ISSN : 2241-4665
ISSN : 2241-4665
Ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 17 Νοεμβρίου
2020
Βαθμός σύγκλισης προσδοκιών παιδιών που
φοιτούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και γονέων, σχετικά με την οικογένειά τους
Δρ. Χάλιος Ηλίας
Degree of convergence of expectations of primary
school children and parents about their family
Dr.
Chalios I.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Περίληψη……………………………………………………………………………3
Abstract……………………………………………………………………………...4
1.Εισαγωγή………………………………………………………………………… 5
2. Μέθοδος………………………………………………………………………….. 8
2.1.Συμμετέχοντες-Δείγμα………………………………………………………………….
8
2.2. Εργαλεία μέτρησης……………………………………………………………………..8
2.3.
Διαδικασίες…………………………………………………………………….. 9
3.
Αποτελέσματα…………………………………………………………………......9
4. Συμπεράσματα- Προτάσεις για μελλοντικές
έρευνες…………………………………..12
5.Βιβλιογραφικές παραπομπές ……………………………………………………………14
Περίληψη
Στόχος της παρούσας εργασίας
ήταν να διερευνήσει τον βαθμό σύγκλισης των προσδοκιών παιδιών που φοιτούν
στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και των γονέων τους, σχετικά με την οικογένειά τους.
Στην έρευνα έλαβαν μέρος 125 παιδιά και 125
γονείς (πατέρας ή μητέρα) από ακέραιες
οικογένειες ελληνικής καταγωγής με 2
παιδιά που φοιτούσαν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η επιλογή του
δείγματος διεξήχθη μέσω «χιονοστιβάδας». Σχετικά με τα συμμετέχοντα
αδέλφια, 58 (46%) ήταν αγόρια. Επίσης,
συμμετείχαν 30 πατέρες και 95 μητέρες. Η
ηλικία των γονέων κυμαινόταν από 33 έως 38 (MAge=
35,4 έτη).
Χρησιμοποιήθηκε η
κλίμακα αξιολόγησης της οικογενειακής λειτουργίας (FACES III) (Olson, 1986. Το FACES III είναι
ένα ερωτηματολόγιο 20 θεμάτων (paper-and-pencil), με
αναφορά κάθε ερωτήματος σε κλίμακα 5 σημείων.
Για τη στατιστική επεξεργασία των
δεδομένων, χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό πακέτο Statistical Package for Social
Sciences 21 (SPSS 21). Για τη διερεύνηση της στατιστικώς σημαντικής διαφοράς
μεταξύ δυο ανεξάρτητων ομάδων του δείγματος ως προς τη διατακτική μεταβλητή, διενεργήθηκε ο μη
παραμετρικός έλεγχος Mann-Whitney U (Mann
& Whitney, 1947) (δεδομένου ότι βρέθηκε στατιστικώς
σημαντική απόκλιση από την κανονικότητα).
Επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας: P<0,05.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα
της ανάλυσης, βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μόνο στις προσδοκίες των
γονέων σχετικά με την οικογένειά τους. Επίσης, η διαφορά στις προσδοκίες μεταξύ
γονέων και παιδιών για την οικογένειά τους, ήταν στατιστικώς σημαντικά
μικρότερη στις οικογένειες με αδέλφια ίδιου φύλου, σε σύγκριση με τις
οικογένειες με παιδιά διαφορετικού φύλου. Ωστόσο, δεν προέκυψαν στατιστικά
σημαντικές διαφορές στις προσδοκίες των παιδιών για την οικογένειά τους.
Abstract
The aim of this study
was to investigate the degree of convergence of the expectations of primary
school children and their parents about their family.
The study involved
125 children and 125 parents (father or mother) from entire families of Greek
origin with 2 children attending primary education. The selection of the sample
was carried out through an "avalanche". Of the participating
siblings, 58 (46%) were boys. Also, 30 fathers and 95 mothers participated. The
age of the parents ranged from 33 to 38 (MAge = 35.4 years).
