ISSN: 2241-4649
Κριτικές του άρθρου |
20 Δεκεμβρίου 2022
«H
θεραπευτική επίδραση των μαγικών χορών στην αρχαία Ελλάδα»
ΜΟΥΣΟΥΡΑΚΗ
ΜΑΡΙΑ
Εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, PhD στη Φυσική Αγωγή, Μ.Α. στο Χορό
ΓΟΥΛΙΜΑΡΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Καθηγητής
Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου
Θράκης
ΑΛΜΠΑΝΙΔΗΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
Καθηγητής
Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού του Δημοκριτείου
Πανεπιστημίου Θράκης
“The
therapeutic effect of magic dances in ancient Greece”
MOUSOURAKI MARIA
Primary Education Teacher, PhD in Physical Education,
M.A. in Dance
GOULIMARIS DIMITRIS
Professor of the Department of Physical Education
& Sport Sciences, Democritus University of Thrace
ALBANIDIS
EVAGELOS
Professor of the Department of Physical Education
& Sport Sciences, Democritus University of Thrace
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο χορός στην αρχαία Ελλάδα αποτελούσε
μια εξέχουσα τέχνη, στενά συνδεδεμένη με κάθε πτυχή της ζωής των αρχαίων
Ελλήνων, καθώς και με κάθε είδους τελετουργική εκδήλωση μαγικού ή θρησκευτικού
περιεχομένου. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν ο εντοπισμός της θεραπευτικής
επίδρασης των μαγικών χορών στην αρχαία Ελλάδα. Προκειμένου
να επιτευχθεί ο παραπάνω σκοπός πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική ανασκόπηση, η
οποία βασίστηκε σε πρωτογενείς (φιλολογικά έργα και αρχαιολογικά ευρήματα) και
δευτερογενείς πηγές. Από τη μελέτη των παραπάνω πηγών προέκυψαν, κυρίως,
τρία είδη μαγικών χορών: εκείνοι οι χοροί που είχαν ως σκοπό τη μαγική επίδραση
πάνω στη φύση και στα φυσικά φαινόμενα (πρόκληση βροχής και ευκαρπία), εκείνοι
που αποσκοπούσαν στην ευνοϊκή ρύθμιση των ανθρώπινων ενεργειών και επιθυμιών,
και εκείνοι που αποσκοπούσαν να επιδράσουν στην ψυχή και στη μοίρα κάποιων
ανθρώπων. Οι παραπάνω χοροί ταξινομήθηκαν στις εξής κατηγορίες: μαγικοί κυκλικοί χοροί, ιεροί κυκλικοί χοροί και ζωόμορφοι μαγικοί χοροί. Τα στοιχεία, τα
οποία φαίνεται ότι προσέδιδαν θεραπευτική επίδραση στους αρχαίους ελληνικούς μαγικούς
χορούς ήταν τα εξής: ο συμβολισμός, η
ομαδικότητα, η μεταμόρφωση και το ιερό. Η
θεραπευτική επίδραση που παρείχε ο συμβολισμός
έγκειται, κυρίως, στην ομοιοπαθητική τους δύναμη, σύμφωνα με την οποία το «όμοιο»
προκαλεί το «όμοιο». Ο κύκλος,
μάλιστα, αποτελούσε ένα ισχυρό μέσο συγκέντρωσης ενέργειας και προστασίας κάθε
ανθρώπινης δράσης και φυσικής λειτουργίας. Ο ομαδικός τους χαρακτήρας, επίσης, λειτουργούσε ως ένα μέσο
εξομάλυνσης και προσαρμογής της συμπεριφοράς κάθε ατόμου στην αποδεκτή δράση
και έκφραση της ομάδας. Τέλος, η θεραπευτική επίδραση που συνδεόταν με τον ιερό τους χαρακτήρα, έγκειται: στον
εξαγνισμό των ατόμων, στην απομάκρυνση των κακών επιδράσεων και στην
ακτινοβολία κάποιων ιερών αντικειμένων ή ακόμα και στη λυτρωτική εμφάνιση της
ίδιας της θεότητας.
ABSTRACT
Dance in ancient Greece was a prominent art, closely connected with every aspect of the ancient Greeks life, as well as with any kind of ritual manifestation of magical or religious content. The purpose of the present study was to identify the therapeutic effect of magical dances in ancient Greece. In order to achieve the above purpose, a bibliographic review was carried out, which was based on primary (philological works and archaeological findings) and secondary sources. From the study of the above sources, mainly three types of magical dances emerged: those dances whose purpose was to have a magical effect on nature and natural phenomena (inducing rain and fertility), those aimed at the favorable regulation of human actions and desires, and those who intended to influence the soul and destiny of some people. The above dances were classified into the following categories: magical circular dances, sacred circular dances and animalistic magical dances. The elements, which seem to have given a therapeutic effect to the ancient Greek magical dances, were the following: their symbolic/cyclical, collective and sacred. The therapeutic effect provided by their symbolic character lies, mainly, in their homeopathic power, according to which the “same” causes the “same”. The circle, in fact, was a powerful means of gathering energy and protecting every human action and physical function. Also, their collective character was a means of normalizing and adapting each individual's behavior to the accepted action and expression of the group. Finally, the healing effect which was connected to their sacred character lies in: the purification of individuals, the removal of bad influences and the radiation of some sacred objects or even the redemptive appearance of the deity itself.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μαγεία
αποτελεί έναν ισχυρό μηχανισμό, στενά συνδεδεμένο με κάθε πρωτόγονο πολιτισμό.
Πηγάζει από την πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου να επιβιώσει μέσα σε ένα διαρκώς
μεταβαλλόμενο κόσμο, να ελέγξει τα στοιχεία της φύσης και τη μοίρα του
γενικότερα. Στην αρχαία Ελλάδα η μαγεία
είχε στενή σχέση με τη μυθολογία και τη θρησκεία. Μέσα από τη μαγεία οι
αρχαίοι Έλληνες συμμετείχαν σε τελετές, διαμέσου των οποίων αντιμετώπιζαν τους
φόβους τους, δίνοντας απαντήσεις σε θέματα που αφορούσαν σε κάθε τομέα της ζωής
τους, ακόμα και στο μυστήριο του θανάτου.
Ως
διαδικασία, η μαγεία περιλαμβάνει μια
σειρά τελετουργικών πράξεων ή δραστηριοτήτων που χρησιμοποιούνται προκειμένου
να ελεγχθούν τα φυσικά γεγονότα με τρόπο παραφυσικό ή υπερφυσικό (Στρεπελιά,
2013, σ. 15). Οι δραστηριότητες αυτές περιελάμβαναν μαγικά τραγούδια, επωδές,
προσευχές, επικλήσεις και τελετές που περιορίζονταν κάποιες φορές στην
πνευματική επαφή με τους θεούς. Σύμφωνα με τον Ράγκο (2010, σ. 23), η
θεραπευτική λειτουργία των μαγικών πρακτικών έγκειται κυρίως στην εκτόνωση των
έντονων συναισθημάτων και της επιθετικότητας όσων κατέφευγαν σε αυτές, στην
άμεση εκπλήρωση των επιθυμιών τους και στην ψυχική αποκατάσταση των αδικημένων,
των περιθωριοποιημένων ή αδύναμων.
