Σύντομη βιογραφία της συγγραφέως |
Κριτικές του άρθρου |
ISSN : 2241-4665
Ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 21 Μαΐου 2019
«Στάσεις
και αντιλήψεις των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης απέναντι στα δύο
φύλα»
της
Χουρμουζιάδου Δάφνη
«Attitudes and perceptions of
primary education teachers towards both sexes»
by
Chourmouziadou
D.
Περίληψη
Πάντα επίκαιρο θεωρείται το θέμα
των φυλετικών διακρίσεων-στερεοτύπων στην εκπαίδευση, όπως αυτές προκύπτουν από
τις στάσεις, τις αντιλήψεις και τις διδακτικές πρακτικές των εκπαιδευτικών. Και
είναι λόγω της σπουδαιότητάς του αυτής που κερδίζει το ενδιαφέρον της
εκπαιδευτικής κοινότητας. Η απουσία σύγχρονων ποιοτικών μελετών στο
συγκεκριμένο θέμα, τονίζει επίσης την ανάγκη βαθύτερης διερεύνησής του.
Δεκαεπτά εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, παραθέτουν τις απόψεις
τους, όπως προκύπτουν από τη διδακτική τους εμπειρία και αφορούν την
αλληλεπίδραση με τα δύο φύλα, τις προσδοκίες που έχουν από αυτά σχετικά με την πρόοδό
τους και τα επαγγέλματα που θα ακολουθήσουν, τις επιδόσεις τους στα θεωρητικά
και θετικά μαθήματα αντίστοιχα, τις ιδιότητες - χαρακτηριστικά που τους
αποδίδουν και τη βασισμένη στο φύλο οργάνωση της τάξης. Τα συμπεράσματα, άκρως ενδιαφέροντα,
ομοιάζουν σε κάποια σημεία με τις σχετικές μελέτες που έχουν προηγηθεί, φανερώνουν
όμως και σημαντικές αλλαγές στο θέμα των στάσεων των εκπαιδευτικών απέναντι στα
δύο φύλα. Αδιαμφισβήτητα, πέρα από τους όποιους σημαντικούς περιορισμούς της έρευνας,
τα νέα δεδομένα προσφέρουν βαθύτερη κατανόηση και αρτιότερη αντίληψη για το
θέμα.
Summary
The issue of racial
discrimination-stereotypes in education, as they arise from the attitudes,
perceptions and teaching practices of teachers, is always relevant. And because
of its importance, wins the interest of the educational community. The absence
of modern quality studies on this issue also highlights the need for deeper
exploration. Seventeen primary school teachers present their views as they
arise from their teaching experience and concern the interaction with the two
sexes, the expectations they have about their progress and the professions to
follow, their performance in the theoretical and positive lessons respectively,
attributes - attributes that attribute to them and gender-based organization of
class. The conclusions, which are very interesting, are similar in some
respects to the previous studies, but they also reveal significant changes in
the attitudes of teachers towards the two sexes. Undoubtedly, apart from any
significant limitations in research, new data offer a deeper understanding and
a better understanding of the subject.
Οι φυλετικές διακρίσεις στην εκπαίδευση,
όπως προκύπτουν από τις στάσεις και τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών απέναντι
στα δύο φύλα, θέτουν το συγκεκριμένο ερευνητικό θέμα άξιο περαιτέρω
διερεύνησης, λόγω της σπουδαιότητάς του στο χώρο της εκπαίδευσης. Αποτελεί δε
για τον εκπαιδευτικό ένα αφυπνιστικό μέσο για τα θέματα των φυλετικών
ανισοτήτων στην εκπαίδευση, πάνω στα οποία ο εκπαιδευτικός δεν έχει εκπαιδευτεί
ούτε επιμορφωθεί. Είναι γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί αναπαράγουν τις φυλετικές
ανισότητες πολλές φορές ασυνείδητα, ενώ δηλώνουν υπέρ της πολιτικής της
ισότητας. Ακόμα οι ίδιοι δε θεωρούν ότι το πρόβλημα της ανισότητας είναι
εκπαιδευτικό πρόβλημα. Μια τέτοια μελέτη ίσως τους προβληματίσει και συμβάλλει
στην άρση των φυλετικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση. Εξάλλου η εκπαίδευση έχει
τη δύναμη να εξαλείψει τις στερεοτυπικές αντιλήψεις και να επαναπροσδιορίσει
στάσεις και αξίες, ενώ είναι πιθανό να προωθήσει την ισότητα των ανδρών και των
γυναικών στο ευρύτερο πολιτικoκοινωνικoοικονομικό γίγνεσθαι. Στο πλαίσιο
αυτό η εκπαίδευση δύναται να καλλιεργήσει και να προωθήσει κοινωνικές αλλαγές
(Φρόση, Κουϊμτζή και Παπαδήμου, 2001). Το Υπουργείο Εσωτερικών, ενισχύει τη
σπουδαιότητα της έρευνας, με το άρθρο 13 για την ισότητα των φύλων στις τοπικές
κοινωνίες (2011). Σύμφωνα με αυτό, πέρα από το δικαίωμα στην εκπαίδευση για
όλους και όλες, «αναγνωρίζεται η ανάγκη
εξάλειψης τυχόν στερεότυπων ιδεών για τους ρόλους των ανδρών και των γυναικών
σε όλες τις μορφές της εκπαίδευσης» (σ. 19). Ταυτόχρονα η συγκεκριμένη
θεματική δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την ελληνική αρθρογραφία, τουλάχιστον
όσο την αντίστοιχη ξένη. Από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση των σχετικών ερευνών,
προκύπτει αδιαμφισβήτητα η ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
Στις σχετικές έρευνες
απαντώνται ερευνητικά ερωτήματα ως προς τις στάσεις και τις αντιλήψεις των
εκπαιδευτικών απέναντι στα δύο φύλα. Συγκεκριμένα μελετάται ο τρόπος
αλληλεπίδρασης εκπαιδευτικών - αγοριών και εκπαιδευτικών - κοριτσιών, οι
προσδοκίες των εκπαιδευτικών ανάλογα με το φύλο, τα στερεότυπα ως προς την
επίδοση των κοριτσιών στις θετικές επιστήμες και η απόδοση εκ μέρους των
εκπαιδευτικών συγκεκριμένων χαρακτηριστικών - ιδιοτήτων στα δύο φύλα.
Οι έρευνες αυτές
χρησιμοποιούν κυρίως ποσοτικές μεθόδους συλλογής δεδομένων, μέσω της χρήσης
ερωτηματολογίου με κλειστές ερωτήσεις. Οι μεταβλητές που λαμβάνονται υπόψη στις
έρευνες αφορούν ως επί το πλείστον το φύλο, τα χρόνια προϋπηρεσίας, τη
μετεκπαίδευση-σπουδές των εκπαιδευτικών καθώς και τον τόπο καταγωγής τους. Το
μέγεθος του δείγματος των ερευνών κυμαίνεται από 20 έως 255 εκπαιδευτικούς
χωρίς ωστόσο να είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού καθώς μειονεκτεί σε
πανελλαδική εμβέλεια. Ταυτόχρονα οι έρευνες τοποθετούνται χρονικά στην περίοδο
1996-2007, με τελευταία την έρευνα των Θεοδωράκη, Δεληγιάννη - Κουιμτζή. Σε
κάθε περίπτωση προκύπτει η ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος
βασισμένη στην ποιοτική μεθοδολογία, που υπολείπεται στη συγκεκριμένη θεματική και
θα παρέχει πιο σύγχρονα ερευνητικά ευρήματα πάνω σε ένα θέμα που παραμένει
πάντα επίκαιρο.