The Family
Functioning Assessment Scale (FACES III) was used (Olson, 1986. FACES III is a
paper-and-pencil questionnaire, reporting each question on a 5-point scale.
Statistical Package
for Social Sciences 21 (SPSS 21) was used for statistical data processing. To
investigate the statistically significant difference between two independent
groups of the sample in terms of the ordinal variable, the Mann-Whitney U
non-parametric test was performed (Mann & Whitney, 1947) (since a
statistically significant deviation from the normality was found). Level of statistical
significance: P <0.05.
According to the
results of the analysis, statistically significant differences were found only
in the parents' expectations regarding their family. Also, the difference in expectations
between parents and children, which concerns their family, was statistically
significantly smaller in families with same-sex siblings, compared to families
with children of different sexes. However, there were no statistically
significant differences in children's expectations for their family.
1.Εισαγωγή
Η οικογένεια, ως θεμελιώδης κοινωνικός θεσμός, έχει
θεωρηθεί ένα σύστημα υποκειμενικοτήτων,
που βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση (Ackerman, 1958). Μάλιστα
σύμφωνα με τη θεωρητική θέση του Von Bertalanffy
(1968), η οικογένεια όπως όλα τα
συστήματα εξελίσσεται αδιάκοπα προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός
μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος. Αλλά και στο εσωτερικό του οικογενειακού
συστήματος υφίστανται σημαντικές διεργασίες. Οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια
είναι αμφίδρομες και κάθε μέλος
επηρεάζει και επηρεάζεται από τα άλλα (Minuchin,1974).
Ζωτικό ρόλο, σ’ αυτό το πλαίσιο,
διαδραματίζουν οι σχέσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα στην οικογένεια (συζυγική,
γονική, αδελφική) (Cicirelli,1991), καθώς και η
οικογενειακή λειτουργικότητα ως συστήματος (Minuchin,1974).
Μεγάλη σημασία στο οικογενειακό σύστημα
(συναισθηματικό, επικοινωνιακό, δομικό, ασυνείδητο, αναπτυξιακό) έχουν τόσο τα μέρη που το απαρτίζουν όσο και
η μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Μάλιστα, τα ατομικά χαρακτηριστικά των μελών της
οικογένειας καθώς και οι επιμέρους σχέσεις (ζευγάρι, αδέλφια) αποκτούν νόημα
μόνο μέσα στο πλαίσιο στο οποίο διενεργούνται, δηλαδή το σύστημα της
οικογένειας (Brody, Stoneman,
& McCoy,1994).
Στο οικογενειακό σύστημα οι γονείς επηρεάζουν
κάθε παιδί στο πώς αντιλαμβάνεται
τον εαυτό του, τη σχέση του μ’ εκείνους , αλλά και τη
σχέση με τα αδέλφια του. Ταυτοχρόνως, οι γονείς
επηρεάζονται από τα παιδιά τους, λόγω
κυκλικότητας (αμφίδρομης σχέσης)
της επικοινωνίας στο οικογενειακό
σύστημα (Watzlawick, Bavelas, & Jackson,
1967).
1.1. Χαρακτηριστικά της ελληνικής οικογένειας
Κατά την πάροδο του χρόνου η οικογένεια είχε διάφορες μορφές.
Συγκεκριμένα, η ελληνική οικογένεια διαμείβεται σε τρεις “ταυτότητες”
(Κατάκη,1998): Η “παραδοσιακή οικογένεια”, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη
σταθερότητα ως προς τη δομή και λειτουργεί
περισσότερο με το “εμείς” παρά με το “εγώ”. Όλα τα μέλη της, τα οποία
αλληλοεξαρτώνται, αποσκοπούν στο συμφέρον του συνόλου για την επιβίωση, ενώ δεν
έχει θέση το ατομικό συμφέρον του κάθε μέλους. Μια άλλη ταυτότητα της ελληνικής
οικογένειας λαμβάνει χώρα ως “πυρηνική οικογένεια” αποτελούμενη από τον πατέρα,
τη μητέρα και το/τα παιδί/ά. Σε αυτή τη μορφή τα μέλη του ζευγαριού δημιουργούν
οικογένεια με τη γέννηση του παιδιού, στο οποίο επικεντρώνουν όλες τις
φιλοδοξίες της ζωής τους. Η ελληνική οικογένεια παρουσιάζεται και ως
“μορφογένεση”, όπου το ζευγάρι (η μικρότερη μονάδα, κύτταρο) κατέχει την κύρια
θέση. Σε τέτοια οικογένεια, ο θεσμός του γάμου εξασθενεί χάνοντας την αρχική
του σημασία και η απόκτηση παιδιών δεν αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα του
ζευγαριού, αλλά έχει δευτερεύουσα βαρύτητα.
Η αγροτική
οικογένεια στην Ελλάδα εκλείπει με την
πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, φαίνεται ότι διατηρείται η μορφή της εκτεταμένης
οικογένειας, καθώς παρά του ότι αλλάζουν
οι οικογενειακές αξίες, οι νέοι διατηρούν αρκετές αξίες της εκτεταμένης
οικογένειας. Αυτές που δεν γίνονται αποδεχτές αφορούν, κυρίως, στην κλασική
πατριαρχική οικογένεια όπου κυριαρχεί ο αυταρχικός πατέρας, ενώ η μητέρα έχει
παθητικό και υποτακτικό ρόλο. Αντιθέτως, οι αξίες αναφορικά με τις θετικές
σχέσεις στην οικογένεια διατηρούνται και στη νεότερη γενιά (Γεώργας, 1999).
Ωστόσο, η
διατήρηση των παραδοσιακών αξιών δημιουργεί σύγχυση στην ανάληψη ρόλων και στον
τρόπο που συμπεριφέρονται μεταξύ τους τα μέλη της οικογένειας. Οι αξίες, που
άλλοτε ήταν λειτουργικές, προκαλούν μεγάλες δυσκολίες στις σχέσεις μεταξύ των μελών στη σύγχρονη εποχή.
Προκειμένου να δημιουργηθεί ισορροπία, επιδιώκεται ο συνδυασμός του
παραδοσιακού και του σύγχρονου. Για την επίτευξη αρμονίας είναι αναγκαίο να
γίνει αναθεώρηση και αναπροσαρμογή των αξιών αυτών. Η εν λόγω αναθεώρηση,
ωστόσο, έχει ως συνέπεια να αμφισβητείται η βασική δομή και ο σκοπός της
οικογένειας (Κατάκη,1989).
Η μετατροπή της αγροτικής κοινωνίας σε αστική-βιομηχανική,
έχει επιφέρει μεταβολές τόσο στη δομή και τη λειτουργία της οικογένειας
όσο και στις σχέσεις μεταξύ των μελών. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντική
θεωρείται η συμβολή ορισμένων παραγόντων (Μαράτου-Αλιπραντή,1999∙ Μουσούρου, 2005).
Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η
μεγάλη αύξηση του πληθυσμού στις μεγαλουπόλεις, που οδήγησε στην
εξαφάνιση της “γειτονιάς” και κατ’ επέκταση στην “αποπροσωποποίηση των κοινωνικών σχέσεων”. Σε
τέτοιες συνθήκες ατονεί η σημασία των τελετών, που πραγματοποιούνταν άλλοτε
κατά τη μετάβαση των ατόμων από το ένα αναπτυξιακό στάδιο στο άλλο (π.χ.
μετάβαση στην ενηλικίωση). Επίσης, ένας παράγοντας, που μεταβάλλει τη λειτουργία της
οικογένειας, είναι η ανεξαρτητοποίηση του
ατόμου από την ομάδα. Αυτή η ανεξαρτητοποίηση, από τη
μια πλευρά είναι απόρροια της αποδυνάμωσης
της οικογένειας (ως βασική
οικονομική μονάδα) και από την άλλη, προέκυψε λόγω μείωσης της εξουσίας της
οικογένειας ως προς τη μέριμνα (όπως για
παράδειγμα η εκπαίδευση, η περίθαλψη, το επάγγελμα δεδομένου ότι αυτά παρέχονται
από το κράτος στα άτομα και όχι στις ομάδες). Συνεπώς, το άτομο έχοντας
επιτύχει την ανεξαρτητοποίησή του δεν είναι πια υποχρεωμένο να θυσιάζει τις
ατομικές του ανάγκες για το συμφέρον της οικογένειάς του. Συνεχίζοντας, τρίτος
παράγοντας μετασχηματισμού της οικογένειας είναι η ιδεολογία που επικρατεί ως
προς την ισότητα. Η παροχή ίσων ευκαιριών για όλους ανεξαιρέτως και ο σεβασμός
στα δικαιώματα όλων των ανθρώπων επηρεάζουν, επίσης, τη λειτουργία της
οικογένειας και τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη.
Οι μεταβολές στη δομή της οικογένειας καθώς
και οι αλλαγές στις αντιλήψεις των μελών
για τις σχέσεις και τη συμβίωση επιφέρουν διαφοροποίηση στις μορφές της
οικογένειας, αλλά και στις επιλογές σε ατομικό επίπεδο (Μαράτου-Αλιπραντή,
2010).
Στο πλαίσιο
της ελληνικής οικογένειας διεξήχθησαν έρευνες, οι οποίες μελέτησαν την εγγύτητα,
την αλληλεπίδραση και την επικοινωνία
ανάμεσα στα μέλη και ανέδειξαν τη σημασία των σχέσεων μέσα στην
οικογένεια (Γεώργας, Γκαρή, Χριστακοπούλου, Μυλωνάς, & Παπαλόη, 1998∙
Γιώτσα, 2003· Tsamparli
& Halios, 2019· Χριστακοπούλου,1995). Μάλιστα, αναφορικά με
τη συναισθηματική εγγύτητα, σε μια έρευνα,
στην οποία συμμετείχαν Έλληνες φοιτητές, καταγράφηκε ότι οι συμμετέχοντες βιώνουν μεγαλύτερη
εγγύτητα με τα μέλη της πυρηνικής οικογένειας (γονείς, αδέλφια), απ’ ό,τι με τα
μέλη της εκτεταμένης οικογένειας (παππούδες, ξαδέλφια) (Χριστακοπούλου, 1995).
Ωστόσο, οι προσδοκίες των παιδιών
πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και των γονέων
τους σχετικά με την οικογένειά τους δεν έχει μελετηθεί επαρκώς
στον ελληνικό πληθυσμό. Η παρούσα μελέτη, φιλοδοξεί να καλύψει αυτό το
κενό. Ως εκ τούτου, στόχος της παρούσας
εργασίας ήταν να διερευνήσει τον βαθμό
σύγκλισης των προσδοκιών παιδιών που φοιτούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και των
γονέων τους, σχετικά με την οικογένειά τους. Συγκεκριμένα, η μελέτη
διερεύνησε το ερώτημα:
Κατά πόσο συγκλίνουν οι προσδοκίες των παιδιών και των γονέων τους, σχετικά με την
οικογένειά τους;
Στο πλαίσιο αυτό, η ερευνητική μας υπόθεση διατυπώνεται ως εξής:
Υπάρχει
σύγκλιση στις προσδοκίες παιδιών και γονέων, αναφορικά με την οικογένειά τους.
2. Μέθοδος
2.1. Συμμετέχοντες
Στην
παρούσα έρευνα έλαβαν μέρος 125 παιδιά και 125 γονείς από ακέραιες οικογένειες ελληνικής καταγωγής
με 2 παιδιά που φοιτούσαν στην πρωτοβάθμια
εκπαίδευση. Η επιλογή του δείγματος διεξήχθη μέσω «χιονοστιβάδας».