Μάλιστα, κάποιοι σύγχρονοι ερευνητές
υποστηρίζουν ότι οι πρώτοι χοροί ήταν μαγικοί, τελετουργικοί και εκτελούνταν με άλματα, κραυγές ή μαγικές
επικλήσεις (Λαμπροπούλου, 1986, σ. 13). Υπήρχαν, δηλαδή, χοροί που είχαν ως
σκοπό τους να επιδράσουν μαγικά στη φύση (αυξάνοντας τη γονιμότητα της γης ή
προκαλώντας βροχή), να εξασφαλίσουν την ευνοϊκή έκβαση των ανθρώπινων ενεργειών
και επιθυμιών (όπως, στον πόλεμο ή στον έρωτα) ή ακόμα και να επιδράσουν στην
ψυχή και στη μελλοντική πορεία κάποιων ανθρώπων (Μουσουράκη, 2022, σ. 57).
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν ο εντοπισμός
της θεραπευτικής επίδρασης των μαγικών χορών στην αρχαία Ελλάδα και
συγκεκριμένα εκείνων
των στοιχείων τους που συνέβαλλαν στη θεραπευτική τους λειτουργία. Για την
επίτευξη αυτού του σκοπού πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική ανασκόπηση, βασισμένη
σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Οι πρωτογενείς πηγές περιελάμβαναν φιλολογικά έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και αρχαιολογικά
ευρήματα, όπως αναπαραστάσεις αγγείων,
τοιχογραφίες ανάγλυφα, γλυπτά, σφραγιστικά δακτυλίδια κ.ά. Οι παραπάνω πηγές αναζητήθηκαν σε βιβλιοθήκες Πανεπιστημίων
και σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων με τη χρήση μηχανών αναζήτησης,
συνδυάζοντας τις λέξεις κλειδιά:
«Μαγεία», «Μαγικοί χοροί», «Χορός στην αρχαία Ελλάδα», «Αρχαίοι ελληνικοί
μαγικοί χοροί».
1. ΕΙΔΗ
ΜΑΓΙΚΩΝ ΧΟΡΩΝ
1.1 Μαγικοί κυκλικοί χοροί.
Το σχήμα του κύκλου στους αρχαίους πολιτισμούς είναι στενά συνδεδεμένο με την μαγεία και τις μαγικές τελετουργίες, γι’ αυτό φαίνεται ότι οι πιο αρχαίοι μαγικοί χοροί ήταν κυκλικοί. Οι μαγικοί κυκλικοί χοροί χορεύονταν, συνήθως, με κρατημένα χέρια γύρω από έναν βωμό, δέντρο, στύλο ή κάποιο άλλο ιερό αντικείμενο και παρ’ όλη την απλότητά τους είχαν ύψιστη μυστικιστική σημασία σε όλους τους αρχαίους λαούς (Lawler, 1984, σ. 33). Στην ισχυρή ενεργειακή δύναμη του κύκλου έγκειται η χρήση του στο πλαίσιο διαφόρων χορευτικών τελετουργιών, που αποσκοπούσαν στη μύηση, στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων, στην εξισορρόπηση του ατόμου και εν τέλει στη θεραπεία του.
Ο κυκλικός χορός ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένος στη μινωική Κρήτη, έτσι όπως φαίνεται από πολλά διάσπαρτα αρχαιολογικά ευρήματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κλειστού κυκλικού χορού αποτελεί το ομοίωμα που βρέθηκε σε τάφο στον Καμηλάρη της Μεσαράς (Εικόνα 1). Απεικονίζει τέσσερις ανδρικές μορφές να χορεύουν έναν κυκλικό χορό, κρατημένοι από τους ώμους και μέσα σε ένα κυκλικό χοροστάσι, όπου υπήρχαν συγκολλημένα κέρατα καθοσιώσεως, τα οποία σηματοδοτούν τον μυστικιστικό χαρακτήρα του χορού (Αγγελάκου, 2015, σ. 8). Μάλιστα, σύμφωνα με την Μανδαλάκη-Σπανού (2004, σ. 15-16), η γυμνότητα των χορευτών σε συνδυασμό με το κλειστό σχήμα του κύκλου δείχνουν ότι ο συγκεκριμένος χορός έχει μαγικές και αποτρεπτικές ιδιότητες.
Οι κλειστοί κυκλικοί χοροί μάλλον ήταν συνηθισμένοι στη μινωική Κρήτη, όπως φαίνεται και από τα τρία κυκλικά χοροστάσια, τα οποία ανακάλυψε ο αρχαιολόγος Warren στην Κνωσό. Όμως, αργότερα, κατά την προκλασική περίοδο, το σχήμα του κλειστού κύκλου φαίνεται ότι μετατράπηκε σε ανοικτό. Ένα ομοίωμα ανοικτού κυκλικού χορού της Υστερομινωϊκής ΙΙΙ Περιόδου, το οποίο βρέθηκε στο ιερό του Παλαικάστρου, αναπαριστά τρεις γυναικείες μορφές να χορεύουν, ακουμπώντας τις άκρες των δακτύλων τους, γύρω από μια μουσικό που συνοδεύει τον χορό με κιθάρα (Εικόνα 2). Η λαβή αυτή έδινε στις χορεύτριες τη δυνατότητα να κινούνται ελεύθερα στον χώρο και να πραγματοποιούν στροφές γύρω από τον εαυτό τους (Μανδαλάκη, 2004, σ. 16).
Οι κυκλικοί χοροί φαίνεται ότι επιβίωσαν
αρκετούς αιώνες. Εκτελούνταν όχι μόνο στο πλαίσιο μαγικών πράξεων, αλλά και σε τελετές
με ιερό και μυστηριακό χαρακτήρα, όπως στα αρχαία ελληνικά μυστήρια. Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η εμφάνισή τους σε τελετές διαβατήριες, γαμήλιες, νεκρικές
κ.ά. (Γιούτσος, 2010, σ. 53). Ακόμα όμως και σε αυτές τις τελετές φαίνεται ότι
οι κυκλικοί χοροί είχαν μια ανάλογη
συμβολική και θεραπευτική λειτουργία. Η θεραπευτική τους λειτουργία έγκειται
στο να απομακρύνουν οι άνθρωποι τους φόβους τους για αλλαγή ή μετάβαση από μια
κατάσταση σε μια άλλη (όπως: ενηλικίωση, γάμος, θάνατος) και γενικότερα στο να
αποφορτιστούν από τα έντονα συναισθήματά τους σχετικά με την απώλεια της
προηγούμενης ζωής.
1.2 Ιεροί κυκλικοί χοροί.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των χορών με μαγική επίδραση ήταν ο «ιερός» τους χαρακτήρας, ο οποίος συνδέεται στενά με τη θεραπευτική τους λειτουργία. Η Μουρατίδου (1997, σ. 66), μάλιστα, αναφέρει ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν δύο ειδών θεραπευτικές ιεροτελεστίες, οι οποίες πραγματοποιούνταν σε κυκλικό σχήμα: α) η περικύκλωση ενός ιερού αντικειμένου που είχε μαγικές ιδιότητες, έτσι ώστε η θεραπευτική του ακτινοβολία να επιδράσει πάνω στους πιστούς και β) το χάραγμα ενός ιερού κύκλου, για την προστασία εκείνων που βρίσκονταν μέσα σε αυτόν. Στην παραπάνω ταξινόμηση μάλιστα, χρειάζεται να προστεθεί και η περικύκλωση ατόμων με σκοπό τη μύηση, τον εξαγνισμό και την απομάκρυνση των κακών επιδράσεων (Lawler, 1984, σ. 33).
Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι ιεροί κυκλικοί χοροί που τελούνταν προς τιμήν της Μεγάλης θεάς, όπως φαίνεται από αγγεία και αναπαραστάσεις σε σφραγιστικά δακτυλίδια, τα οποία βρέθηκαν στη μινωική Κρήτη και στη μυκηναϊκή ηπειρωτική Ελλάδα. Σε αυτούς τους χορούς τη θέση του ιερού αντικειμένου παίρνει η «επιφάνεια», δηλαδή η εμφάνιση της ίδιας της θεάς. Έτσι, ο κυκλικός χορός εξελίχθηκε σε επικλητικό, στον οποίο οι χορεύτριες κινούνταν πλέον σε ανοικτό κύκλο με τα χέρια ψηλά (Lawler, 1984, σ. 34). Ανάλογοι χοροί εικονίζονται στη φιάλη (Εικόνα 3) και στην καρποδόχη που βρέθηκαν στο παλαιοανακτορικό ιερό του ανακτόρου της Φαιστού και θεωρούνται πρόδρομοι των μετέπειτα χορευτικών παραστάσεων σε σφραγιστικά δαχτυλίδια της Νεοανακτορικής Περιόδου (Στεφανάκος, 2016, σ. 89).
Μία άλλη
αναπαράσταση ιερού κυκλικού χορού
απεικονίζεται στο δακτυλίδι των Ισοπάτων (Εικόνα
4), το οποίο αναπαριστά τέσσερις γυναίκες να χορεύουν έναν εκστατικό χορό,
γιορτάζοντας με ενθουσιασμό την εμφάνιση της θεάς (Δημοπούλου- Ρεθεμιωτάκη, n.d. σ.
126). Οι τέσσερις γυναίκες, οι οποίες φορούν σχεδόν όμοια ενδύματα, φαίνεται να
χορεύουν εκστατικά, όπως φαίνεται από τις έντονες κινήσεις του σώματός τους και
κυρίως των χεριών τους, ενώ η μικρότερη μορφή φαίνεται να αιωρείται, γι’ αυτό
και έχει θεωρηθεί ως «επιφάνεια» της θεότητας στις υπόλοιπες (Στεφανάκος, 2016,
σ. 24). Η μικρότερη μορφή, μάλιστα, έχει ερμηνευτεί ως θεότητα και από τον
αρχαιολόγο Evans (1914),
που υποστήριξε ότι η εμφάνισή της οφείλεται στην επίκληση των υπολοίπων.
Στις
παραπάνω αναπαραστάσεις, οι ιεροί χοροί
τελούνταν την άνοιξη (όπως φαίνεται από την ανθισμένη φύση), σε ανοικτούς
χώρους (π.χ. εξωτερικές αυλές). Η χορευτική δράση συνδέεται μόνο με ενήλικες
γυναικείες μορφές, ενώ η κινησιολογία τους παραπέμπει σε ένα είδος εκστατικού
χορού, με έντονη κίνηση στους γοφούς, στον κορμό και στα χέρια (Στεφανάκος,
2016, σ. 23-24). Πρόκειται, μάλλον, για χορευτικές τελετές που μοιράζονται μια
κοινή μαγική-μυστηριακή λειτουργία, εφόσον αποσκοπούσαν στη γονιμότητα της γης
ή στον εορτασμό της βλάστησης, ως αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης της θεάς, η
οποία επικυρωνόταν από το όραμα της εμφάνισής της στους θεατές.
Στη δεύτερη κατηγορία, το χάραγμα
ενός ιερού κύκλου που παρέχει
προστασία σε όσους βρίσκονταν μέσα σε αυτόν παρουσιάζεται από τον Παυσανία, ο
οποίος ανέφερε ότι οι κάτοικοι των Μεθάνων προκειμένου να προστατέψουν τα
αμπέλια τους από τον καυτό λίβα, έσφαζαν έναν κόκορα και κρατώντας ένα ματωμένο
κομμάτι, έκαναν τον γύρο των αμπελιών, ο καθένας προς την αντίθετη κατεύθυνση,
μέχρι να συναντηθούν και να κλείσει ο μαγικός κύκλος (Μουρατίδου, 1997, σ. 55).
Στον χορό, αντίστοιχα, ο μαγικός κύκλος διαμορφωνόταν από τις κυκλικές κινήσεις
των χορευτών, οι οποίες λειτουργούσαν σαν προστατευτική ασπίδα που απομάκρυνε
το κακό και προστάτευε τα μέλη της κοινότητας (Γιούτσος, 2010, σ. 55).
Ο
προστατευτικός χαρακτήρας του κύκλου και η σύνδεση του χορού με το «ιερό»
στοιχείο είναι εμφανής μέσα από δύο πολύ αρχαίους μύθους. Ο πρώτος μύθος σχετίζεται
με την προστασία του Δία από τον πατέρα του τον Κρόνο και ο δεύτερος με τη
διάσωση του Διονύσου. Και στις δύο περιπτώσεις ο έντονος, οργιαστικός και
θορυβώδης χορός των Κουρητών και των Μαινάδων, αντίστοιχα, ήταν εκείνος που
εξασφάλισε τελικά την επιβίωση των δύο θεών. Παρατηρώντας αυτούς τους δύο
χορούς, αναγνωρίζεται η σημασία που είχε η ομαδική τους εκτέλεση, ο οργιαστικός
και έντονος χαρακτήρας τους και το κυκλικό τους σχήμα γύρω από μια θεϊκή
οντότητα.
Εκτός,
όμως, από τους παραπάνω χορούς, υπήρχε και ένα είδος κυκλικού χορού, το οποίο στόχευε στην αλλαγή της ανθρώπινης
ψυχής, που βρισκόταν συχνά στο στόχαστρο σκοτεινών ή άλλων πνευματικών
δυνάμεων. Σε αυτή την περίπτωση το άτομο περικυκλωνόταν κατά τη διάρκεια μιας
τελετής, με σκοπό τον εξαγνισμό και τη θεραπεία του (Μουρατίδου, 1987, σ. 66). Τέτοιοι χοροί ήταν εκείνοι των Κορυβάντων, με πανάρχαια προέλευση, οι
οποίοι διατηρήθηκαν σε ολόκληρη την ελληνική αρχαιότητα, λόγω της ενσωμάτωσής
τους σε κάποια αρχαία ελληνικά μυστήρια ως τελετές μύησης και κάθαρσης όσων
συμμετείχαν σε αυτά.
Κατά τη Lawler (1984, σ. 90), ένας άλλος χορός με μαγική
επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή, φαίνεται ότι ήταν και ο θεατρικός χορός των Ερινύων, ο
οποίος λάμβανε χώρα στην τραγωδία του Αισχύλου Ευμενίδες (305-395). Η ίδια υποστηρίζει ότι ο χορός που χόρευαν οι
χορευτές, μεταμφιεσμένοι σε Ερινύες, είχε αναμφίβολα κυκλικό σχήμα και μια πνοή
αγριότητας, εφόσον οι τραγουδιστές αναφέρουν τον τρόπο με τον οποίο θα δέσουν
την ψυχή του Ορέστη, θα τον εξολοθρέψουν και θα τον οδηγήσουν στην τρέλα, γι’
αυτό το τραγούδι τους αυτό έμοιαζε πραγματικά μαγικό. Είναι, μάλιστα, πολύ
πιθανό αυτός ο χορός να αποτελούσε αναπαράσταση κάποιου ήδη υπάρχοντος μαγικού
χορού, που είχε ως βασικό του σκοπό να επιδράσει στον ψυχισμό και στη συμπεριφορά
κάποιων ανθρώπων.