Η
φεμινιστική κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, στην οποία στηρίζονται οι σχετικές έρευνες,
υποστηρίζει ότι «το φύλο είναι μια δομή
κοινωνικά και πολιτισμικά προσδιορισμένη που προκύπτει ως αποτέλεσμα
προσδοκιών, χαρακτηριστικών και συμπεριφορών που αποδίδονται από την κοινωνία
στο αγόρι ή το κορίτσι από τη γέννησή του» (Φρόση κ.α., 2001, σ. 6).
Σύμφωνα
με τον ριζοσπαστικό φεμινισμό, το σχολείο αναπαράγει την πατριαρχική δομή της
κοινωνίας όπου κυριαρχεί το αντρικό πρότυπο και εξοβελίζονται οι γυναικείες
αξίες και συνήθειες (Τσιραντωνάκη,
2013). Διαφαίνεται έντονα το πρότυπο του άντρα κυρίαρχου στον εργασιακό χώρο
και της γυναίκας χωρίς δυνατότητα επαγγελματικής εξέλιξης - καριέρας.
Κατά
τους Καμπούρμαλη κ.α. (2010), «οι
εκπαιδευτικοί προβάλλουν στους μαθητές και ενσωματώνουν στην εκπαιδευτική τους
πρακτική το περιεχόμενο των προσωπικών τους εσωτερικεύσεων ως προς το φύλο»
(σ. 12). Την κατάργηση των στερεοτύπων που παρατηρούνται στο χώρο του σχολείου
υπό την προϋπόθεση της αλλαγής των στάσεων γονέων, παιδιών και εκπαιδευτικών
(Φρόση κ.α., 2001), απαιτούν οι εκπρόσωποι του φιλελεύθερου φεμινισμού,
σημαντικής τάσης της φεμινιστικής κοινωνιολογίας. Συγκεκριμένα, πρεσβεύοντας τη
θεωρία της ισότητας και των ίσων ευκαιριών, υποστηρίζουν ότι «η θέση του καθενός στην κοινωνική ιεραρχία
είναι αποτέλεσμα προσωπικής αξίας και δουλειάς» (Φρόση κ.α., 2001, σ. 6)
και συνεπώς δεν πρέπει να παρεμποδίζεται από τις στάσεις των εμπλεκόμενων στην
εκπαιδευτική διαδικασία.
Οι
εκπαιδευτικοί, πέρα από φορείς στερεοτυπικών αντιλήψεων, μεταφέρουν τα
στερεότυπά τους στα παιδιά, τα οποία και αντιμετωπίζουν στερεοτυπικά, κρατώντας
μια διαφορετική στάση απέναντι σε αγόρια και κορίτσια (Καμπούρμαλη κ.α., 2010).
Συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί ότι αφιερώνουν περισσότερο χρόνο και προσοχή στα
αγόρια, αλληλεπιδρώντας μαζί τους, είτε θετικά είτε αρνητικά, χωρίς οι ίδιοι
όμως να το παραδέχονται (Καμπούρμαλη κ.α., 2010). Κατά την Κανταρτζή (1996) «οι εκπαιδευτικοί ξοδεύουν περισσότερο χρόνο
διδάσκοντας και ακούγοντας τα αγόρια» (σ. 40). Οι Φρόση κ.α. (2001)
συμφωνούν ότι οι εκπαιδευτικοί προτιμούν να διδάσκουν τα αγόρια, τα οποία
θεωρούν πολύ πιο ικανά στο να μαθαίνουν, ενώ ξεχωρίζουν τα «αυστηρά συμμορφωμένα κορίτσια γιατί
διευκολύνουν τον έλεγχο της τάξης» (σ. 19). Σύμφωνα με τη μελέτη του δικτύου
Ευρυδίκη, οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν με τους Φρόση κ.α. (2001) καθώς θεωρούν τα
κορίτσια «πιο συνεργάσιμα και εύπλαστα
και τα αγόρια πιο σίγουρα και ικανά» (Δίκτυο Ευρυδίκη, 2010, σ. 29).
Στα
πλαίσια της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης οι εκπαιδευτικοί δίνουν στα αγόρια
περισσότερες ευκαιρίες να απαντήσουν σε ερωτήσεις, να αναμιχθούν σε
δραστηριότητες, να δώσουν γνώμες, να αντιδράσουν και να βοηθήσουν σε σχέση με
τα κορίτσια. Παράλληλα τους δείχνουν πώς να εκτελέσουν μια πράξη και τους
αφήνουν να δουλέψουν μόνοι τους, ενισχύοντας το αυτο-συναίσθημά τους, τη στιγμή
που τη λύνουν οι ίδιοι για τα κορίτσια. Κατά συνέπεια τα αγόρια ενθαρρύνονται
να ζητούν βοήθεια και τα κορίτσια να δουλεύουν μόνα τους ή να παραμένουν αδρανή
(Κανταρτζή, 1996). Ακόμη και τα αγόρια με προβληματική συμπεριφορά
αλληλεπιδρούν περισσότερο με τους εκπαιδευτικούς, συγκεντρώνοντας μεγάλο μέρος
της προσοχής τους, τη στιγμή που τα κορίτσια με ανάλογη συμπεριφορά
αντιμετωπίζονται με αδιαφορία (Κανταρτζή, 1996). Ως αποτέλεσμα των αλληλεπιδράσεων
αυτών, οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν περισσότερα για τα αγόρια. Μαθαίνουν
γρηγορότερα τα ονόματά τους, ενώ μπορούν να συζητήσουν για την ιδιοσυγκρασία
και το χαρακτήρα τους. Από την άλλη αδυνατούν να δώσουν τις αντίστοιχες πληροφορίες
για τα κορίτσια γεγονός που τα κάνει να νιώθουν αόρατα και απορριπτέα
(Κανταρτζή, 1996).
Ταυτόχρονα
οι εκπαιδευτικοί δεν εμφανίζονται το ίδιο ανεκτικοί απέναντι στις μαθήτριές
τους, όσο απέναντι στους μαθητές τους. Έτσι όταν παίρνουν το λόγο χωρίς να τους
έχει δοθεί, επαναφέρονται στην τάξη. Η ίδια συμπεριφορά συγχωρείται στους
μαθητές, οι οποίοι μιλούν οχτώ φορές περισσότερο στην τάξη απ' ότι οι
συμμαθήτριές τους (Καμπούρμαλη κ.α., 2010). Με τους Καμπούρμαλη κ.α. (2010)
έρχονται και πάλι να συμφωνήσουν οι Φρόση κ.α. (2001), που αποδεικνύουν
ερευνητικά ότι οι λεκτικές πρωτοβουλίες των κοριτσιών αποθαρρύνονται και είναι
πιθανό να ερμηνευτούν ως δείγμα θορυβώδους ή επιθετικής συμπεριφοράς. Από την
άλλη, οι πρωτοβουλίες των αγοριών προβάλλουν τις ηγετικές ικανότητές τους και
εκτιμώνται ως αυξημένη λεκτική ευχέρεια.
Σύμφωνα
με τα παραπάνω καλλιεργείται το αίσθημα της κυριαρχίας στα αγόρια και
ταυτόχρονα η παθητικότητα των κοριτσιών, αλλιώς το συναίσθημα της «αποκτημένης
αποθάρρυνσης» (Καμπούρμαλη κ.α., 2010).
Όπως
έχει διαφανεί σε έρευνες (Κανταρτζή, 1996˙ Καμπούρμαλη κ.α., 2010), ο
τρόπος που χειρίζονται οι εκπαιδευτικοί την αποτυχία προάγει επίσης τα
αντίστοιχα συναισθήματα. Συγκεκριμένα, η αποτυχία των αγοριών αποδίδεται σε
έλλειψη προσπάθειας, κινήτρων, προσοχής ή σε τεμπελιά, σίγουρα όμως όχι σε
έλλειψη ικανοτήτων, ενώ αντιστοίχως η αποτυχία των κοριτσιών σε ανικανότητα. «Ακόμη και όταν τα κορίτσια θεωρούνται
καλύτερες μαθήτριες, αυτό αποδίδεται περισσότερο στην καλή τους συμπεριφορά
παρά στη γνώση ή στην ευφυΐα τους. Δηλαδή τα κορίτσια είναι πιο επιμελή και
διαβάζουν περισσότερο από τα αγόρια» (Δίκτυο Ευρυδίκη, 2010, σ. 29). Στην
περίπτωση των χαμηλών σχολικών επιδόσεων των μαθητών, οι εκπαιδευτικοί δεν
αποκλείουν την άσκηση επαγγελμάτων υψηλού κύρους και σημαντικών ευθυνών καθώς
κάτι τέτοιο συνάδει με την ηγετική φύση τους. Από την άλλη τα κορίτσια, ακόμη
και αυτά με υψηλές επιδόσεις, ενισχύονται να επιλέξουν παραδοσιακά γυναικεία
επαγγέλματα χαμηλότερου κύρους και λιγότερων ευθυνών (Φρόση κ.α., 2001). Εύλογα
διαπιστώνει κανείς ότι ο ριζοσπαστικός φεμινισμός του άντρα κυρίαρχου και ηγέτη
διαφαίνεται σε όλες τις παραπάνω μελέτες.
Από
έρευνα των Θεοδωράκη κ.α. (2007) προκύπτει ότι οι στερεοτυπικές αντιλήψεις των
Ελλήνων εκπαιδευτικών για τις ικανότητες των κοριτσιών στα θετικά μαθήματα
έχουν τις ρίζες τους στο διαχωρισμό των επαγγελμάτων σε ανδρικά και γυναικεία. Σε
έρευνά της η Τσιραντωνάκη (2013) αναφέρει: «Τα
κορίτσια είναι από τη φύση τους πιο συναισθηματικά, πιο ευαίσθητα, λιγότερο
ορθολογικά, γι' αυτό και δεν αριστεύουν στα μαθηματικά. Τα αγόρια, από την άλλη
πλευρά, δεν τα καταφέρνουν στα φιλολογικά» (σ. 6).
Ταυτόχρονα
οι εκπαιδευτικοί αποδίδουν ιδιότητες στα δύο φύλα, προσδίδοντάς τους με αυτό
τον τρόπο στερεότυπα χαρακτηριστικά προσωπικότητας. Έτσι τα αγόρια χαρακτηρίζονται
«ζωηρά, θορυβώδη, επιθετικά, απείθαρχα,
αμελή, χαμηλών σχολικών επιδόσεων, αυτόνομα». Αντίστοιχα «τα κορίτσια είναι εξαρτημένα, κλαψιάρικα,
επιμελή, μεθοδικά» (Φρόση κ.α., 2001, σ. 23). Η Κανταρτζή (1996) αναφέρει
ότι οι εκπαιδευτικοί αναμένουν από τα αγόρια να είναι έξυπνα, ανεξάρτητα και
προορισμένα για επαγγελματική καριέρα ενώ τα κορίτσια να είναι υπάκουα,
εξαρτημένα και παθητικά. Στην έρευνα των Φρόση κ.α. (2001) παρατίθενται
αντίθετα ζεύγη που δομούν διαφορετικές ταυτότητες για κάθε φύλο, μερικά εκ των
οποίων είναι: «Τα επιθετικά αγόρια - Τα
ήσυχα και υπάκουα κορίτσια», «Τα έξυπνα αγόρια - Τα μελετηρά κορίτσια», «Τα
άτακτα και τσαπατσούλικα αγόρια - Τα επιμελή και τακτικά κορίτσια», «Τα αθώα
αγόρια - Τα πονηρά, καχύποπτα και υποκρινόμενα κορίτσια» (σ. 41). Πρόκειται
για χαρακτηριστικά και συμπεριφορές που, σύμφωνα με τη φεμινιστική
κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, αποδίδονται στα δύο φύλα πρωτίστως από την
κοινωνία και ακολούθως από τους εκπαιδευτικούς κατά την εκπαιδευτική
διαδικασία.
Πέρα
από τις καθ' εαυτές αλληλεπιδράσεις εκπαιδευτικών - αγοριών και εκπαιδευτικών -
κοριτσιών κατά τη διδακτική πράξη, η ίδια η οργάνωση του σχολείου από τους
εκπαιδευτικούς και τους διευθυντές καλλιεργεί στερεότυπα για το ρόλο των δύο
φύλων. Συγκεκριμένα οι εκπαιδευτικοί οργανώνουν τις τάξεις τους βάση του φύλου,
χωρίζοντας τους μαθητές σε ομάδες, καλλιεργώντας έτσι τον ανταγωνισμό ως
κίνητρο για να δουλέψουν σκληρότερα. Συχνά τονίζουν τις διαφορές ανάμεσα στα
δύο φύλα ως τρόπο επιβολής της πειθαρχίας. Την ίδια στιγμή, οι χωριστές γραμμές
στην αυλή, οι χωριστές θέσεις στην τάξη, η καταγραφή των μαθητών στα
απουσιολόγια με τα αγόρια να προηγούνται, αναδεικνύουν μια σχολική οργάνωση
βασισμένη στο φύλο (Κανταρτζή, 1996).