Όσον αφορά τα συμμετέχοντα αδέλφια, 58 (46%) ήταν αγόρια και 67 (54%)
ήταν κορίτσια. Επίσης, συμμετείχαν 30 πατέρες
και 95 μητέρες. Η ηλικία των γονέων κυμαινόταν από 33 έως 38 (MAge= 35,4 έτη).
2.2. Εργαλεία
μέτρησης
2.2.1. Κλίμακα αξιολόγησης της οικογενειακής λειτουργίας
Η κλίμακα αξιολόγησης της
οικογενειακής λειτουργίας (FACES III)
(Olson, 1986) είναι ένα ερωτηματολόγιο
20 θεμάτων, με αναφορά κάθε ερωτήματος σε κλίμακα 5 σημείων. Τα επίπεδα της
δυσαρέσκειας αναφορικά με τη λειτουργία της οικογένειας μετρώνται ως εξής: οι
συμμετέχοντες απαντούν σε 20 θέματα που χορηγούνται δύο φορές, προκειμένου να προσδιοριστούν
οι αντιλήψεις σχετικά με την οικογένεια. Η κλίμακα FACES III έχει προσαρμοστεί
στην ελληνική γλώσσα από τους Μπίμπου, Στογιαννίδου, Παπαγεωργίου και Κιοσέογλου
(2002).
2.2.2. Ερωτηματολόγιο
δημογραφικών στοιχείων
Δημιουργήθηκε
ερωτηματολόγιο δημογραφικών στοιχείων, που αφορούν την ηλικία γονέων και παιδιών, καθώς και φύλο των
παιδιών.
2.2.3.
Διαδικασίες
Η συλλογή των ερωτηματολογίων πραγματοποιήθηκε μέσω μιας επίσκεψης του ερευνητή σε δημόσια
σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, κατόπιν επικοινωνίας με τους διευθυντές των
σχολικών μονάδων. Όλοι οι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν ότι η συμπλήρωση των
στοιχείων είναι ανώνυμη. Για τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων ζητήθηκε από τα
παιδιά (αγόρια και κορίτσια) να
απαντήσουν σε όλα τα ερωτήματα με βάση τη δική τους αντίληψη. Για να
ολοκληρωθούν τα ερωτηματολόγια χρειάστηκαν 15 λεπτά. Οι γονείς (ο πατέρας ή η μητέρα) συμπλήρωσαν τα ίδια
ερωτηματολόγια (αντιστοίχως) που έλαβε χώρα σε ενημερωτική συνάντηση.
Χρειάστηκαν 12 λεπτά για τη σχετική συμπλήρωση.
3.Αποτελέσματα
Για τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων,
χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό πακέτο Statistical Package for Social Sciences 21
(SPSS 21). Αρχικά διερευνήθηκε η ύπαρξη ελλειπουσών τιμών. Δεν παρατηρήθηκαν
τέτοιες τιμές. Επιπροσθέτως, διερευνήθηκε η στατιστικά σημαντική απόκλιση από
την κανονικότητα των συνεχών μεταβλητών βάσει οπτικού ελέγχου των γραφημάτων
(P-P), καθώς και των ελέγχων Kolomogorov-Smirnov και Shapiro-Wilk. Βρέθηκε στατιστικά
σημαντική απόκλιση από την κανονικότητα. Οι επιλεχθείσες αναλύσεις ήταν μη παραμετρικές.
Στη συνέχεια διενεργήθηκε περιγραφική
στατιστική, συνδυάζοντας δείκτες κεντρικής τάσης και διασποράς. Σχετικά με την
επαγωγική στατιστική, για τη διερεύνηση της στατιστικώς σημαντικής διαφοράς
μεταξύ δυο ανεξάρτητων ομάδων του δείγματος ως προς τη διατακτική μεταβλητή, διενεργήθηκε ο μη
παραμετρικός έλεγχος Mann-Whitney U (Mann
& Whitney, 1947) (δεδομένου ότι βρέθηκε στατιστικώς
σημαντική απόκλιση από την κανονικότητα).
Επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας: P<0,05.
Όσον αφορά τις προσδοκίες των παιδιών και των γονέων τους σχετικά με την οικογένειά
τους, χρησιμοποιήθηκε η δοκιμασία δυο ανεξάρτητων
ομάδων Mann-Whitney U (Mann & Whitney, 1947) (Πίνακας 1). Σύμφωνα με τα
αποτελέσματα της ανάλυσης, βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μόνο στις
προσδοκίες των γονέων σχετικά με την οικογένειά τους. Επίσης, η διαφορά στις
προσδοκίες μεταξύ γονέων και παιδιών, που αφορά στην οικογένειά τους, ήταν
στατιστικώς σημαντικά μικρότερη στις οικογένειες με αδέλφια ίδιου φύλου, σε
σύγκριση με τις οικογένειες με παιδιά διαφορετικού φύλου. Εδώ παρατηρούμε ότι η
επιθυμία των παιδιών να λειτουργεί η οικογένειά τους με ιδανικό τρόπο
προσεγγίζει περισσότερο την προσδοκία των γονέων τους, όταν τα αδέλφια είναι
ίδιου φύλου.
Ωστόσο, δεν προέκυψαν
στατιστικά σημαντικές διαφορές στις προσδοκίες των παιδιών για την οικογένειά
τους.
Πίνακας 1. Προσδοκίες γονέων και παιδιών για την οικογένειά τους και
φύλο (παιδιών)
|
Ίδιο φύλο |
Διαφορετικό |
|
||
|
Md n |
M |
Mdn |
Μ Pα |
|
Γονείς |
|
|
|
|
|
Προσδοκίες για την οικογένεια |
3,1 |
3,0 |
3,4
|
3,0 |
0,026 |
Παιδιά |
|
|
|
|
|
Προσδοκίες για την οικογένεια |
3,0 |
3,0 |
3,1 |
3,0
|
0,735 |
Βαθμός σύγκλισης (Γονείς- Παιδιά) |
|
|
|
|
|
Προσδοκίες για την οικογένεια |
0,1 |
0,0 |
0,3 |
0,0 |
0,037 |
α: Μη
παραμετρική δοκιμασία ανεξαρτήτων δειγμάτων Mann-Whitney U |
4.
Συμπεράσματα και προτάσεις για
μελλοντική έρευνα
Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει
τον βαθμό σύγκλισης των προσδοκιών παιδιών που φοιτούν στην πρωτοβάθμια
εκπαίδευση και των γονέων τους, σχετικά με την οικογένειά τους.
Από τα ευρήματα της παρούσας μελέτης προκύπτει ότι στις
οικογένειες με αδέλφια διαφορετικού φύλου, οι γονείς έχουν υψηλότερες
προσδοκίες για την οικογένειά τους ως ιδανική κατάσταση, σε σύγκριση με
εκείνους με παιδιά ίδιου φύλου. Αυτό συνάδει με τα ευρήματα άλλων ερευνών (Endendijk, Groeneveld,Van Berkel, Hallers-Haalboom, Mesman, & Bakermans-Kranenburg, 2013). Ωστόσο, όσον αφορά τον βαθμό σύγκλισης μεταξύ
γονέων και παιδιών, φαίνεται ότι η διαφορά στην αντίληψη μεταξύ τους (σχετικά με την
οικογένειά τους) είναι μικρότερη στις
οικογένειες με αδέλφια ίδιου φύλου (δηλαδή συγκλίνουν περισσότερο), σε σύγκριση
με τις οικογένειες με παιδιά διαφορετικού φύλου. Παρατηρείται, δηλαδή, ότι η
επιθυμία των παιδιών να λειτουργεί η οικογένειά τους πιο αρμονικά προσεγγίζει
περισσότερο την προσδοκία των γονέων τους, όταν τα αδέλφια είναι ίδιου φύλου.
Συνεπώς, το
εύρημα αυτό επιβεβαιώνει την υπόθεσή μας, ότι υπάρχει σύγκλιση στις προσδοκίες
παιδιών και γονέων, σχετικά με την οικογένειά τους.
Παρά ταύτα, είναι σημαντικό
να διερευνηθεί, σε μελλοντικές μελέτες, κατά πόσο συγκλίνουν οι προσδοκίες
γονέων και παιδιών σχετικά με την οικογένειά τους, όταν τα αδέλφια βρίσκονται
στην εφηβεία (δεδομένου ότι η παρούσα έρευνα μελέτησε αποκλειστικά οικογένειες
με παιδιά σχολικής ηλικίας).
Ένας κύριος περιορισμός της
παρούσας έρευνας είναι η διαδικασία «χιονοστιβάδας», μέσω της οποίας ελήφθη το
δείγμα. Καθώς η δειγματοληψία μας δεν είναι τυχαία, επηρεάζεται η εξωτερική
εγκυρότητα των αποτελεσμάτων μας (Ιωσηφίδης, 2008). Επίσης, δεδομένου ότι η
παρούσα μελέτη βασίστηκε σε ερωτηματολόγια και ποσοτικές αναλύσεις, σημειώνεται
ότι μια ποιοτική προσέγγιση με διεξοδικές συνεντεύξεις θα βοηθούσε στην
απόκτηση βαθύτερης κατανόησης σχετικά με το εν λόγω φαινόμενο.
Η διερεύνηση του θέματος της
παρούσας μελέτης είναι σημαντική, καθώς συμβάλλει στην αποκάλυψη ότι στην
ελληνική οικογένεια ο τρόπος που τα παιδιά αντιλαμβάνονται την ιδανική
οικογενειακή κατάσταση πλησιάζει περισσότερο την οπτική των γονέων τους όταν τα
αδέλφια είναι ίδιου φύλου. Κατά συνέπεια, οι γονείς με παιδιά διαφορετικού
φύλου δύνανται να συνειδητοποιήσουν ότι τα παιδιά τους έχουν δικά τους κριτήρια
(διαφορετικά από αυτά που έχουν οι ίδιοι) ως προς την αρμονική λειτουργία της
οικογένειας, κάτι που θα πρέπει να σεβαστούν προκειμένου να αποφευχθεί κάθε οικογενειακή
δυσλειτουργία.
5.
Βιβλιογραφικές
παραπομπές
Ελληνόγλωσσες
Γεώργας, ∆. (1999). Ψυχολογικές
∆ιαστάσεις της Σύγχρονης Οικογένειας. Επιθεώρηση
Κοινωνικών Ερευνών, 98 (99), 21-47.
Γεώργας, Δ., Γκαρή, Κ., Χριστακοπούλου, Σ, Μυλωνάς, Κ., & Παπαλόη,
Β. (1998). Οικογενειακές σχέσεις των Ελλήνων φοιτητών στο παρόν και στο μέλλον.
Βήμα Κοινωνικών Επιστημών, 6, 167-187.
Γιώτσα, Α. (2003). Διαμόρφωση ψυχολογικών μεταβλητών στην οικογένεια.
Μια διαπολιτισμική προσέγγιση. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Φιλοσοφική Σχολή, Τομέας Ψυχολογίας.
Ιωσηφίδης, Τ.(2008). Ποιοτικές
μέθοδοι έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες. Αθήνα:Κριτική.
Κατάκη, X. (1989). Η σύγχρονη οικογένεια στα πρόθυρα της
μεταβιομηχανικής εποχής: Μορφογενετικές αναθεωρήσεις και ανακατατάξεις. Διάλεξη:
Ελληνική Εταιρεία Ψυχικής Υγιεινής και Νευροψυχιατρικής του Παιδιού.
Κατάκη, Χ. (1998). Οι τρεις
ταυτότητες της ελληνικής οικογένειας. Αθήνα: Κέδρος
Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (1999). Διαγενεακές σχέσεις στη σύγχρονη εποχή:
Θεωρήσεις, τάσεις, πρακτικές: συγκριτική επισκόπηση. Επιθεώρηση Κοινωνικών
Ερευνών, 98 (98-99), 49-76.
Μαράτου-Αλιπραντή, Λ. (2010). Νέες μορφές οικογένειας. Τάσεις και
εξελίξεις στη σύγχρονη Ελλάδα. Εγκέφαλος
, 47(2), 55-66.
Μουσούρου, Λ.(2005). Εισαγωγή στην
κοινωνιολογία των ηλικιών και των γενεών. Αθήνα : Gutenberg.
Μπίμπου,Ι., Στογιαννίδου, Α., Παπαγεωργίου, Β.,& Κιοσέογλου, Γ.
(2002). The reliability of
FACES III scale in Greece. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Χριστακοπούλου, Σ. (1995). Κοινωνικοί δεσμοί στον ψυχολογικό
χώρο-χρόνο της κοινότητας: Μια διαπολιτιστική μελέτη. Διδακτορική διατριβή,
Τομέας Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αθήνα.
Ξενόγλωσσες
Ackerman, N. (1958). The psychodynamics of family life. Basic Books, Inc.
Brody, G. H., Stoneman, Z.& McCoy, J. K. (1994). Contributions of
family relationships and child temperaments to longitudinal variations in
sibling relationship quality and sibling relationship styles. Journal of
Family Psychology, 8(3), 274 - 286.
Cicirelli, V.G. (1991). What is meant by a
connection between siblings? Marriage and Family Review, 16,
291-310.
Endendijk, J. J., Groeneveld, M. G., Van
Berkel, S. R., Hallers-Haalboom, E. T., Mesman, J., & Bakermans-Kranenburg,
M. J. (2013). Gender stereotypes in the family context: Mothers, fathers, and
siblings. Sex Roles, 68, 577–590.
Mann, H., & Whitney, D.(1947). On a Test
of Whether one of Two Random Variable is
Stochastically Larger than the Other. Annals
of Mathematical Statistics, 18(1), 50-60
Μinuchin, S. (1974). Families and Family therapy. London: Routledge.
Olson, D. H. (1986). Circumplex
Model VII: Validation studies and FACES III. Family Process, 25, 337-351.
Tsamparli, A., &
Halios, H. (2019). Quality of sibling relationship and family functioning in
Greek families with school-age children. Journal of Psychologists and
Counsellors in Schools, 29(2), 190-205.
doi:10.1017/jgc.2019.9
Von Bertalanffy, L. (1968). General Systems Theory: Foundations. Development,
Application. New York: Braziller.
Watzlawick, P., Bavelas, J.B., & Jackson, D.D.
(1967). Pragmatics of Human
Communication. New York: W.W,. Norton &Company.
Ονοματεπώνυμο: Χάλιος
Ηλίας
1.ΤΙΤΛΟΙ ΣΠΟΥΔΩΝ
·
Κτήση Διδακτορικού Διπλώματος (ΠΤΔΕ, Παν.
Αιγαίου)
·
Κτήση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στο Πρόγραμμα «Σπουδές
στην εκπαίδευση» (ΕΑΠ)
·
Ολοκλήρωση Μετεκπαίδευσης στο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης
«ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ» στην Εδική
Αγωγή (ΑΠΘ).
·
Κτήση Πτυχίου
Ψυχολογίας (ΑΠΘ).
·
Κτήση Πτυχίου
Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων
·
Πιστοποιημένη γνώση Αγγλικής γλώσσας επιπέδου Γ1
2. ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑ
Εν ενεργεία μόνιμος εκπαιδευτικός στη Δημόσια Πρωτοβάθμια
Εκπαίδευση από το 1987. Τον Σεπτέμβριο 2000 πήρα οργανική θέση στην Ειδική
Αγωγή και Εκπαίδευση (Τμήμα Ένταξης). Από τον Μάρτιο 2012 υπηρετώ ως Υπεύθυνος
Αγωγής Υγείας της Δ/νσης Πρωτ. Εκπαίδευσης Δυτικής Θεσσαλονίκης.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved