ISSN: 2241-4649

Αρχική σελίδα περιοδικού C.V.P. ΙΑΤΡΙΚΗΣ

Κριτικές του άρθρου

 

 

linep5

26 Μαρτίου 2024

line

 

Ιατρικός πειραματισμός στον άνθρωπο:  Από την Ιπποκρατική Ηθική στον Κώδικα της Νυρεμβέργης

 

Παρασκευή Μπαντή ΜΔΕ Ιατρικής,

Μαρία Ενεχηλίδου ΜΔΕ Νομικής,

Γεώργιος Θ. Καραπαναγιωτίδης Επ. Καθηγητής Α.Π.Θ.

line

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο ιατρικός πειραματισμός σε ανθρώπινα υποκείμενα έφερε κατά καιρούς τον ιατρικό κόσμο και την κοινωνία μπροστά σε ηθικά διλλήματά και προβληματισμούς. Τη βάση για την Ιατρική Ηθική, έθεσε πρώτος ο Ιπποκράτης με τον Όρκο του. Από τον 19ο αιώνα δημιουργήθηκε η ανάγκη συναίνεσης κατόπιν ενημέρωσης του ανθρώπινου υποκειμένου που συμμετέχει σε έρευνα, αλλά η βάση τέθηκε με τον Κώδικα της Νυρεμβέργης  το 1947. Εν κατακλείδι, αποτέλεσε το πρώτο κείμενο που παρέχει δεοντολογικούς κανονισμούς στην ανθρώπινη έρευνα. Στον Κώδικα της Νυρεμβέργης βασίστηκαν μετέπειτα Κώδικες και Διακηρύξεις.

 

ABSTRACT

Medical experimentation on human subjects , brought the medical world and society in front of ethical dilemmas and concerns. The basis for Medical Ethics was first laid by Hippocratic Oath. Since the 19th century, the need for informed consent of the human subject participating in research has been created, but the foundation was laid with the Nuremberg Code in 1947. In conclusion, it led to the first text providing ethical conditions for human research. Later Codes and Declarations were based on the Nuremberg Code.

 

Ο Ιπποκρατικός Όρκος έχει επηρεάσει σημαντικά την πορεία της Ιατρικής Ηθικής. Στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας αναφέρεται: «Ο ιατρός τηρεί τον Όρκο του Ιπποκράτη, ασκεί το έργο του σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και πρέπει, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, να αποφεύγει κάθε πράξη ή παράλειψη η οποία μπορεί να βλάψει την τιμή και την αξιοπρέπεια του ιατρού και να κλονίσει την πίστη του κοινού προς το ιατρικό επάγγελμα»1.

Πρόκειται για ένα διαχρονικό κείμενο που σχετίζεται με τον σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή. «Ο ιατρός δεν θα πρέπει να προκαλέσει κάποια βλάβη στον άνθρωπο ούτε να τον αδικήσει». Ακόμα, «δεν θα πρέπει να υποδείξει θανατηφόρο φάρμακο»2,3. Τα συγκεκριμένα σημεία άπτονται της Ηθικής θεώρησης του ιατρικού επαγγέλματος, δεν διασφαλίζουν ανθρώπινα δικαιώματα, αποτελούν όμως σημαντική βάση στην οποία στηρίχθηκαν μετέπειτα Κώδικες  Ιατρικής Δεοντολογίας4.

Εξετάζοντας την Ιπποκρατική Ηθική, συμπεραίνουμε ότι είναι στοχαστική, περιλαμβάνει το θρησκευτικό στοιχείο και δεν είναι τόσο παρεμβατική. Με βάση αυτήν, ο ασθενής αφήνεται στα χέρια του ιατρού ενώ είναι ανύπαρκτη η αυτονομία του. Ο ιατρός πρέπει να χρησιμοποιεί θεραπείες για τον ασθενή σύμφωνα με την κρίση του, ποτέ όμως για να προκαλέσει κακό στον ασθενή.

Ο όρος Ιατρική Ηθική χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1803 από τον Thomas Percival. O Άγγλος ιατρός δημοσίευσε το Medical Ethics, ένα έργο που αποτέλεσε ορόσημο στην ανάπτυξη σύγχρονων Κωδικών Ιατρικής Δεοντολογίας5. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει τα επαγγελματικά καθήκοντα και την ιδανική συμπεριφορά σε σχέση με νοσοκομεία και άλλες φιλανθρωπικές οργανώσεις6. Το έργο του συνέβαλε στη δημιουργία του Κώδικα Δεοντολογίας της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης. Στην αρχική συνεδρίαση του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου στη Φιλαδέλφεια, το 1847, αποτέλεσαν τα δύο κύρια θέματα της ημερήσιας διάταξης η θέσπιση ενός  Κώδικα Δεοντολογίας και η απαρίθμηση των ελάχιστων απαιτήσεων για ιατρική εκπαίδευση και κατάρτιση7. Ο Κώδικας Δεοντολογίας που τελικώς εγκρίθηκε, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην Ιατρική Δεοντολογία του Percival.

Η εισαγωγή επιστημονικής και πειραματικής μεθοδολογίας στην κλινική ιατρική τον 19ο αιώνα επέφερε αυξημένη αναζήτηση για πειραματισμό πάνω σε ανθρώπινα υποκείμενα, ιδιαίτερα στη Βακτηριολογία, την Ανοσολογία και τη Φυσιολογία. Πραγματοποιούνταν συχνά έρευνες σε νοσοκομεία χωρίς τη συγκατάθεση των ασθενών. Το 1891, ο Πρώσος υπουργός Εσωτερικών εξέδωσε οδηγία απευθυνόμενη σε όλες τις εγχώριες φυλακές, ότι δεν πρέπει να γίνεται χρήση της φυματίνης, χωρίς τη θέληση του ασθενούς.

 Οι πρώτοι κανονισμοί σχετικά με τη μη θεραπευτική έρευνα στη δυτική ιατρική προήλθαν από τον Πρώσο υπουργό θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και ιατρικών υποθέσεων το 1900. Εκδόθηκαν μετά από πολιτική συζήτηση σχετικά με την υπόθεση Neisser στο πρωσικό κοινοβούλιο και θέτουν τη νομική βάση της συγκατάθεσης. Είναι γνωστοί και ως Κώδικας του Βερολίνου. Ο Κώδικας βασίστηκε στην αρχή της αυτονομίας και αντιπροσωπεύει ένα πρώιμο μοντέλο ενημερωμένης συγκατάθεσης. Η ορθή εξήγηση των πιθανών αρνητικών συνεπειών της παρέμβασης και η σαφής συγκατάθεση έγινε το υποχρεωτικό πρότυπο8.

Το 1931 η Κυβέρνηση του Ράιχ, εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές για τη μη θεραπευτική έρευνα. Οι οδηγίες ξεχωρίζουν σαφώς μεταξύ της θεραπευτικής  και της μη θεραπευτικής έρευνας και καθορίζουν αυστηρές προφυλάξεις. Εκτός από τις αρχές της ευεργετικότητας και της ποιότητας, οι κανονισμοί βασίστηκαν στην αυτονομία των ασθενών και σε ένα νομικό δόγμα συγκατάθεσης μετά από ενημέρωση. Η καινοτόμος θεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί μόνο εάν έχει δοθεί συγκατάθεση ή πληρεξούσιο με σαφή και αναμφισβήτητο τρόπο, μετά από κατάλληλες πληροφορίες. Η καινοτόμος θεραπεία μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς συγκατάθεση, μόνο εάν απαιτείται επειγόντως και δεν μπορεί να αναβληθεί λόγω της ανάγκης για σωτήρια επέμβαση του ιατρού ή της αποτροπής σοβαρών βλαβών στην υγεία του ασθενή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μια γραπτή έκθεση πρέπει να περιγράφει με σαφήνεια τις αντίστοιχες ειδικές συνθήκες. Όμως, η μη θεραπευτική έρευνα δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση χωρίς συγκατάθεση. Απαιτήθηκε γραπτή τεκμηρίωση και σαφής δομή ευθύνης για κάθε κλινική δοκιμή. Αν και συζητήθηκε ένα πρώιμο μοντέλο επιτροπών θεσμικής αναθεώρησης, η επίσημη οδηγία υιοθέτησε το ιεραρχικό μοντέλο υπό την οδηγία του 1900, στην οποία ο ιατρός διευθυντής ήταν υπεύθυνος για όλη την κλινική έρευνα στο ίδρυμα. Απαιτείται ένας προσεκτικός υπολογισμός κόστους-οφέλους και ένα λεπτομερές ερευνητικό σχέδιο με πειραματισμούς σε ζώα για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος για τους ανθρώπους. Απαγορεύτηκε απολύτως ο πειραματισμός σε ασθενείς που πεθαίνουν. Η δημοσίευση των αποτελεσμάτων της νέας θεραπείας οφείλει κυρίως να σέβεται την αξιοπρέπεια του ασθενή και να ακολουθεί τους κανόνες σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην ακαδημαϊκή διδασκαλία θα πρέπει να αξιοποιείται κάθε ευκαιρία για να τονισθούν οι ειδικές ευθύνες ενός ιατρού που πραγματοποιεί κλινικές δοκιμές. Ακόμη, απορρίφθηκε οποιαδήποτε εκμετάλλευση της κοινωνικής ή οικονομικής ανάγκης για τη δοκιμή καινοτόμων θεραπειών9.

Το πρώτο έγγραφο που παρέχει δεοντολογικούς κανονισμούς στην ανθρώπινη έρευνα με βάση την συναίνεση μετά από ενημέρωση είναι ο Κώδικας της Νυρεμβέργης (1947),  ο οποίος έχει χρησιμεύσει ως βάση για την ηθική κλινική έρευνα από τη δημοσίευση του μέχρι σήμερα10. Οι Δίκες της Νυρεμβέργης, αποτελούσαν μια σειρά στρατιωτικών δικαστηρίων, που πραγματοποιήθηκαν από τις νικηφόρες συμμαχικές δυνάμεις. Δικάστηκαν είκοσι ιατροί με την κατηγορία της παραβίασης  του Ιπποκρατικού Όρκου και της ανάρμοστης  με την εκπαίδευση και το επάγγελμά τους συμπεριφορά. Η υπόθεση της εισαγγελίας βασίστηκε σε αυτό που θεωρήθηκε ηθικά αποδεκτό από το ιατρικό επάγγελμα και το σύνολο του κόσμου, αν και δεν υπήρχε συγκεκριμένος κώδικας για ιατρική έρευνα σύμφωνα με τους εισαγγελείς. Οι Γερμανοί ιατροί κρίθηκαν ένοχοι11.

Το 1947 συντάσσεται ο κώδικας της Νυρεμβέργης. Πρόκειται για μια σειρά κατευθυντήριων οδηγιών, οι οποίες περιλαμβάνουν δέκα αρχές που εστιάζονται στη συγκατάθεση και την αυτονομία των ασθενών. Πιστεύεται ότι ο Harold Sebring ήταν ο συντάκτης του Κώδικα. Οι δύο Αμερικανοί ιατροί που βοήθησαν στη δίωξη των Ναζί ιατρών στη Νυρεμβέργη, o Leo Alexander και ο Andrew Ivy, έχουν επίσης αναγνωριστεί ως συγγραφείς του Κώδικα.   Κάθε αρχή που αναφέρεται σε αυτόν τον Κώδικα έχει αναγνωριστεί και επεξηγηθεί. Ο Κώδικας της Νυρεμβέργης έχει αντιγράψει ιδέες από τις κατευθυντήριες οδηγίες του 1931. Πριν από το 1947 δεν υπήρχε κάποιος παγκόσμια αποδεκτός κώδικας που να ορίζει την ηθική της ερευνάς σε ανθρώπους. Ο Dr. Leo Alexander (1905-1985) ορίζει τα έξι πρώτα σημεία τα όποια οριοθετούν την ιατρική έρευνα σε ανθρώπους και στη συνέχεια  προστέθηκαν τα υπόλοιπα τέσσερα, τα οποία έγιναν συνολικά αποδεκτά από τους δικαστές και αποτέλεσαν των κώδικα της Νυρεμβέργης12,13.

 

Η πρώτη αρχή διαπραγματεύεται τη συναίνεση. Η εθελούσια συναίνεση του συμμετέχοντα στο πείραμα  είναι απολύτως απαραίτητη. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο που συμμετέχει θα πρέπει να βρίσκεται σε θέση, από νομικής πλευράς, να συναινέσει στη διεξαγωγή του πειράματος. Ακόμα, θα πρέπει  να βρίσκεται σε θέση που να του επιτρέπει να ασκήσει ελεύθερα το δικαίωμα της επιλογής χωρίς την παρεμβολή οποιουδήποτε στοιχειού βίας, εξαπάτησης ή εξαναγκασμού, είτε οποιασδήποτε άλλης μορφής καταναγκασμού ή πίεσης. Τέλος, να έχει επαρκείς γνώσεις και να κατανοεί όλες τις θεωρητικές και πρακτικές παραμέτρους για τη διεξαγωγή του πειράματος, έτσι ώστε να δύναται να πάρει μια απόφαση βασισμένη σε πλήρη ενημέρωση και ορθή κρίση. Προς τούτο απαιτείται, πριν από την αποδοχή της καταφατικής απόφασης του υποκειμένου του πειράματος, να έχουν γίνει γνωστά σε αυτό: η φύση, η διάρκεια και ο σκοπός του πειράματος, η μέθοδος και τα μέσα διεξαγωγής, όλες οι πιθανές ενοχλήσεις και οι κίνδυνοι, καθώς και οι επιπτώσεις στην υγεία του που μπορεί να προκληθούν από τη συμμετοχή του στο πείραμα. Είναι καθήκον και ευθύνη του ατόμου-ερευνητή που οργανώνει, κατευθύνει και διεξάγει το πείραμα, να εξασφαλίσει ότι πληρούνται όλες οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις όσον αφορά στη συναίνεση του υποκειμένου. Αυτό το προσωπικό καθήκον και η συνεπαγόμενη ευθύνη δεν μπορούν να μεταβιβασθούν  σε άλλο άτομο.

Στο δεύτερο τμήμα γίνεται αναφορά ότι το πείραμα θα πρέπει να έχει σκοπό την απόδοση ενός καρποφόρου αποτελέσματος για το καλό του κοινωνικού συνόλου, αποτέλεσμα που δεν θα μπορεί να επιτευχθεί με άλλες μεθόδους ή μέσα έρευνας και δεν θα είναι τυχαίο ή θα στερείται χρησιμότητας στη φύση. Στο τρίτο κομμάτι αναφέρεται ότι τα πειράματα που πραγματοποιούνται σε ανθρώπους πρέπει να βασίζονται σε προηγούμενα που έχουν πραγματοποιηθεί σε ζώα.

Στο τέταρτο και στο πέμπτο σημείο του κώδικα βλέπουμε ότι το πείραμα θα πρέπει να διεξαχθεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφευχθεί κάθε άσκοπος οργανικός ή ψυχικός πόνος καθώς και τραυματισμός. Κανένα πείραμα δεν πρέπει να διεξάγεται όταν υπάρχει εκ των προτέρων γνώση ότι είναι πιθανόν να προκληθεί ο θάνατος του υποκείμενου ή ο τραυματισμός του.     

Ακόμη, στο έκτο και στο έβδομο γίνεται αναφορά στο ότι ο  δείκτης κίνδυνου ενός πειράματος, δεν θα πρέπει ποτέ να υπερβαίνει αυτόν που καθορίζεται από την ανθρωπιστική σημασία του προβλήματος, που αποσκοπεί να λύσει το πείραμα. Επίσης καταγράφεται ότι θα πρέπει να γίνουν οι κατάλληλες προετοιμασίες και να εξασφαλισθούν επαρκή μέσα για την προστασία του υποκειμένου του πειράματος στις έστω και απειροελάχιστες πιθανότητες τραυματισμού, αναπηρίας ή θανάτου. Το πείραμα θα πρέπει να διεξαχθεί μόνο από άτομα με την ανάλογη επιστημονική κατάρτιση επισημαίνεται στο όγδοο σημείο του κώδικα. Οι διεξάγοντες το πείραμα και οι εμπλεκόμενοι σε αυτό θα πρέπει να επιδείξουν σε όλα του τα στάδια τον υψηλότερο βαθμό  ικανοτήτων και μέριμνας.

Στην ένατη ενότητα καταγράφεται ότι κατά τη διάρκεια του πειράματος, ο συμμετέχων θα πρέπει να έχει την ελευθερία να θέσει τέλος στο πείραμα, αν έχει φθάσει σε εκείνην την οργανική ή ψυχική κατάσταση κατά την οποία η συνέχιση του πειράματος του φαίνεται αδύνατη. Τέλος, στο δέκατο και τελευταίο τμήμα του Κώδικα αναγράφεται ότι, κατά τη διάρκεια του πειράματος ο επικεφαλής επιστήμονας οφείλει να είναι προετοιμασμένος να διακόψει το πείραμα σε οποιοδήποτε στάδιο, αν διαπιστώσει ότι η συνέχιση του πειράματος είναι πιθανόν να οδηγήσει στον τραυματισμό, την αναπηρία ή τον θάνατο του συμμετέχοντα8,9.

Το κείμενο επισημαίνει μια σειρά βασικών εννοιών. Η λήψη εθελοντικής συγκατάθεσης είναι απαραίτητη από την αρχή όπως και το δικαίωμα υπαναχώρησης. Για να υπογραμμίσει ακόμη περισσότερο την εθελοντική απαίτηση, η αρχή της συναίνεσης, τονίζει ότι το άτομο πρέπει να είναι σε θέση να «έχει ελεύθερη εξουσία επιλογής, χωρίς καμία παρέμβαση στοιχείου δύναμης, απάτης, εξαπάτησης, επιβολής, υπερβολικής προσέγγισης ή άλλης μορφής περιορισμού ή εξαναγκασμού». Μετά τον εθελοντισμό, ο Κώδικας επισημαίνει τη «νομική ικανότητα συγκατάθεσης», συνδυάζοντας τα στοιχεία της πληροφόρησης και της κατανόησης: το ανθρώπινο υποκείμενο «πρέπει να έχει επαρκείς γνώσεις  σχετικά με το πείραμα και να μπορεί να κατανοήσει πλήρως τη διαδικασία, ώστε να μπορέσει να λάβει την ορθή απόφαση». Οι απαιτούμενες πληροφορίες περιλαμβάνουν «τη φύση, τη διάρκεια και τον σκοπό του πειράματος, τη μέθοδο και τα μέσα με τα οποία πρέπει να διεξαχθεί, τους κινδύνους που πιθανόν αναμένονται και τις επιπτώσεις στην υγεία του. Αυτά τα ευλόγως συμπεριλαμβάνονται αρκετές φορές στην πλήρως ενημερωμένη και εθελοντική  συναίνεση- συγκατάθεση 13,14,15.

Ο Παγκόσμιος Ιατρικός Σύλλογος (World Medical Association- WMA), μετά τη διατύπωση του Κώδικα της Νυρεμβέργης, επανακαθορίζει τον Όρκο του Ιατρού σε σχέση με τον Ιπποκρατικό Όρκο. Τον Σεπτέμβριο του 1948, κατά τη διάρκεια της 2ης Γενικής Συνέλευσης του WMA στη Γενεύη, το κείμενο εγκρίνεται και ο επαναδιατυπωμένος Ιατρικός Όρκος αποτελεί τη λεγόμενη Διακήρυξη της Γενεύης, δηλαδή τον πρώτο Διεθνή Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας16,17. Το 1964, ο ΠΟΥ κατά τη διάρκεια της 18ης Συνεδρίας του στο Ελσίνκι, διαμορφώνει ένα κείμενο το οποίο κωδικοποιεί τις ηθικές αρχές, που πρέπει να διέπουν την ιατρική έρευνα και οι οποίες πρέπει να ακολουθούν και να σέβονται οι εμπλεκόμενοι σε αυτή. Το 1978, η Έκθεση Belmont πλαισίωσε αυτά τα ζητήματα σε «ευρύτερες ηθικές αρχές για να παρέχει μια βάση, στην οποία μπορούν να διατυπωθούν, να κριθούν και να ερμηνευτούν, συγκεκριμένοι κανόνες» και να επικεντρωθούν σε τρεις βασικές αρχές: σεβασμός των προσώπων, ευεργεσία και δικαιοσύνη18,19.

Συμπερασματικά, ο Κώδικας της Νυρεμβέργης αποτέλεσε έναν επιστημονικό «φάρο», εξαιτίας του οποίου εξελίχθηκαν οι σύγχρονοι κανόνες ιατρικής νομολογίας και βιοηθικής, αφού αποτέλεσε το πρώτο εμπεριστατωμένο κείμενο σχετικά με τα πειράματα σε ανθρώπινα υποκείμενα. Εν τέλει έθεσε τις βάσεις στις νεότερες εξελίξεις όπως αυτές καταγράφονται πλέον στη Συνθήκη του Οβιέδο, στη Συνθήκη του Ελσίνκι, αλλά και στις αναθεωρημένες διακηρύξεις της Γενεύης .

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.        Ψαρούλης Δ., Βούλτσος Π., Ιατρικό Δίκαιο – Στοιχεία Βιοηθικής. University Studio Press, 2010.

2.       Στεφανόπουλου B.K., Τσιτσιρίδη Στ., Αντζουλή Λ., Κριτσέλη Γ. Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Ιπποκρατική συλλογή Όρκος 89.

3.       Δάλλα– Βοργία Π. Βιοϊατρική έρευνα σε ανθρώπους: ηθικά και νομικά προβλήματα. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 1988; 2,(5) Μάρτιος-Απρίλιος 1988.

4.       Premysl B., Hanak, Ivanova K., Chraska M. Analyzing the Semantic Space of the Hippocratic Oath. Open Med (Wars) 2019; 14: 683–693.

5.        Patuzzo S., Goracci G., Ciliberti R. Thomas Percival. Discussing the foundation of Medical Ethics. Acta Biomed. 2018; 89(3): 343–348.

6.       Pellegrino E. D. Thomas Percival's Ethics: The Ethics Beneath the Etiquette. 1985:1–52. In: Thomas Percival, Medical Ethics. Birmingham, AL: Classics of Medicine Library.

7.        Baker R. B. The American medical ethics revolution. 1999:17–51. In: Baker RB. The American Medical Ethics Revolution. Baltimore, MD: Johns Hopkins University Press.

8.        Ravindra B. Ghooi. The Nuremberg Code- A critique. Perspect Clin Res 2011; 2(2): 72–76.

9.       Vollmann J, Winau R. Informed consent in human experimentation before the Nuremberg code. BMJ 1996; 313(7070): 1445–1449.

10.   Weindling P. The origins of informed consent: the International Scientific Commission on Medical War Crimes, and the Nuremburg code. Bull Hist Med 2001; 75: 37-71.

11.   Pross C. Breaking through the postwar cover up of Nazi doctors in Germany. J Med Ethics 1991;(17):13-6.

12.   Frewer A. Human rights from the Nuremberg Doctors Trial to the Geneva Declaration. Persons and institutions in medical ethics and history. Med HealthCare Philos. 2010;13(3):259-68.

13.   Katz J. Human sacrifice and human experimentation: reflections at Nuremberg. Yale J Int Law. 1997;22:401.

14.   Horner J S. Retreat from Nuremberg: can we prevent unethical medical research? Public Health; 1999: 113 205-10.

15.   Annas GJ. Beyond Nazi War Crimes Experiments: The Voluntary Consent Requirement of the Nuremberg Code at 70.Am J Public Health 2018;108(1):42-46.

16.   Wiesing V, Urban and Parsa-Parsi R. The World Medical Association launches a revision of the Declaration of Geneva. Bioethics 2016;30(3): 140–140.

17.  https://www.wma.net/policies-post/wma-declaration-of-geneva/

18.   https://www.wma.net/wp-content/uploads/2018/07/DoH-Jun1964.pdf

19.   Rober V Carlson, Kenneth M Boyd, David J Webb. The revision of the Declaration of Helsinki: past, present and future. Br J Clin Phatmacol 2004;57(6):695-713.

 

 

 

line

linep5

© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved

linep5