«Με τον όρο στάσεις εννοούμε τις τάσεις, την
προδιάθεση του υποκειμένου να ανταποκρίνεται με κάποιο ομοιόμορφο τρόπο,
ευμενώς ή δυσμενώς, έναντι συγκεκριμένων γεγονότων, ατόμων ή φορέων,
αντικειμένων ή και μαθημάτων (Φιλίππου & Χρίστου, 2001, στο 10o
Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου, 2008:198). Οι στάσεις περιέχουν το στοιχείο της υποκειμενικής αντίληψης και
αξιολόγησης, προέρχονται από προηγούμενες εμπειρίες, θετικές ή αρνητικές, του
ατόμου και επηρεάζουν τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του» (10o Συνέδριο
Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου, 2008:198).
«Ως αντιλήψεις ενός ατόμου μπορούν να
θεωρηθούν οι πεποιθήσεις οι σχετικές με ένα αντικείμενο, πρόσωπο ή κατάσταση,
οι οποίες όμως έχουν έντονο το στοιχείο της υποκειμενικότητας»
(Θεοδωρακοπούλου, 2004:31). Οι έννοιες των στάσεων και των αντιλήψεων των
εκπαιδευτικών που ορίζουν το θέμα της έρευνας έρχονται να αποκτήσουν ένα πιο
ολοκληρωμένο νόημα υπό τη σκοπιά των στερεοτύπων που ορίζονται στη συνέχεια.
Κατά
την Τσιραντωνάκη (2013) τα στερεότυπα είναι σταθερές αντιλήψεις σχετικά με τα
χαρακτηριστικά που αποδίδονται στα μέλη μιας ομάδας, εσωτερικεύονται πολλές
φορές ασυνείδητα ή αυθόρμητα από το άμεσο περιβάλλον και γίνονται δεκτά από
άτομα χωρίς να τα υποβάλουν σε λογική επεξεργασία. Σύμφωνα με τους Καμπούρμαλη,
Μίλεση, Παπαγεωργίου και Πασχαλιώρη (2010), «τα στερεότυπα φύλου είναι κοινωνικές αντιλήψεις για μορφές συμπεριφοράς
που αποδίδονται στα άτομα, ανάλογα με το φύλο τους και κατηγοριοποιούν τον
πληθυσμό σε δύο ομάδες, αυτή των ανδρών και αυτή των γυναικών» (σ. 3).
Η παρούσα μελέτη, μέσω της διερεύνησης των στάσεων και
των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποσκοπεί στην
ενίσχυση του ρόλου τους για την προώθηση της ισότητας των δύο φύλων, προκειμένου σταδιακά να αποφευχθούν τα
σχετικά με το φύλο στερεότυπα.
Πιο
συγκεκριμένα, επιμέρους στόχοι είναι, να διερευνηθούν οι στάσεις και οι αντιλήψεις
των εκπαιδευτικών απέναντι στα δύο φύλα, να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς το
βαθμό στον οποίο οι Έλληνες εκπαιδευτικοί και οι δικές τους παγιωμένες στάσεις
και παραδοχές, σχετίζονται με την προβολή φυλετικών στερεοτύπων στους μαθητές
και να κατανοηθούν οι διδακτικές πρακτικές των εκπαιδευτικών που αναπαράγουν τα
φυλετικά στερεότυπα, προκειμένου να ενισχυθούν οι εκπαιδευτικοί στο ρόλο που
διαδραματίζουν για την προώθηση της ισότητας των φύλων. Η επιλογή των συγκεκριμένων
στόχων τεκμηριώνεται, τόσο στη βάση της έλλειψης αναφοράς προηγούμενων ερευνών
στις στάσεις και τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης
που σχετίζονται με την προβολή φυλετικών στερεοτύπων στους μαθητές, όσο και στη
σημασία που αποδίδεται στο συγκεκριμένο θέμα από την παγκόσμια εκπαιδευτική
κοινότητα.
Τα
ερευνητικά ερωτήματα, όπως προκύπτουν από τους αντίστοιχους στόχους, είναι τα
εξής:
·
Ποιες είναι οι
στάσεις και οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης των
νομών Αιτωλοακαρνανίας και Πρεβέζης απέναντι στα δύο φύλα;
·
Ποιες είναι οι συγκεκριμένες
διδακτικές πρακτικές των εκπαιδευτικών που αναπαράγουν τα φυλετικά στερεότυπα,
ως απόρροια των δικών τους παγιωμένων στάσεων, εν έτη 2016-2017;
Με
το πρώτο ερευνητικό ερώτημα διερευνούνται οι στάσεις και οι αντιλήψεις των
εκπαιδευτικών απέναντι στα δύο φύλα. Η εμβάθυνση στις στάσεις και στις
αντιλήψεις των εκπαιδευτικών ανταποκρίνεται πλήρως στον πρώτο στόχο της
μελέτης. Με το δεύτερο ερευνητικό ερώτημα διερευνούνται οι συγκεκριμένες διδακτικές
πρακτικές των εκπαιδευτικών που αναπαράγουν τα σχετικά με το φύλο στερεότυπα. Η
συσχέτιση αυτή ανταποκρίνεται στο δεύτερο στόχο της μελέτης. Η εμβάθυνση στα
σχετικά με τα παραπάνω ερευνητικά ευρήματα ενισχύει το ρόλο των εκπαιδευτικών
για την προώθηση της ισότητας των δύο φύλων, ικανοποιώντας έτσι το σκοπό της
έρευνας και συμβάλλοντας στην αποφυγή των φυλετικών στερεοτύπων στην εκπαίδευση.
Ως προς τη
μεθοδολογία της έρευνας, αυτή δεν είναι άλλη από την ποιοτική μέθοδο συλλογής
δεδομένων καθώς, όπως διαφαίνεται από τα ερευνητικά ερωτήματα και τους
αντίστοιχους στόχους, οι στάσεις και οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών πρέπει να
διερευνηθούν ώστε να εξασφαλιστεί βαθιά κατανόηση.
Το δείγμα της
έρευνας προκύπτει μέσω της δειγματοληψίας μέγιστης διακύμανσης και αποτελείται
από δεκαεπτά εν ενεργεία εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επιλέγεται
από σχολεία του νομού Αιτωλοακαρνανίας, συγκεκριμένα το 1ο και το 2ο δημοτικό
σχολείο Βόνιτσας, το δημοτικό σχολείο Παλαίρου, καθώς και το δημοτικό σχολείο
Θεσπρωτικού του νομού Πρεβέζης. Η επιλογή των συγκεκριμένων σχολείων βασίστηκε
στην προσβασιμότητα και στο ηλικιακό εύρος των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε
αυτά.
Το εργαλείο με το οποίο
διεξάγεται η έρευνα είναι οι Ανοιχτές ερωτήσεις σε ερωτηματολόγιο, καθώς μέσω
αυτών διερευνάται εις βάθος το υπό μελέτη θέμα. Οι ερωτήσεις αυτές αφορούν την
αλληλεπίδραση εκπαιδευτικών - μαθητών και εκπαιδευτικών - μαθητριών, τις
προσδοκίες που έχουν από αυτούς οι εκπαιδευτικοί σχετικά με τη σχολική επίδοση
αλλά και τη μελλοντική τους πορεία, τις αντιλήψεις τους για τις επιδόσεις των
μαθητών - μαθητριών στα θεωρητικά και θετικά μαθήματα αντίστοιχα, τις ιδιότητες
- χαρακτηριστικά που τους αποδίδουν και τη βασισμένη στο φύλο οργάνωση της
τάξης. Η ανάλυση των δεδομένων γίνεται με τη μορφή αφηγηματικής συζήτησης.
Η εξασφάλιση
αξιόπιστων δεδομένων στην έρευνα επιτυγχάνεται, μέσω της σαφήνειας των
ερωτημάτων, των ιδίων συνθηκών συλλογής δεδομένων (διανομή ερωτηματολογίων την
ίδια ημέρα, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, σε όλα τα υποκείμενα) και των
διαρθρωμένων ερωτήσεων ώστε να μην οδηγούν σε συγκεκριμένες απαντήσεις. Την
ίδια στιγμή στο ερωτηματολόγιο τίθενται όλα εκείνα τα ερωτήματα που βοηθούν
στην κατάληξη σ' ένα ασφαλές πόρισμα, απαντώντας σαφώς στα ερευνητικά ερωτήματα
(Κατσαρού, 2017). Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονται έγκυρα ερευνητικά δεδομένα.
Άκρως σημαντικό για την έρευνα αποτελεί η
εξασφάλιση ευαισθησίας απέναντι στα ηθικά ζητήματα και τους περιορισμούς.
Αρχικά, μέσω της συνοδευτικής επιστολής, ενημερώνονται οι συμμετέχοντες για το
σκοπό της έρευνας. Τους παρέχεται η εγγύηση, μέσα σ' ένα κλίμα εμπιστευτικότητας
και ανωνυμίας, ότι επουδενί δεν πρόκειται να εξαπατηθούν ούτε να ενοχληθούν στο
χώρο τους κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Τέλος, πληροφορούνται ότι η συμμετοχή
τους είναι προαιρετική και θα τηρηθεί προστασία δεδομένων. Σημαντικός
περιορισμός της έρευνας είναι το γεγονός ότι απαιτείται από τους εκπαιδευτικούς
να μιλήσουν για τις φυλετικές διακρίσεις που κάνουν μέσα στην τάξη, χωρίς
ωστόσο οι ίδιοι να τις συνειδητοποιούν στο σύνολό τους. Ταυτόχρονα το 1/3
περίπου του δείγματος, επιλέγει να χρησιμοποιήσει το ερωτηματολόγιο ως ένα
εργαλείο κλειστού τύπου, χωρίς να δώσει εξηγήσεις ή να αιτιολογήσει τις
απαντήσεις του. Τέλος, οι άντρες αποτελούν πολύ μικρό ποσοστό του δείγματος,
ενώ δεν απαντούν στις ανοιχτού τύπου ερωτήσεις, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο
τα ερευνητικά ευρήματα.
Ως εν ενεργεία
εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης επί δεκαετία, δηλώνω υπεύθυνα ότι
τάσσομαι υπέρ της θεωρίας του φιλελεύθερου φεμινισμού. Δεν διακρίνω, τουλάχιστον
όχι συνειδητά, τους μαθητές από τις μαθήτριες. Η στάση μου απέναντί τους δεν
επηρεάζεται από το φύλο, αλλά αφορά τον κάθε μαθητή ή μαθήτρια ως οντότητα, με
τον δικό του/της χαρακτήρα και προσωπικότητα που έχουν αναπτυχθεί στο δικό του/της
μοναδικό οικογενειακό πλαίσιο. Ενισχύω, ενθαρρύνω, παρέχω κίνητρα, επιβραβεύω,
τιμωρώ, γενικότερα αλληλεπιδρώ με όλους/ες τους μαθητές/τριες, ανάλογα με τις
ανάγκες τους που επουδενί δεν σχετίζονται με το φύλο τους.
Η πλειοψηφία
των εκπαιδευτικών του δείγματος (δέκα στους δεκαεπτά εκπαιδευτικούς), δηλώνει
ότι αφιερώνει διδακτικό χρόνο εξίσου σε αγόρια και κορίτσια, τους παρέχει ίσες
ευκαιρίες λόγου και συγκεντρώνει σημαντικές πληροφορίες και για τα δύο φύλα.
Την ίδια στιγμή δεκατρείς στους δεκαεπτά εκπαιδευτικούς υποστηρίζουν ότι, κατά
τη διάρκεια του μαθήματος, βοηθούν-ενισχύουν εξίσου και τα δύο φύλα στις
εργασίες τους:
Αφιερώνω τον ίδιο χρόνο και στα δύο φύλα, ανάλογα ποια παιδιά
χρειάζονται εξηγήσεις, δεν είναι δηλαδή συγκεκριμένα περισσότερα αγόρια ή
περισσότερα κορίτσια. Η αλληλεπίδραση είναι εξίσου η ίδια. Όλοι θα πουν μάθημα
ή θα σηκωθούν στον πίνακα. Θα πάρουν το λόγο όλοι με τη σειρά μέσα στην ημέρα.
Ο δυνατός χαρακτήρας και το ταμπεραμέντο διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στη
συμμετοχή ενός παιδιού στο μάθημα και όχι το φύλο του. Έτσι ένα παιδί, αγόρι ή
κορίτσι, με έντονο ταμπεραμέντο και δυναμικό χαρακτήρα, παίρνει το λόγο σχεδόν
μόνο του, μονοπωλώντας τη συζήτηση. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος, παρέχω
ενθάρρυνση και κίνητρα συμμετοχής εξίσου και στα δύο φύλα. Παρέχεται ισάξια
βοήθεια για την κάλυψη αμφότερων αναγκών.
Μικρότερο ωστόσο είναι το ποσοστό
των εκπαιδευτικών (πέντε στους δεκαεπτά) που αφιερώνει περισσότερο χρόνο και
προσοχή στα αγόρια, χωρίς παρ' όλ' αυτά να τους δίνει το λόγο περισσότερο σε
σχέση με τα κορίτσια. Μόλις δύο στους δεκαεπτά εκπαιδευτικούς δηλώνουν ότι
βοηθούν περισσότερο τα αγόρια στις εργασίες τους, κάτι που αποδίδεται σε
έλλειψη συγκέντρωσης, συνεργασίας και προσοχής:
Αφιερώνω περισσότερο χρόνο στα αγόρια γιατί έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα
συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του μαθήματος και πρέπει να τα επαναφέρω στη
μαθησιακή διαδικασία. Πολλές φορές τα αγόρια υπερκαλύπτουν τα κορίτσια, ίσως
λόγω της ηγετικής φύσης τους. Είναι συνήθως και πιο ζωηρά, οπότε τους δίνω
περισσότερες ευκαιρίες για να εκτονώσουν κάπου την ενέργειά τους. Αφιερώνεται
περισσότερος χρόνος στα αγόρια προκειμένου να συμμετάσχουν, να εκφράσουν τη
γνώμη τους με επιχειρήματα αλλά και για να πειθαρχήσουν στους κανόνες της τάξης.
Τα αγόρια είναι συνήθως αυτά που έχουν περισσότερες αδυναμίες, συνεπώς και περισσότερη
ανάγκη να τους ενσωματώνεις στο μάθημα. Αφιερώνεται περισσότερος χρόνος στα
αγόρια, αρχικά λόγο του μαθησιακού τους επιπέδου με σκοπό την επίτευξη της
ισορροπίας στη γνώση και στη συνέχεια τη «ρύθμιση» της συμπεριφοράς τους. Παρ' όλ' αυτά δεν υπάρχει διάκριση στην παροχή
λόγου, καθώς επιθυμία και στόχος μου είναι να συμμετέχουν όλοι ισάξια.
Ένα εξαιρετικά μικρό ποσοστό εκπαιδευτικών
(μόλις δύο στους δεκαεπτά) υποστηρίζει ότι αφιερώνει περισσότερο χρόνο και
προσοχή στα κορίτσια, τα οποία και ενισχύει περισσότερο στις εργασίες τους:
Αφιερώνω περισσότερο χρόνο και προσοχή στα κορίτσια προκειμένου να
αναμειχθούν σε δραστηριότητες και να επιλυθούν οι μεταξύ τους διαφορές. Τα
κορίτσια δεν έχουν τόσο απαιτητικό τρόπο στο να ζητάνε βοήθεια, ενώ τα αγόρια
τη θεωρούν δεδομένη. Τα κορίτσια έχουν πιο χαμηλή αυτοπεποίθηση, γι' αυτό και
τους παρέχεται επιπλέον ενίσχυση.
Όσον αφορά τα
χαρακτηριστικά-ιδιότητες των μαθητών και μαθητριών που αφορούν τη σχολική τους
επίδοση και συμπεριφορά, συνθέτοντας το μαθητικό τους προφίλ, όλοι οι
εκπαιδευτικοί του δείγματος, με μία ή δύο εξαιρέσεις, δηλώνουν ότι το φύλο δεν
επηρεάζει το βαθμό ευφυΐας των μαθητών. Από την άλλη, έξι στους δεκαεπτά εκπαιδευτικούς
διακρίνουν περισσότερη συνέπεια, επιμέλεια και μεθοδικότητα στα κορίτσια, την
οποία και αναγνωρίζουν ως απόρροια του τρόπου ανατροφής (οικογενειακό υπόβαθρο,
κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας). Εννέα στους δεκαεπτά εκπαιδευτικούς δεν
συσχετίζουν το φύλο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (π.χ. θορυβώδη, επιθετικά
αγόρια - εξαρτημένα, κλαψιάρικα κορίτσια), δίνοντας έμφαση στον χαρακτήρα όπως
διαμορφώνεται από το οικογενειακό περιβάλλον. Δύο εξ' αυτών εμφανίζονται
ιδιαίτερα κριτικοί όσον αφορά την απόδοση συγκεκριμένων ιδιοτήτων στα δύο φύλα,
χαρακτηρίζοντας τη διαδικασία αυτή «ρατσιστική» και «απόλυτη». Μόλις τρεις
στους δεκαεπτά εκπαιδευτικούς του δείγματος χαρακτηρίζουν τα αγόρια ζωηρά ή
λιγότερο φρόνιμα:
Πιστεύω ότι και οι δύο ομάδες μαθητών είναι ικανές να μαθαίνουν. Η
συμπεριφορά τους και ο χαρακτήρας τους ποικίλλει από άτομο σε άτομο και θεωρώ
ότι δεν είναι ενδεικτικός του φύλου τους. Συνήθως τα κορίτσια είναι πιο υπάκουα
και πειθαρχούν ευκολότερα στους κανόνες της τάξης σε αντίθεση με τα αγόρια που
είναι λιγότερο φρόνιμα. Γενικότερα παρατηρείται μια περισσότερη επιμέλεια από τα
κορίτσια λόγω «νοικοκυροσύνης», αλλά συναντάται εξίσου επιμέλεια και από τα
αγόρια, καθώς και ευφυΐα από τα κορίτσια. Η ευφυΐα δεν έχει καμιά σχέση με το
φύλο. Οι ικανότητες στο σχολείο εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Απλώς τα
κορίτσια μαθαίνουν από το σπίτι να είναι πιο επιμελή (τρόπος να μεγαλώνουμε
διαφορετικά αγόρια και κορίτσια στη χώρα μας). Τα κοινωνικά μας standards είναι που τα ωθούν προς αυτή
την κατεύθυνση. Αυτό δεν τα κάνει λιγότερο ευφυή ή το αντίθετο. Υπάρχουν αγόρια
πολύ πιο συνεργάσιμα και επιμελή. Εκεί καθρεφτίζεται η ποιότητα της
οικογένειας. Δε θεωρώ σωστό να χαρακτηρίζουμε τα παιδιά με βάση το φύλο. Το
κάθε παιδί έχει τον δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα, ο οποίος δεν εξαρτάται από το
φύλο.
Δεκατρείς στους
δεκαεπτά εκπαιδευτικούς διαφωνούν με την άποψη ότι τα κορίτσια δεν τα
καταφέρνουν στα μαθηματικά και αντιστοίχως τα αγόρια στα φιλολογικά.
Υποστηρίζουν ότι το φύλο δεν σχετίζεται με την κλίση του κάθε μαθητή ή
μαθήτριας, ενώ θεωρούν σχετικό το στοιχείο της επιμέλειας, του χαρακτήρα, του εκάστοτε
δασκάλου, του τρόπου σκέψης, των δεξιοτήτων και της προσωπικής δουλειάς:
Σε γενικές γραμμές έχω διαπιστώσει πως οι «καλοί» μαθητές τα
καταφέρνουν σε όλα τα μαθήματα. Κυρίως οι επιμελείς. Είναι καθαρά θέμα
μαθητή-μαθήτριας και χαρακτήρα. Εξαρτάται από τους δασκάλους. Πώς θα
προσεγγίσουν τους μαθητές σε κάθε μάθημα. Τα κορίτσια έχουν πιο ανεπτυγμένη
συνδυαστική σκέψη. Τα αγόρια σκέφτονται πιο μονόπλευρα, ενισχύοντας το πρακτικό
πιο πολύ από το θεωρητικό. Αλλά η μαθηματική σκέψη δεν μπορεί να είναι μόνο
τυποποιημένη. Είναι θέμα δεξιοτήτων και προσωπικής δουλειάς, που καμία σχέση
δεν έχει με το φύλο.
Όσον αφορά τον
σχετικό με το φύλο επαγγελματικό προσανατολισμό των μαθητών, δεκαπέντε στους
δεκαεπτά εκπαιδευτικούς υποστηρίζουν ότι και τα δύο φύλα μπορούν εξίσου να
ασκήσουν επαγγέλματα υψηλού κύρους, αμοιβών και ευθυνών, δήλωση που την
αποδίδουν στην καθοδήγηση από το σπίτι, στην αλλαγή των εποχών, καθώς και στις
ικανότητες και ευκαιρίες που δίνονται σε κάθε άτομο:
Στη σύγχρονη εποχή αποδεικνύεται ότι τα κορίτσια έχουν αναδειχθεί σε
επαγγέλματα που παλαιότερα ήταν ανδροκρατούμενα. Κατέχουν θέσεις καίριες και
διαπρέπουν εξίσου με τα αγόρια. Τα κορίτσια δείχνουν να είναι πιο συγκεντρωμένα
στους στόχους τους στο δημοτικό ενώ τα αγόρια αρκούνται στη μετριότητα. Η
άσκηση επαγγελμάτων δεν έχει να κάνει με το φύλο, αλλά με τις βλέψεις και την
καθοδήγηση από το σπίτι. Οι εποχές έχουν αλλάξει. Το φύλο δεν επηρεάζει την
επαγγελματική εξέλιξη του ανθρώπου. Αυτό που παίζει ρόλο είναι οι ικανότητες
και οι ευκαιρίες που θα δοθούν σε κάθε άτομο. Καθημερινά αποδεικνύεται ότι
πολλά κορίτσια διεκδικούν και κατακτούν θέσεις ανάλογες με αυτές των αγοριών.
Μόλις δύο εκπαιδευτικοί διαφωνούν
με την παραπάνω άποψη, επικαλούμενοι τις παραδοσιακές απόψεις περί επαγγελμάτων
στην ελληνική κοινωνία και το ρόλο που τα κορίτσια θα παίξουν αργότερα ως
μητέρες:
Οι
παραδοσιακές απόψεις στην ελληνική κοινωνία ισχύουν ακόμα σε μεγάλο βαθμό οπότε
είναι πιθανό να περνάει αυτό ακόμα και στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Λόγω του
ρόλου τους αργότερα, τα κορίτσια, ως μητέρες, ακολουθούν επαγγέλματα με
λιγότερες απαιτήσεις.
Δεκατρείς
στους δεκαεπτά εκπαιδευτικούς του δείγματος υποστηρίζουν ότι διαφωνούν ή
διαφωνούν πάρα πολύ με τη βασισμένη στο φύλο οργάνωση της τάξης. Δηλώνουν
υπέρμαχοι της δημιουργίας ανομοιογενών ομάδων με σκοπό τη μέγιστη αλληλεπίδραση,
συνδιαλλαγή και επικοινωνία των δύο φύλων. Συμφωνούν ότι οι μεικτές ομάδες συμβάλλουν στην ενδυνάμωση των
σχέσεων των δύο φύλων, στην εξασφάλιση συνεργασίας και επικοινωνίας, στην
ανάπτυξη των ικανοτήτων και του μαθησιακού τους προφίλ, στην ενίσχυσή τους με
κάθε δυνατό τρόπο, στην ομαλή ένταξή τους στην κοινωνία:
Οι
ομάδες καθορίζονται με βάση τις ικανότητες των μαθητών και των μαθητριών έτσι
ώστε η ομάδα να έχει μαθητές και μαθήτριες όλων των επιπέδων, ώστε να υπάρχει
αλληλεπίδραση. Διαφοροποιημένες ομάδες κάθε εβδομάδα, για να συνάψουν όλοι οι
μαθητές φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Τους τοποθετώ με όποιον τρόπο με
διευκολύνει. Να μη μιλάνε μεταξύ τους, δυνατός-αδύναμος. Έχει ξεπεραστεί το
μοντέλο «αγοράκια με κοριτσάκια χώρια». Κάνω συνδυασμούς με βάση στοιχεία όπως
επίδοση, ενίσχυση παιδιών στην ομάδα, θέματα υγείας, ύψους μαθητών κ.τ.λ.. Η
τάξη αποτελείται από ανάμεικτες ομάδες παιδιών, βασισμένες στις ιδιαίτερες
μαθησιακές τους ανάγκες, καθώς και στο βαθμό συνεργασίας και επικοινωνίας
μεταξύ τους. Θεωρώ ότι η συνεργασία και αλληλεπίδραση των δύο φύλων θα
συμβάλλει στην ομαλή ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο. Στην αυλή, έχω
τοποθετήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες σε ζευγαράκια, χωρίς να διαχωρίζονται
τα δύο φύλα.
Τέλος, μόλις δύο στους
δεκαεπτά εκπαιδευτικούς τάσσονται υπέρ της σύστασης ομοιογενών ομάδων εντός και
εκτός σχολείου:
Οι
ομάδες καλό θα ήταν να είναι όσο γίνεται περισσότερο ομοιογενείς. Τα κορίτσι
κάθονται με κορίτσια, τ' αγόρια στο διάλειμμα παίζουν με τ' αγόρια και στις
γραμμές είναι χωριστά τ' αγόρια από τα κορίτσια.
Συζητώντας,
σχολιάζοντας τα ερευνητικά ευρήματα και συσχετίζοντας με τη βιβλιογραφία,
γίνεται μία προσπάθεια να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα. Σε πολλά σημεία,
ερχόμαστε σε αντίθεση με τις έρευνες που έχουν προηγηθεί, σύμφωνα με τις οποίες
οι εκπαιδευτικοί αλληλεπιδρούν περισσότερο με τα αγόρια. Προβάλλουν, δηλαδή, ως
οπαδοί του φιλελεύθερου φεμινισμού πρεσβεύοντας τη θεωρία της ισότητας των δύο
φύλων. Ωστόσο, η ηγετική φύση, η ζωηράδα, η έλλειψη προσοχής και συγκέντρωσης,
η προβληματική συμπεριφορά των αγοριών-ανυπακοή στους κανόνες της τάξης, καθώς
και η χαμηλή αυτοπεποίθηση των κοριτσιών, τονίζονται από τους εκπαιδευτικούς
της έρευνας και έρχονται σε συμφωνία με τις προϋπάρχουσες μελέτες.
Εν αντιθέσει
με τη βιβλιογραφία, οι σύγχρονοι εκπαιδευτικοί δεν συσχετίζουν την ευφυΐα με το
φύλο, παρ' ότι εντάσσουν την επιμέλεια και τη συνέπεια ως επί το πλείστον στα
χαρακτηριστικά των κοριτσιών. Δεν αποδίδουν στους μαθητές χαρακτηριστικά με
βάση το φύλο με μικρή εξαίρεση την ιδιότητα του ζωηρού μαθητή (αγόρι).
Γενικότερα συσχετίζουν τα χαρακτηριστικά του κάθε μαθητή ή μαθήτριας με το
οικογενειακό πλαίσιο και δεν τα αποδίδουν στο φύλο.
Τα σύγχρονα
ερευνητικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η κλίση των μαθητών και μαθητριών σε κάθε
γνωστικό αντικείμενο (θετικό ή θεωρητικό), δεν σχετίζεται με το φύλο παρά με την
επιμέλεια, τον χαρακτήρα, τον εκπαιδευτικό της τάξης, τον τρόπο σκέψης, τις
δεξιότητες και την προσωπική δουλειά.
Εύλογα
διαπιστώνουμε ότι ο ριζοσπαστικός φεμινισμός, κατά τον οποίο η ηγετική φύση του
άντρα συνάδει με την άσκηση επαγγελμάτων υψηλού κύρους, αμοιβών και ευθυνών ενώ
της γυναίκας όχι, υποχωρεί, δίνοντας τη θέση του στον φιλελεύθερο φεμινισμό
κατά τον οποίο το επάγγελμα είναι αποτέλεσμα προσωπικής αξίας και δουλειάς και
επ' ουδενί δεν σχετίζεται με το φύλο. Στο σημείο αυτό, συνετό θα ήταν να
προσθέσουμε και τις σχετικές απόψεις του δείγματος των εκπαιδευτικών περί
κινήτρων, ευκαιριών, ικανοτήτων και οικογενειακού πλαισίου.
Τέλος,
η παρούσα έρευνα έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες σύμφωνα με τις
οποίες οι εκπαιδευτικοί οργανώνουν τις τάξεις τους με βάση το φύλο,
διακρίνοντας με αυτό τον τρόπο τους μαθητές σε αγόρια και κορίτσια, δημιουργώντας
μια ανταγωνιστική σχέση μεταξύ. Οι εκπαιδευτικοί της παρούσας έρευνας στη
συντριπτική τους πλειοψηφία υποστηρίζουν τη δημιουργία ανομοιογενών, ως προς το
φύλο, ομάδων με σκοπό τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση και επικοινωνία, την
ενίσχυσή τους μαθησιακά μέσω της συνεργασίας και την ομαλή ένταξή τους στο
κοινωνικό σύνολο.
Τα
ερευνητικά ερωτήματα έχουν απαντηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, καθώς έχουν
διερευνηθεί οι σύγχρονες στάσεις και αντιλήψεις των εκπαιδευτικών απέναντι στα
δύο φύλα, καθώς και οι συγκεκριμένες διδακτικές τους πρακτικές που σχετίζονται
με την αναπαραγωγή φυλετικών στερεοτύπων. Με χαρά διαπιστώνουμε ότι οι στάσεις
και οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών απέναντι στα δύο φύλα έχουν αλλάξει σε
μεγάλο βαθμό, βάζοντας στο επίκεντρο τον μαθητή ως μαθητή, και σπάνια ως αγόρι
ή κορίτσι. Συγκρίνοντας με την προϋπάρχουσα βιβλιογραφία, τα συμπεράσματα στα
οποία καταλήγουμε, προσφέρουν στην εκπαιδευτική κοινότητα βαθύτερη κατανόηση
και αρτιότερη αντίληψη για το θέμα των φυλετικών διακρίσεων στην εκπαίδευση,
όπως αυτές προκύπτουν από τις στάσεις, αντιλήψεις και πρακτικές των
εκπαιδευτικών. Πολλοί από τους εκπαιδευτικούς του δείγματος, περίπου έξι στους
δεκαεπτά, δεν απάντησαν καθόλου ή σχεδόν καθόλου, στις ανοιχτού τύπου ερωτήσεις
του εργαλείου, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την έρευνα, σε συνδυασμό με την
εμφανή απουσία της αντρικής άποψης και τη δυσκολία συνειδητοποίησης των
φυλετικών διακρίσεων από τους εκπαιδευτικούς κατά την εκπαιδευτική διαδικασία.
Ελληνική
Θεοδωράκη Α., Δεληγιάννη - Κουιμτζή Β. (2007,
Σεπτέμβριος). Κορίτσια και θετικές επιστήμες: οι αντιλήψεις των δασκάλων του
Δημοτικού Σχολείου για τα μαθήματα και τα επαγγέλματα των θετικών επιστημών με
την οπτική του φύλου. Εργασία που παρουσιάστηκε στο συνέδριο του Ε.Μ.Π. και
του ΜΕ.Κ.Δ.Ε., Μέτσοβο.
Θεοδωρακοπούλου,
Ε. (2004). Στάσεις και πεποιθήσεις των
μαθητών Για τα Μαθηματικά Τον Καθηγητή των Μαθηματικών Το Μοντέλο διδασκαλίας
που εφαρμόζεται (Αδημοσίευτη διατριβή επιπέδου μάστερ).
Καγκουρά
Θ., Σπύρου Π., Ηλία Ι., Μονογυιού Α. (2008). Αλλαγή των
στάσεων και πεποιθήσεων των μαθητών για τα Μαθηματικά και την επίλυση
προβλήματος κατά τη μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Στο Ε. Φτιάκα, Σ. Συμεωνίδου & Μ. Σωκράτους (Επιμ.), Ποιότητα στην Εκπαίδευση: Έρευνα και
Διδασκαλία. Πρακτικά 10ου Παγκύπριου Συνεδρίου Παιδαγωγικής Εταιρίας Κύπρου (σσ.
198-200). Λευκωσία: Παιδαγωγική Εταιρία Κύπρου.
Καμπούρμαλη Ι., Μίλεση Χ., Παπαγεωργίου Γ.,
Πασχαλιώρη Β. (2010, Μάιος). «Ο ρόλος του/ της Εκπαιδευτικού της
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην
αναπαραγωγή των στερεοτύπων του φύλου και η αλληλεπίδρασή του με τα παιδιά». Εργασία που
παρουσιάστηκε στο συνέδριο του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής
και Εκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), Αθήνα.
Κανταρτζή,
Ε. (1996). Αγόρια και κορίτσια στο σχολείο. Οι στάσεις και οι αντιλήψεις των
εκπαιδευτικών για το ρόλο των δύο φύλων.
Σύγχρονη Εκπαίδευση, 88, 39-48. Κέντρο
Ερευνών για Θέματα Ισότητας. (2001). Ο
παράγοντας φύλο και η σχολική πραγματικότητα στην πρωτοβάθμια και τη
δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Μελέτη Επισκόπησης). Θεσσαλονίκη, Κ.Ε.Θ.Ι.
Κατσαρού, Ε. (2017). 3η (εμβόλιμη) ΟΣΣ, ΕΠΑ 51:Εφαρμοσμένη
Εκπαιδευτική Έρευνα. Ανακτήθηκε από http://eclass.ouc.ac.cy.
Τσιραντωνάκη, Σ. (2013). Προβληματισμός εκπαιδευτικών για
την αντιμετώπιση του Σεξισμού στο δημοτικό σχολείο. Επιστημονικό Δίκτυο Εκπαίδευσης Ενηλίκων
Κρήτης. (9). Ανακτήθηκε από www.cretaadulteduc.gr.
Υπουργείο
Εσωτερικών. (2011). Ευρωπαϊκή χάρτα για την ισότητα των φύλων στις τοπικές
κοινωνίες. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων.
Υπουργείο
Παιδείας και Πολιτισμού (2010). Διαφορές
των Φύλων στo Εκπαιδευτικό Επίτευγμα: Μελέτη για τα Μέτρα που Λαμβάνονται και
την Κατάσταση που Επικρατεί στην Ευρώπη Σήμερα. Βρυξέλλες: Ευρυδίκη.
Ξενόγλωσση
Creswell,
J. W. (2011). Η έρευνα στην εκπαίδευση. Αθήνα: Ίων.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved