolescents.A Research Base Guide for Parents, Educators and Community Leaders. Προσπελάστηκε την 20/10/2020 από

https://www.drugabuse.gov/sites/default/files/preventingdruguse_2.pdf

[20] Dembo, R., Dertke, M., La Voie, Border, S., Washburn, M.& Schmeidler, J. (1987).  “Physical abuse, sexual victimization and illicit drug use: a structural analysis among high risk adolescents”.  Journal of Adolescence, 10, p.p. 13-33.

[21] ] Τσιάντης, Γ., Μανωλόπουλος, Σ. (1988). Σύγχρονα Θέματα Παιδοψυχιατρικής, Τόμος 2ος , Αθήνα.

[22] Κοκκέβη, Α. (1988). Η χρήση νόμιμων και παράνομων τοξικών ουσιών στην εφηβεία, στο Τσιάντης Γ., Μανωλόπουλος, Σ, Σύγχρονα Θέματα Παιδοψυχιατρικής, Τόμος 2ος , Αθήνα 1988

[23] Μάτσα Κ. (1997) Ο Τοξικο΅ανής Και Η Οικογένεια Του. Χαρακτηριστικά, Σχέσεις Και ∆υνα΅ικά Του Συστη΅ατος. ∆ιδακτορική διατριβή, Ιωάννινα.

[24] Brook JS, Cohen P, Whiteman, M, Gordon A.S.(1992). Psycosocial risk factors in the transition from moderate to heavy use or abuse of drugs In: Pathways of Addiction Opportunities in Drug Abuse Research (1996).

[25]Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (2017). Σχέδιο δράσης της ΕΕ για τα ναρκωτικά (2017-2020) - EUR-Lex eur-lex.europa.eu › legal-content › TXT › PDF

 [26] Institute of Medicine (2009). Preventing mental, emotional, and behavioral disorders among young people: Progress and possibilities. Προσπελάστηκε την  14/09/2020 από https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK32775/

[27]  Lemstra M., et al. (2010). A systematic review of school based marijuana and alcohol prevention programs targeting adolescents aged 10-15. Addict Research & Theory, 18(1): 84-96

[28] ΕΚΤΕΠΝ, (2018). Η Κατάσταση του Προβλήματος των Ναρκωτικών και των Οινοπνευματωδών ποτών στην Ελλάδα. Ετήσια Έκθεση. Προσπελάστηκε την  14/09/2020 από

https://www.epipsi.gr/images/Documents/Ethsia-Ekthesh-Ektepn-2018.pdf

[29] European Moniroring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) "Evaluating Drug Prevention in the European Union, EMCDDA Scientific Monograph Seriees, Luxembourg, 1998.

[30] ΕΚΤΕΠΝ, (2018). Η Κατάσταση του Προβλήματος των Ναρκωτικών και των Οινοπνευματωδών ποτών στην Ελλάδα. Ετήσια Έκθεση

https://www.epipsi.gr/images/Documents/Ethsia-Ekthesh-Ektepn-2018.pdf

[31] Γεωργάκας, Π. (2007) Εξάρτηση μια ατομική επιλογή. Απεξάρτηση μια συλλογική διαδικασία. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

[32]  Glynn, T.J.: "Adoloscent Drug Use and the Familey Environment A Review”, J. Drug Issues: 271 -295, 1984.

[33] ΟΚΑΝΑ. Πληροφορίες για Γονείς – Οκανα. Προσπελάστηκε την  14/08/2020

https://www.okana.gr/component/k2/item/176

[34] Παπαδημητρακόπουλος, Κ., (2006). « Έκσταση», το ναρκωτικό της διασκέδασης. Αθήνα: Φωτοδότες.

[35] Baumrind, D. (1990). Familial antecedents of adolescent alcohol use: A developmental perspective. Research Monograph Series: Research Analysis and Utilisation System, 13-44, Maryland, USA. NIDA.

 

 

 

 

 

line

                

linep5

 

© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved

 

vipapharm

 

linep5