Επιπλέον,
σύμφωνα με τον Λουκιανό, οι μαγικές επιδράσεις της ορχηστικής τέχνης δεν
εξαντλούνται μόνο στους χορευτές, αλλά επεκτείνονται και στους θεατές της. Ο ίδιος
στο έργο του Περί ορχήσεως (85) αναφέρει
ότι: Και στ’ αλήθεια, εκείνο που λέει ο
Όμηρος για το χρυσό ραβδί του Ερμή, ότι μ’ αυτό μαγεύει τα μάτια σ’ όποιους
θέλει και ξυπνά τους κοιμισμένους, το
ίδιο κάνει και ο χορός, μαγεύοντας τα μάτια, κρατώντας τα ανοιχτά, και
ξυπνώντας την φαντασία με τα όσα παρουσιάζει. Επομένως, κατά τον Λουκιανό, ο
χορός μπορεί να μαγέψει ακόμα και τους θεατές, εφόσον έχει τη δυνατότητα να
τους αναδομεί, να τους εμπλουτίζει και να τους μεταμορφώνει εσωτερικά.
1.3 Ζωόμορφοι μαγικοί χοροί.
Μια άλλη
κατηγορία χορών με μαγική επίδραση είναι οι ζωόμορφοι,
οι οποίοι περιλαμβάνουν το στοιχείο της μεταμόρφωσης, μέσα από τη χρήση
ενδυμάτων και μασκών. Η στενή σχέση αυτών των χορών με τη μαγεία
έγκειται στη συμβολική έκφραση ορισμένων όψεων του υπερφυσικού στοιχείου, το
οποίο στον κόσμο της αρχαίας ελληνικής θρησκείας περιελάμβανε κατά τον Vernant (όπ. αναφ. στο Allard & Leffort (1989, σσ. 11-13) τρία είδη οντοτήτων: 1) τη
δύναμη που λειτουργεί διαμέσου της μάσκας και έχει την ίδια μορφή με αυτήν, 2)
τη θεότητα που χωρίς η ίδια να είναι μάσκα προσδίδει σε αυτόν που τη φοράει έναν ρόλο προνομιακό και 3)
την ιερή δύναμη, η οποία έχει τόσο στενή σχέση με τη μάσκα, ώστε να κατέχει μια
θέση θεού με μάσκα.
Στην
πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται μιμητικοί
χοροί με μάσκες, οι αρχαιότεροι από τους οποίους ήταν οι ζωόμορφοι. Ο αρχαίος Έλληνας γνώριζε ότι
μερικά ζώα όντως χορεύουν, γι’ αυτό ήταν πολύ φυσικό να τα μιμείται μέσα από
τον χορό του (Lawler, 1984,
σ. 62). Κάποια ζώα ήταν τρομακτικά και επικίνδυνα για τη διαβίωσή του, άλλα
συνδέονταν με θεότητες και άλλα τα λάτρευαν σαν να ήταν η ενσάρκωση των θεών
του. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε μεγάλη ποικιλία ζωόμορφων χορών, οι οποίοι αρχικά εκτελούνταν με έναν τρόπο ιεροπρεπή,
στη συνέχεια όμως άλλαξε η αρχική τους σημασία και μετατράπηκαν σε ψυχαγωγικούς
χορούς, οι οποίοι εκτελούνταν κυρίως στο πλαίσιο των χορογραφιών του αρχαίου
θεάτρου και κυρίως στην κωμωδία.
Οι πιο
αρχαίοι ζωόμορφοι χοροί μιμούνταν
φίδια και πουλιά και εμφανίστηκαν κυρίως στη μινωική Κρήτη και στη Δήλο
(Λοίζου, 2017, σ. 30). Οι Κρήτες είναι πολύ πιθανό να χόρευαν έναν ελικοειδή
χορό, κατά τον οποίο οι χορευτές αναπαριστούσαν ένα τεράστιο φίδι ή κρατούσαν
ένα ομοίωμά του (Lawler, 1984,
σ. 63). Κάποιες φορές, μάλιστα, οι χορεύτριες κρατούσαν διάφορα ζώα
(Λαμπροπούλου, 2001, σ. 283). Ακόμα, είναι πολύ πιθανό να υπήρχαν και λατρευτικοί χοροί προς τιμήν της
«θεάς των όφεων». Μάλιστα, ένα αγαλματίδιο της «θεάς των όφεων» βρέθηκε στα
ιερά θησαυροφυλάκια του ανακτόρου της Κνωσού, όπου απεικονίζεται να κρατά δύο
φίδια που συστρέφονται, έχοντας πάνω στο κεφάλι της ένα μικρό αιλουροειδές,
στοιχεία που συμβολίζουν την κυριαρχία της στην άγρια φύση (Εικόνα
5).
Η χρήση
μάσκας ή δερμάτων ζώων είχε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στους μιμητικούς χορούς, γιατί απέδιδαν μαγικές ιδιότητες σε αυτούς που
τα φορούσαν (Lawler, 1984,
σ. 62). Μάλιστα, ένα ανάλογο είδος χορού απεικονίζεται και στο σφραγιστικό
δακτυλίδι των Ισοπάτων, όπου οι χορεύτριες, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές,
φορούν μάσκες σε σχήμα πουλιών (Καπούτση, Αλμπανίδης, Σερμπέζης και Γουλιμάρης
2007, σ. 10). Αυτοί οι χοροί των Μινωιτών, μάλλον, χορεύονταν ως επίκληση σε
μια θεά (Lawler, 1984,
σ. 63). Υπήρχαν ακόμα και άλλοι ζωόμορφοι
χοροί, οι οποίοι χορεύονταν προς τιμήν της Μεγάλης θεάς της Κρήτης, όπως
φαίνεται από τα αγαλματίδια γυναικών με κεφάλια αγελάδας που βρέθηκαν στο ιερό
της. Ένα ανάλογο αγαλματίδιο υπάρχει και στο μουσείο του Λούβρου, το οποίο
αναπαριστά μια χορεύτρια με κεφάλι χοίρου να χτυπάει ένα τύμπανο με σχιστές
οπλές αντί για χέρια (Λαμπροπούλου, 2001, σ. 284).
Μια άλλη,
πολύ μεταγενέστερη, αναπαράσταση ζωόμορφου
χορού του 2ου αιώνα π.Χ. βρέθηκε στη Λυκόσουρα Αρκαδίας,
στο ιερό της Δέσποινας, της οποίας η λατρεία φαίνεται ότι είχε αρκετά κοινά στοιχεία
με εκείνη της Μεγάλης θεάς. Ο χορός αυτός απεικονίζεται σε μαρμάρινο ανάγλυφο,
το οποίο διακοσμεί το κάτω μέρος ενός χιτώνα (Εικόνα 6).
Ο χιτώνας αυτός ίσως ήταν αντίγραφο ενός κεντημένου ή υφαντού χιτώνα που είχε
δοθεί ως προσφορά στη θεά προγενέστερα (Λαμπροπούλου, 2001, σ. 283). Στον
χιτώνα απεικονίζονται έντεκα γυναικείες μορφές, οι οποίες φορούν μάσκες ζώων
και υποδήματα που μοιάζουν με οπλές, να χορεύουν έναν γρήγορο χορό λιτανείας,
υπό τους ήχους της λύρας και του διαύλου (Lawler, 1984, σ. 69).
Στη
δεύτερη κατηγορία ανήκουν και οι ζωόμορφοι
χοροί, όπου οι χορευτές φορούν μάσκες ή ενδυμασίες που συνδέονταν με τη
λατρεία κάποιων θεών. Μέσω αυτής της μεταμφίεσης αποδιδόταν στους χορευτές ένας
προνομιακός ρόλος. Οι χοροί αυτοί παρουσιάζονται κατά την κλασική περίοδο, όταν
η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων είχε λάβει ανθρωπομορφικό χαρακτήρα και κάποια
ζώα συνδέονταν με τη λατρεία των θεών. Για παράδειγμα, η λατρεία της Αθηνάς
συνδεόταν με την κουκουβάγια, της Ήρας με την αγελάδα, ο Ταύρος συνδεόταν με
τον Δία, τον Διόνυσο και τον Ποσειδώνα, η Άρτεμις με την αρκούδα, η Δήμητρα με
το άλογο, ενώ το φίδι με τη Γαία (Λοίζου, 2017, σ. 30). Σε αυτούς τους ζωόμορφους χορούς, οι χορευτές μέσα από
τη μεταμόρφωσή
τους σε κάποια ζώα, μπορούσαν να έρθουν σε επαφή και επικοινωνία με κάποιους
θεούς που συνδέονταν με αυτά και να προσλάβουν τις «ιερές» τους ιδιότητες.
Ένα
παράδειγμα τέτοιου χορού ήταν και τα Άρκτεια,
τα οποία χορεύονταν προς τιμήν της Δέσποινας, η οποία ονομαζόταν και Άρκτος ή Παρθένος και είχε πολλές ομοιότητες με τη Μεγάλη θεά (Lawler, 1984, σ. 69). Στον χορό αυτό συμμετείχαν μικρές
παρθένες (άρκτοι), οι οποίες φορούσαν
κίτρινα τριχωτά κοστούμια που έμοιαζαν με το δέρμα αρκούδας (Lawler, 1984, σ. 70). Οι κινήσεις των χορευτριών φαίνεται
ότι μιμούνταν τις αρκούδες, ενώ είναι πιθανό μέσα από αυτόν τον χορό να εκδήλωναν
μια μορφή χορευτικής μανίας (Λαμπροπούλου, 2001, σ. 283). Επίσης, άλλοι
μελετητές ερμηνεύουν αυτόν τον χορό ως μια τελετουργία μετάβασης από την παιδική ηλικία
στην ενηλικίωση (Sourvinou-Inwood, 1968, όπ. αναφ. στο Παπαϊωάννου, 2009, σ. 48).
Ένας
άλλος θεός, ο οποίος συχνά συνδεόταν στενά με κάποια ζώα (πχ. ταύρο, πάνθηρα,
τράγο κ.ά.) ήταν ο Διόνυσος. Ο Διόνυσος αποτελούσε μια θεότητα που είχε τη
στενότερη σχέση με τη μάσκα και τη μεταμόρφωση,
γι’ αυτό και κάποιοι αναφέρουν ότι είναι πράγματι ένας θεός με προσωπείο (Allard & Leffort, 1989, σσ. 24-25). Παράλληλα είναι και ένας
θεός που χορεύει, γιατί μόλις γεννήθηκε χόρεψαν όλοι οι θεοί κι όταν χορεύει ο
θεός, ολόκληρος ο κόσμος χορεύει μαζί του (Λαμπροπούλου, 1986, σ. 139).
Συνεπώς, οι πιο συχνές ζωόμορφες χορευτικές
τελετουργίες με καθαρτικό και κατ’ επέκταση θεραπευτικό χαρακτήρα γίνονταν
προς τιμήν του Διονύσου.
Πιο
συγκεκριμένα, η λατρεία του Διονύσου στη Θράκη συνδέεται με χορούς κατά τους
οποίους οι χορεύτριες φορούσαν δέρματα αλεπούς. Ίσως να υπάρχει και κάποια
σχέση με τον χορό αλώπηξ, που
σημαίνει αλεπού, στον οποίο οι χορευτές μιμούνταν τις κινήσεις της αλεπούς. Ο
χορός αυτός αρχικά εκτελούταν σε ιεροτελεστίες προς τιμήν θεοτήτων του ζωικού
βασιλείου ή της γονιμότητας και αργότερα σε ψυχαγωγικές απομιμήσεις ζώων (Lawler, 1984, σ. 74). Πολύ συνήθης ήταν, επίσης, η
ένδυση του Μαιναδικού θιάσου με δέρματα από μικρά ελάφια (νεβρούς) ή μικρές
λεοπαρδάλεις κατά τη διάρκεια των χορευτικών τελετουργιών προς τιμήν του (Εικόνα
7).
Στην
αρχαία Ελλάδα, επομένως, υπήρχε μεγάλη ποικιλία ζωόμορφων χορών. Οι χοροί αυτοί, πιθανότατα, στην πιο
πρωτόγονη μορφή τους είχαν ως σκοπό την μίμηση
των δυνάμεων και την απόκτηση των ιδιοτήτων των ζώων από τους χορευτές. Ο
τελετουργικός, ωστόσο, χαρακτήρας τους προσέδιδε στις μιμητικές κινήσεις των
χορευτών μια σοβαρή, ιερή διάσταση. Στη συνέχεια, κάποια από αυτά τα ζώα
συνδέθηκαν με τη λατρεία συγκεκριμένων θεοτήτων, ενώ αργότερα, κατά την κλασική
αρχαιότητα, εξελίχθηκαν σε ψυχαγωγικούς χορούς (Lawler, 1984, σ. 62), εμπλουτίζοντας τη θεματολογία της
αρχαίας ελληνικής κωμωδίας.
2. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΜΑΓΙΚΩΝ ΧΟΡΩΝ
2.1
Ο συμβολισμός
Η μαγεία
βασίζεται στην «αρχή της συμπάθειας», με βάση την οποία ο κόσμος αποτελεί ένα
κλειστό σύστημα και τα αποτελούμενα μέρη του βρίσκονται σε διαρκή αλληλεξάρτηση
και αμφίδρομη επιρροή (Ράγκος, 2010, σ. 23). Στην
παραπάνω αρχή βασίζεται η διενέργεια μαγικών
τελετών, που αποτελούσαν συμβολικές αναπαραστάσεις, οι οποίες σημάδευαν τα
στάδια του περάσματος στην ανθρώπινη ζωή (Αβαγιανού, 2008, σ. 118). Η χρήση, επομένως, συμβόλων στο πλαίσιο
μαγικών τελετών έχει καθοριστική σημασία για την επίτευξη των επιθυμητών
αλλαγών.
Ως σύμβολο γενικά ορίζεται οτιδήποτε μπορεί να
αναπαραστήσει αφηρημένες έννοιες, ιδέες, γεγονότα ή συναισθήματα (Χουντουμάδη
και Πατεράκη, 1989, σ. 338). Κάθε σύμβολο παρουσιάζεται με διττή απεικόνιση: ως
ορατό, υλικό αντικείμενο, αυτό που πραγματικά είναι (σημαίνον) και ως νοητό
αντικείμενο, αυτό το οποίο αντιπροσωπεύει (σημαινόμενο). Επομένως, ο
συμβολισμός στηρίζεται στην ομοιότητα και στον συσχετισμό (Μάνος, 1987, σ. 270),
δηλαδή στην αδιάρρηκτη ενότητα μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου, στην οποία
οφείλεται η ισχύς και η αποτελεσματικότητά του.
Η
σημασία του συμβολισμού
στη θεραπευτική διαδικασία αναδιοργάνωσης του ατόμου έγκειται, κατά τη Schott-Billmann (1997, σ. 224), στο ότι το σύμβολο λειτουργεί ως «ξυπνητήρι» της
παρορμητικής ενέργειας, δηλαδή ως κίνητρο που τη δραστηριοποιεί και ταυτόχρονα
λειτουργεί ως ρυθμιστής ελέγχου της
ροής της. Αυτό συμβαίνει με όλα τα
σύμβολα που χρησιμοποιούνται στις τελετές, αλλά και με τον χορό, ο οποίος
χρησιμοποιώντας τις κινήσεις ως σύμβολα μπορεί να αποτελέσει αυτόνομη και
ολοκληρωμένη τελετουργική πράξη.
Ο χορός,
επιπλέον, αποτελεί μια πλήρη γλώσσα που εμπεριέχει, όπως και οι λέξεις, τη
θεραπευτική δυνατότητα του συμβολισμού (Schott-Billmann, 1997, σ. 19). Η χρήση συγκεκριμένων συμβόλων
από τους χορευτές (όπως μάσκες,
ενδυμασίες, αντικείμενα κ.ά.) είναι ένα στοιχείο που μπορεί να συμβάλει
σημαντικά στη θεραπευτική αποτελεσματικότητα του χορού. Τα σύμβολα αυτά αφενός
παρέπεμπαν στην ιστορία της καταγωγής των χορευτών, εμπεριέχοντας στοιχεία από
την κοινή τους εξέλιξη, αφετέρου εξέφραζαν κάθε φορά κοινές ανάγκες, επιθυμίες
και στόχους.
Ένα
ισχυρό σύμβολο, μέσα από το οποίο αντλούσαν τη δύναμή τους οι μαγικοί χοροί ήταν ο κύκλος. Ο κύκλος θεωρείται ότι έχει τη δύναμη να ενοποιεί, να ενισχύει, να
περικλείει, να ολοκληρώνει και να προστατεύει κάθε ανθρώπινη δράση και φυσική
λειτουργία. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι κυκλικοί χοροί ήταν τόσο
στενά συνδεδεμένοι με τη μαγεία. Στους χορούς που εκτελούνταν σε κλειστό κύκλο,
όλοι οι χορευτές λειτουργούσαν ισότιμα μεταξύ τους και σε σχέση με το κέντρο,
ενώ ταυτόχρονα ευνοούνταν η ενιαία κίνηση, η κοινή διάθεση και η συλλογική
ευθύνη (Γιούτσος, 2010, σ. 53). Παράλληλα, ο κλειστός κύκλος ενίσχυε τη
βλεμματική επαφή μεταξύ των χορευτών, ενώ η πλάτη τους ήταν γυρισμένη στον έξω
κόσμο (Raftis, n.d., p.72).
Μέσα
στον κύκλο κάθε άτομο μετέφερε διαμέσου της κίνησής του μια ποσότητα
ενέργειας προς το κέντρο, η οποία πολλαπλασιαζόταν ανάλογα με τα μέλη που
συμμετείχαν στον χορό και στη συνέχεια επέστρεφε σε αυτά ισόποσα (Γιούτσος,
2010, σ. 53). Είναι προφανές, επομένως, ότι το κέντρο του κύκλου αποτελούσε ένα
πολύ ισχυρό σημείο συγκέντρωσης ενέργειας. Σε αυτή την ισχυρή ενεργειακή και
συμβολική δύναμη του κύκλου, αλλά και στην προστασία που παρείχε από εξωτερικές
επιδράσεις έγκειται και η χρήση του σε τελετουργίες που αποσκοπούσαν στη μύηση,
στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων, στην εξισορρόπηση του ατόμου και στη θεραπεία
του.
2.2
Η μεταμόρφωση
Το ιερό ζώο, η μάσκα, η μεταμόρφωση σε
κάτι άλλο αποτελεί μια συμβολική διαδικασία. Κατά την Schott-Billmann (1995, σ. 165), πρόκειται για μια «ένεση συμβολισμού», όπου οι
συμμετέχοντες χρησιμοποιούν προκατασκευασμένες πολιτισμικές οντότητες, για να
διεγείρουν, να κινητοποιήσουν, να δώσουν διέξοδο και μορφή στην εικόνα του Εγώ
και στις επιθυμίες τους. Μέσα από την ταύτιση του πρωτόγονου ανθρώπου με τις
ζωόμορφες οντότητες επιτυγχάνεται η αναζήτηση του εαυτού του, η οποία
προϋποθέτει την αναγνώριση από τον ίδιο ότι ανήκει σε κοινή ομάδα με αυτές.
Η
θεραπευτική λειτουργία της μεταμόρφωσης στους
ζωόμορφους χορούς, φαίνεται ότι
οφειλόταν κυρίως σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας ήταν η ανωνυμία, η οποία περιόριζε τις
αναστολές και ενθάρρυνε την έκφραση του ασυνειδήτου, «ξυπνώντας» τα ζωώδη
ένστικτα των ανθρώπων, οδηγώντας τους κάποιες φορές σε ακραίες πράξεις.
Επιπλέον, κάτω από την προστασία της μεταμφίεσης που προσέφεραν οι μάσκες των
ζώων, οι χορευτές μπορούσαν να κάνουν χονδροειδείς και προσβλητικές χειρονομίες
σε βάρος άλλων μελών της κοινότητας (Lawler, 1984,
σ. 62), μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικά αποδεκτό, χωρίς να κινδυνεύουν από την
κατακραυγή της κοινότητας.
Ο
δεύτερος παράγοντας, που σχετίζεται με τη θεραπευτική λειτουργία της μεταμόρφωσης, αφορά στην ταύτιση των χορευτών με συγκεκριμένα ζώα
και με τη συνακόλουθη απόκτηση των ιδιοτήτων τους. Οι συμμετέχοντες
πίστευαν ότι μέσα από τη χρήση ενδυμάτων και μασκών αποκτούσαν τις ισχυρές,
υπεράνθρωπες, δυνάμεις, που είχαν κάποια ζώα, είτε από τη φύση τους είτε χάρη
στη σύνδεσή τους με κάποιες θεότητες. Αυτή η αίσθηση της παντοδυναμίας και της
ένωσης με το θεϊκό στοιχείο που προσέφερε η μεταμόρφωση
των χορευτών οδηγούσε στην αποφόρτιση των τελευταίων από τις πρωτογενείς
ενορμήσεις τους και τελικά στη λύτρωσή τους από αυτές.
2.3
Η ομαδικότητα
Ο
ομαδικός τρόπος εκτέλεσης των μαγικών
χορών φαίνεται ότι επιδρούσε
ρυθμιστικά πάνω στο άτομο, εξομαλύνοντας τις αντιθέσεις του με την ομάδα και
προσαρμόζοντας κάθε έκφραση ή συμπεριφορά του, έτσι ώστε να είναι συμβατή με την
κοινωνικά αποδεκτή έκφραση και δράση της. Επίσης, το κυκλικό σχήμα και η
ομαδική εκτέλεση είναι στοιχεία στενά συνδεδεμένα στον χορό, εφόσον για τον
σχηματισμό ενός κύκλου απαιτείται ένας ελάχιστος αριθμός χορευτών, γι’ αυτό ο κυκλικός
χορός αποτελεί κοινωνική και σε καμία περίπτωση ατομική δραστηριότητα
(Γιούτσος, 2010, σ. 54-55).
Η αξία όμως του χορού, ως συλλογική μορφή έκφρασης, έγκειται κατά κύριο λόγο
στην πρόκληση έντονων συναισθημάτων και συγκινήσεων, που δημιουργούσαν κοινά
βιώματα και ισχυρούς δεσμούς μεταξύ του ατόμου και της ομάδας. Κατ’ αυτόν τον
τρόπο, οι κινήσεις των πρωτόγονων χορευτών ενισχύονται από το συναίσθημα που
βιώνει ολόκληρη η ομάδα, το οποίο ισχυροποιείται και τελικά εδραιώνεται, γιατί
η ομάδα μπορεί να είναι αδύναμη διανοητικά, αλλά ισχυρή συγκινησιακά (Harrison, 1999, σ. 61).
Μάλιστα,
σύμφωνα με τη Λάζου (1989, σ. 67), η θεραπευτική επίδραση του ομαδικού χορού,
είναι τόσο ισχυρή γιατί η εξισορρόπηση που προκαλεί οφείλεται κυρίως στην
κοινωνική-λειτουργική του ένταξη και όχι σε κάποιες πιθανά ορίσιμες βιοψυχικές
αφετηρίες του χορευτικού ενστίκτου. Μέσα από τους μαγικούς χορούς, επομένως, δινόταν έμφαση στο κοινό ομαδικό βίωμα,
στους κοινούς στόχους της ομάδας (όπως η πρόκληση βροχής, η αύξηση της
γονιμότητας της γης κ.ά.) και στην ομαλή ένταξη των ατόμων σε αυτήν, στοιχεία
που αποτελούσαν βασική προϋπόθεση για την εξισορρόπηση και τη θεραπεία των
μελών της.
2.4 Το ιερό
στοιχείο
Το ιερό στοιχείο είναι ιδιαίτερα έκδηλο σε κάθε είδους
έκφραση και συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων, επομένως και στον χορό. Το θρησκευτικό πλαίσιο είχε ιδιαίτερη
σημασία, λόγω τη στενής σχέσης κάθε χορευτικής
τελετουργίας με τους θεούς. Μέσα από
την εξέλιξη της θρησκείας και των μύθων, μπορεί να γίνει κατανοητή η
θεραπευτική λειτουργία του αρχαίου ελληνικού χορού διαχρονικά. Ο τοτεμισμός, ο οποίος βρίσκεται στη βάση
κάθε πρωτόγονης θρησκείας, επομένως και της πρωτόγονης ελληνικής, και ο οποίος
εκφράζεται μέσα από τη συλλογικότητα και τη στενή σχέση των ανθρώπων με διάφορα
φυσικά και τεχνητά αντικείμενα, φαίνεται ότι επιβίωσε αρχικά μέσα από τους ζωόμορφους χορούς, οι οποίοι στη συνέχεια μεταβλήθηκαν σε χορούς προς τιμήν
διαφόρων θεοτήτων.
Αργότερα, αυτή η αδιάσπαστη σχέση του ανθρώπου με τη φυλή και
το περιβάλλον αρχίζει να μεταβάλλεται. Κατ’ αρχάς, οι θεοί λειτουργούσαν ως αρχέτυπα. Προηγήθηκε το μητρικό αρχέτυπο (Μεγάλη θεά-Μητέρα) και
ακολούθησε το πατρικό αρχέτυπο
(Δίας). Στη συνέχεια, στον πολυθεϊσμό, ο αρχαίος Έλληνας προέβαλλε στους θεούς
την εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού του. Αυτή η εξέλιξη της θρησκείας, που
φαίνεται να επαναλαμβάνει τα στάδια εξέλιξης (οντογενετικής και φυλογενετικής)
του ανθρώπου, ερμηνεύει τη σπουδαιότητα του χορού στο πλαίσιο των θρησκευτικών
τελετουργιών, ως ένα μη-λεκτικό μέσο που μπορεί να του ξυπνήσει μυστικά την
ιστορία του.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι μαγικοί χοροί φαίνεται ότι ήταν το πρώτο είδος θεραπευτικών χορών,
κοινά στοιχεία των οποίων ήταν το κλειστό
κυκλικό τους σχήμα, ο τελετουργικός, συλλογικός, εκστατικός και ιερός τους
χαρακτήρας. Η θεραπευτική λειτουργία των μαγικών
χορών έγκειται στην αποφόρτιση των ανθρώπων από το άγχος που προκαλούσαν οι
δυσκολίες της επιβίωσης και στην αίσθηση ελέγχου της πραγματικότητας, μέσα από
την επίτευξη ενός επιθυμητού αποτελέσματος. Ανάλογα θεραπευτικά στοιχεία,
πιθανότατα, υπήρχαν και σε χορούς που λάμβαναν χώρα σε διαβατήριες τελετές, η θεραπευτική λειτουργία των οποίων βασιζόταν
στην απομάκρυνση του φόβου των ανθρώπων για αλλαγή ή ακόμα και στη
συναισθηματική διαχείριση και αποδοχή του θανάτου.
Στους μαγικούς χορούς συμπεριλήφθηκαν στην
παρούσα μελέτη και οι ζωόμορφοι,
διαμέσου των οποίων οι άνθρωποι κατόρθωναν να αποκτήσουν ανωνυμία χάρη στη
χρήση ζωόμορφων μασκών και ενδυμασιών και να εκφράσουν τις ζωώδεις ή
ασυνείδητες ορμές τους μέσα σε ένα πλαίσιο αποδεκτό από την κοινότητα, αλλά και
να ενσωματώσουν τις δυνάμεις και τα χαρακτηριστικά των ζώων που μιμούνταν,
προκειμένου να αποκτήσουν την αίσθηση της παντοδυναμίας και του ελέγχου της
πραγματικότητας. Οι χοροί αυτοί, στη συνέχεια, μετατράπηκαν σε χορούς προς
τιμήν διαφόρων θεών, ενώ αργότερα πήραν καθαρά ψυχαγωγική μορφή και εκτελούνταν
στο πλαίσιο του αρχαίου θεάτρου και, κυρίως, της αρχαίας κωμωδίας.
Από την
παρούσα μελέτη αναδείχθηκε ότι η θεραπευτική επίδραση των μαγικών χορών
οφείλεται, κυρίως, στα εξής στοιχεία: στο συμβολισμό,
στη μεταμόρφωση, στην ομαδικότητα και στον ιερό τους χαρακτήρα. Σχετικά με τον συμβολισμό, ο οποίος είναι ιδιαίτερα
έντονος στον χορό, εφόσον πρόκειται ουσιαστικά για μια κατ’ εξοχήν συμβολική
γλώσσα, είναι εμφανής η χρήση του κύκλου, ως συμβόλου που ενοποιεί, περικλείει,
προστατεύει και ενισχύει την ενέργεια των χορευτών. Η μεταμόρφωση, επίσης, μέσω της χρήσης μασκών και ενδυματολογικών
μεταμφιέσεων, προσέδιδε στους χορευτές μια αίσθηση οικειοποίησης των δυνάμεων
των ιερών ζώων και ταυτόχρονα μια ανωνυμία που απελευθέρωνε την έκφραση των
ασυνείδητων ορμών τους, με έναν τρόπο κοινωνικά αποδεκτό.
Επίσης,
ο ομαδικός χαρακτήρας των μαγικών
χωρών, εκτός από το ότι αποτελούσε έναν τρόπο ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ των
μελών του χορού, ενίσχυε τους κοινούς στόχους και τα αιτήματά τους, ενώ
παράλληλα τους δημιουργούσε μια έντονη συναισθηματική φόρτιση, εξισορροπώντας την
ατομική τους έκφραση και περιορίζοντας τις ακραίες τους συμπεριφορές. Τέλος, το
ιερό στοιχείο, το οποίο είναι έκδηλο στους
μαγικούς χορούς, μπορούσε να μεταβάλλει
τον χορό από μια απλή φυσική δραστηριότητα σε μια υπερφυσική εμπειρία, η οποία
υπό την παρουσία των ιερών αντικειμένων και των θεών και διαμέσου της
υπερβατικής επέμβασής τους μπορούσε να προκαλέσει την κάθαρση, τον εξαγνισμό
και τη λύτρωση των συμμετεχόντων από τα συναισθηματικά τους βάρη, τους φόβους
και τις ανησυχίες τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αβαγιανού Αφροδίτη: «Γυναίκα-Μάγισσα: Θνητή και
Αθάνατη», στο: Ε. Γραμματικοπούλου Η
μαγεία στην αρχαία Ελλάδα. Εκδόσεις Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Σειρά:
«ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ», Αθήνα 2008, 83-144.
Αγγελάκου Μαρία: Από τη διονυσιακή λατρεία στη θεατρική πράξη. Εκδόσεις Υπουργείο
Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και
Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Αθήνα 2015.
Αισχύλος: Ευμενίδες
(μετάφραση: Τάσος Ρούσσος). Εκδόσεις Κάκτος - Οι Έλληνες, Αθήνα 1992.
Allard
Genevieve & Leffort Pierre: Η Μάσκα. Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1989.
Γιούτσος Νεκτάριος: «Η μαγεία του κυκλικού
χορού», στο: Βάσκανος Οφθαλμός: Σύμβολα
Μαγείας από Ιδιωτικές Αρχαιολογικές Συλλογές. Εκδόσεις Υπουργείο Πολιτισμού
και Τουρισμού, Εφορεία Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών,
Αθήνα 2010, 51-56.
Evans
Arthur John: The Tomb of the Double Axes
and Associated Group and Pillar Rooms and Ritual Vessels of the “Little Palace”
at Knossos. B. Quatrich, London 1914.
Harrison Jane
Ellen: Τελετουργικά
δρώμενα στην αρχαία Ελλάδα, Εκδόσεις Ιάμβλιχος, Αθήνα 1999.
Καπούτση Π., Αλμπανίδης Ε., Σερμπέζης Β. &
Γουλιμάρης Δ.: «Οι γυναικείοι χοροί στην ελληνική αρχαιότητα», στο 1 Επιστήμη του Χορού (2007), 1-15.
Λάζου Άννα: «Η ομαδικότητα του αρχαίου χορού ως
συμβολή στην ψυχοσωματική ισορροπία του ανθρώπου». Πρακτικά 3ου διεθνούς συνεδρίου για την έρευνα του χορού. Εκδόσεις
Δ.Ο.Λ.Τ, Αθήνα 1989, 59-68.
Λαμπροπούλου Βούλα: «Χοροί μεταμφιεσμένων και η
γενετική του θεάτρου», στο: Ά. Ράφτης
& Ά. Λάζου: Χορός και αρχαία Ελλάδα.
Εκδόσεις Τρόπος Ζωής, Αθήνα 2001, 280-295.
Λαμπροπούλου Βούλα: Φιλοσοφία των φύλων: Οι γυναικείοι χοροί στην Ελλάδα και η φιλοσοφία
τους. Αυτοέκδοση, Αθήνα 1986.
Lawler Lillian B.: Ο χορός στην αρχαία Ελλάδα. Εκδόσεις
Εκπολιτιστικό Σωματείο Ελληνικών Χορών, Κέντρο Παραδοσιακού Χορού, Αθήνα 1984.
Λοίζου Παυλίνα: Η παρουσία του χορού στη λατρευτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Μεταπτυχιακή Εργασία, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2017.
Μανδαλάκη-Σπανού Στέλλα: «Ο χορός στη Μινωική
Κρήτη», στο: Ά. Ράφτης & Ά. Λάζου: Χορός
και αρχαία Ελλάδα. Τρόπος Ζωής, Αθήνα 2001, 297-311.
Μάνος Νίκος: Ερμηνευτικό Λεξικό Ψυχιατρικών Όρων (Β΄ έκδοση). Εκδόσεις
University Studio Press, Θεσσαλονίκη
1987.
Μουρατίδου Κατερίνα: «Χοροθεραπευτικά στοιχεία
στην αρχαία και σύγχρονη Ελλάδα», στο: 18 Άθληση
& Κοινωνία (1997), 65-72.
Μουσουράκη Μ. (2022). Ο χορός στην αρχαία Ελλάδα ως μέσο αγωγής και θεραπείας της ψυχής
(Επιστημονική Επιμ. Δ. Γουλιμάρης και Ε. Αλμπανίδης). Πειραιάς: Εκδόσεις
Αιακός. ISBN: 978-618-5717-02-5.
Παπαϊωάννου Χριστίνα: Ο ρόλος του χορού στα θρησκευτικά δρώμενα της Κλασικής αρχαιότητας.
Μεταπτυχιακή Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2009.
Ράγκος Σπύρος: «Νομοθέτες και Τύραννοι», στο:
Δ. Ι. Κυρτάτα και Σ. Ι. Ράγκου Η Ελληνική
Αρχαιότητα: Πόλεμος – Πολιτική – Πολιτισμός. Εκδόσεις Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, Αθήνα 2010, 15-24.
Raftis
Alkis: Dance in Classical Greece.
Publisher Dora Stratou Theatre. Athens n.d.
Schott-Billmann France: Χοροθεραπεία με την Πρωτόγονη Έκφραση.
Εκδόσεις «Τρόπος Ζωής», Αθήνα 1995.
Schott-Billmann France: Όταν ο χορός θεραπεύει. Εκδόσεις
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.
Στεφανάκος Κωνσταντίνος: Τελετουργικές Παραστάσεις σε Αιγαιακά σφραγιστικά δακτυλίδια της εποχής
του Χαλκού. Μεταπτυχιακή Εργασία,
Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2016.
Στρεπελιά Ιωάννα: Μαγεία, Μάγοι και Υπερφυσικά Φαινόμενα στο Αρχαίο Ελληνικό Μυθιστόρημα.
Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2013.
Sourvinou-Inwood C.: Studies in Girls Transitions. Athens 1968.
Χουντουμάδη Αναστασία &Πατεράκη Λένα: Σύντομο Ερμηνευτικό Λεξικό Ψυχολογικών όρων.
Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1989.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights
reserved