Σύντομη
βιογραφία της συγγραφέως |
Κριτικές του άρθρου |
ISSN : 2241-4665
Ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 24 Ιανουαρίου 2019
«Ενσυναίσθηση και Εκπαίδευση»
Δημακοπούλου
Φωτεινή
Διευθύντρια
Σχολικής Μονάδας, Νομικός Μ.Εd
‘Empathy
and Education’
Dimakopoulou
Foteini
Head Teacher, Bachelor of Law (LLB) - M.Ed.
Περίληψη
Στην εργασία αυτή παρουσιάζονται οι
βασικοί λόγοι που καθιστούν την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης χρήσιμη και
αναγκαία στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η ενσυναίσθηση αποτελεί πλέον ένα
εργαλείο, καθοριστικό για την υγιή ανάπτυξη των παιδιών. Η εξασφάλιση συνθηκών
από τους εκπαιδευτικούς, που προωθούν την ανάπτυξη της ενσυναισθητικής
δεξιότητας συμβάλλουν στην αποτελεσματική εκπαίδευση και συναισθηματική υγεία
των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Αbstract
This
article elaborates on the basic reasons which call for both the need and the
necessity to cultivate empathy in the educational process. Empathy is now a
tool that plays a decisive role in children’s healthy development.
Acknowledging that, educators, who seek to develop
empathy skills, must ensure the conditions that can contribute to the effective
training and emotional health of all the participants in the educational
process.
Εισαγωγή
Η παρούσα εργασία είναι διαρθρωμένη
στα ακόλουθα μέρη: στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται η εννοιολογική αποσαφήνιση του
όρου «Συναισθηματική Νοημοσύνη» και αναλύονται τα μοντέλα Συναισθηματικής
Νοημοσύνης που έχουν επικρατήσει στη διεθνή
βιβλιογραφία.
Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται
προσπάθεια να αποσαφηνιστεί η έννοια της ενσυναίσθησης και παρουσιάζονται οι
ορισμοί που έχουν δοθεί. Αναλύονται τα θεμελιώδη συστατικά της και οι κύριε διατάσεις της.
Tέλος, στο τρίτο κεφάλαιο, αναφερόμαστε στο ρόλο και τη
σπουδαιότητα της ενσυναίσθησης στην εκπαιδευτική διαδικασία, αναλύοντας τα
οφέλη που αποκομίζουν εκπαιδευτικοί και μαθητές από την εφαρμογή της..
1.Συναισθηματική Νοημοσύνη (Ε.Q.)
1.1.Συναισθηματική Νοημοσύνη: εννοιολογική
αποσαφήνιση.
Η
έννοια της Συναισθηματικής Νοημοσύνης ή E.Q. (Emotional Intelligence, Emotional
Quotient) αναδύθηκε κυρίως σε αντιπαράθεση με την επικρατούσα πλέον τάση της
Γενικής Νοημοσύνης (g) στον επιστημονικό χώρο ης ψυχολογίας. Η έννοια της
Γενικής Νοημοσύνης έχοντας κατισχύσει κατά τα
τελευταία εκατόν περίπου χρόνια στο πεδίο της ψυχολογικής έρευνας έχει
να επιδείξει αρκετά δείγματα γραφής αναφορικά με την ικανότητα της να
λειτουργεί ως καθοριστικός παράγοντας πρόβλεψης της ακαδημαϊκής και
επαγγελματικής επιτυχίας ενός ατόμου (Matarazzo, 19721·Ree&
Earles,19922). Από την άλλη όμως μια σημαντική ομάδα ερευνητών (Bar-On,19973· Cooper & Sawaf, 19974·Goleman, 19955· Salovey & Mayer, 19906)
έχουν αμφισβητήσει αυτή την ικανότητα πρόβλεψης που έχει αποδοθεί στη ΓΝ
θεωρώντάς την ανεπαρκή για την πρόβλεψη συγκεκριμένων παραμέτρων της ανθρώπινης
ζωής και δραστηριότητας, όπως της επιτυχίας στην εργασία, του έλεγχου των
συναισθημάτων και των κοινωνικών ικανοτήτων (Hunter & Hunter, 19847·Sternberg,
19968).
Μέσα
από τη διαφαινόμενη ανεπάρκεια της ΓΝ πολλοί θεωρητικοί αναζήτησαν
εναλλακτικούς τρόπους για να περιγράψουν και να κατανοήσουν την ανθρώπινη
νοημοσύνη. Ως εκ τούτου προέκυψαν ποικίλες έννοιες και επιστημολογικές σχολές
οι οποίες και αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία δομήθηκε η έννοια της
Συναισθηματικής Νοημοσύνης : η κοινωνική νοημοσύνη (Thorndike, 19209),
η πολλαπλή νοημοσύνη (Gardner,198310), η επιστημονική έρευνα
γύρω από την «αλεξιθυμία (Sifneos, 196711) καθώς και οι
συνεπακόλουθες ερευνητικές κατευθύνσεις της ψυχολογικής συναίσθησης (psychological
mindedness) (Appelbaum, 197312) και της συναισθηματικής επίγνωσης
(emotional awareness) (Lane & Schwartz, 198713), το μοντέλο
της αποκρυσταλλωμένης και ρέουσας ευφυΐας ( Cattel , 197114)
Η αρχική προσπάθεια αποτύπωσης του
όρου ΣΝ εμφανίζεται από τον Leuner
το 1956 σε ένα γερμανικό άρθρο με τίτλο «Εmotional Intelligence and Emancripation. Ωστόσο η πρώτη
φορά ο όρος έκανε την εμφάνισή του στην
αγγλική βιβλιογραφία σε μια αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή του Wayne Payne to 1986, η θεωρία της οποίας
δημοσιεύθηκε το 1990 από τους Peter Salovey
& John D.Mayer και θεωρείται μέχρι και
σήμερα η πιο αξιόπιστη πηγή σχετικά με το θέμα αυτό. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η Συναισθηματική Νοημοσύνη ορίζεται ως «η
ικανότητα να μπορεί κάποιος να παρακολουθεί και να ρυθμίζει τα δικά του
συναισθήματα αλλά και αυτά των άλλων και να τα χρησιμοποιεί ως οδηγό για σκέψη
και δράση». Υποστήριξαν ότι υπάρχει ένα είδος νοημοσύνης, διαφορετικό από τη
γνωσιακή ευφυΐα , που μπορεί να μετρηθεί με αξιόπιστο τρόπο. Προσδιόρισαν
λοιπόν αρχικά τη Συναισθηματική Νοημοσύνη ως ικανότητα αντίληψης, έκφρασης και
ρύθμισης του συναισθήματος και πρότειναν ότι οι άνθρωποι που διαθέτουν υψηλή
Συναισθηματική Νοημοσύνη διακρίνονται από πέντε κύριες δεξιότητες:
·έχουν
γνώση των δικών τους συναισθημάτων,
·έχουν
την ικανότητα να διαχειρίζονται τα δικά τους συναισθήματα,
·επιδεικνύουν
ευαισθησία προς τα συναισθήματα των άλλων,
·έχουν
την ικανότητα να ανταποκριθούν και να διαπραγματευτούν με τους άλλους ανθρώπους
συναισθηματικά.,
·είναι
ικανοί να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους συναισθήματα για να υποκινήσουν τον
εαυτό τους.
Η αρχική αυτή προσέγγιση των Salovey
& Mayer έμεινε σχετικά αφανής για μερικά χρόνια. Αυτός που έκανε ευρέως
γνωστή τη Συναισθηματική Νοημοσύνη ήταν ο Danniel Goleman, που μιλά για τη
«νοημοσύνη της καρδιάς» και ορίζει τη
Συναισθηματική Νοημοσύνη ως «την ικανότητα ενός ατόμου να αναγνωρίζει τα
συναισθήματά του και τα συναισθήματα των άλλων, να τα χειρίζεται αποτελεσματικά
και να δημιουργεί κίνητρα για τον εαυτό του». Προτείνει πέντε συναισθηματικές
δεξιότητες:
·Αυτοεπίγνωση(self-awareness):
αναφέρεται στην επίγνωση των συναισθημάτων, στην αυτό-αξιολόγηση και την
αυτοπεποίθηση.
·Αυτοέλεγχο(self-regulation):αναφέρεται
στην αυτοπειθαρχία, την αυτορρύθμιση, την αξιοπιστία, την ευσυνειδησία και την
προσαρμοστικότητα.
·Κίνητρα
συμπεριφοράς(motivation):η τάση προς επίτευξη στόχων, η δέσμευση, η πρωτοβουλία
και η αισιοδοξία.
·Ενσυναίσθηση
(empathy):η ικανότητα κατανόησης των άλλων, η ενίσχυση της ανάπτυξης των άλλων,
ο σωστός χειρισμός της διαφορετικότητας.
·Κοινωνικές
δεξιότητες (socialskills): πρόκειται για δεξιότητες επιρροής, επικοινωνίας,
ηγεσίας, καταλυτικής δράσης όσον αφορά την αλλαγή, χειρισμός διαφωνιών,
καλλιέργεια δεσμών, συνεργασία, ομαδικότητα.
Οι Bradberry & Greaves στο
βιβλίο τους “Συναισθηματική Νοημοσύνη: τονίζουν ότι η Συναισθηματική Νοημοσύνη
καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο:
α)
συμπεριφερόμαστε,
β) χειριζόμαστε
την πολυπλοκότητα των κοινωνικών μας σχέσεων,
γ) παίρνουμε
προσωπικές αποφάσεις που καταλήγουν σε θετικά αποτελέσματα.
Προτείνουν
τέσσερις συναισθηματικές δεξιότητες οι οποίες συγκροτούν την έννοια
της
Συναισθηματικής Νοημοσύνης στην πράξη:
·Αυτεπίγνωση:
αναφέρεται στην ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε με ακρίβεια τα συναισθήματά μας,
τις τάσεις μας και την προδιάθεση που έχουμε προς μία συγκεκριμένη συμπεριφορά.
·Αυτοδιαχείριση:
σημαίνει να χρησιμοποιούμε την επίγνωση των συναισθημάτων μας για να είμαστε
ευέλικτοι και να κατευθύνουμε προς την επιθυμητή κατεύθυνση τη συμπεριφορά μας.
·Κοινωνική
επίγνωση: αναφέρεται στην ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τι σκέφτονται και τι
αισθάνονται οι άλλοι, ακόμη και αν εμείς δεν αισθανόμαστε το ίδιο.
·Διαχείριση
σχέσεων: αναφέρεται στην ικανότητα να χειριζόμαστε με επιτυχία και σε βάθος
χρόνου τις αλληλεπιδράσεις μας με τους άλλους ανθρώπους.
1.2.Μοντέλα Συναισθηματικής Νοημοσύνης.
Σήμερα
έχουν επικρατήσει τρία κυρίως μοντέλα για τη ΣΝ:
(α) Το μοντέλο των Salovey-Mayer (1997)6
το οποίο ορίζει τη ΣΝ ως την ικανότητα
αντίληψης, κατανόησης και χειρισμού των συναισθημάτων
για την διευκόλυνση (facilitation) της σκέψης.
(β) Το μοντέλο του Goleman(1995)5 το οποίο
βλέπει τη ΣΝ ως μια σειρά από ικανότητες και δεξιότητες που καθοδηγούν την
αποτελεσματική (managerial) συμπεριφορά.
(γ) Το μοντέλο του Bar-On (1997)3 το οποίο
αποτελεί μια σύζευξη συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων καθώς και των
ικανοτήτων που επηρεάζουν την «έξυπνη»
(intelligent) συμπεριφορά.
Το
πρώτο μοντέλο ορίζεται ως μοντέλο δεξιοτήτων απηχεί στις απόψεις για τη
ΣΝ ως σύνολο δεξιοτήτων (abilities-cognitive abilities) άμεσα σχετιζόμενων με
το γνωστικό σύστημα. Η ΣΝ ορίζεται ως το αποτέλεσμα της προσαρμοστικής
αλληλεπίδρασης μεταξύ συναισθημάτων και νόησης και ως εκ τούτου η ικανότητα του
ατόμου να αναγνωρίζει, επεξεργάζεται και χειρίζεται πληροφορίες συναισθηματικής
φύσεως. Με βάση το δεδομένο αυτό η ΣΝ αξιολογείται και μετριέται στη βάση
αντικειμενικών δοκιμίων με ορθές και λανθασμένες απαντήσεις. Στο μοντέλο των
Mayer & Salovey η ΣΝ διακρίνεται σε τέσσερις κλάδους: (1) Αναγνώριση & Έκφραση των
Συναισθημάτων, (2) Αφομοίωση των Συναισθημάτων στη Σκέψη- Συναισθηματική
Διαχείριση της Σκέψης, (3)Κατανόηση και Ανάλυση των Συναισθημάτων (4)
Συναισθηματική Διαχείριση.
Τα άλλα μοντέλα ανήκουν στην κατηγορία των μικτών μοντέλων (mixed models)
σύμφωνα με τα οποία η ΣΝ αποτελεί σύνθεση των χαρακτηριστικών (traits) της
προσωπικότητας-χαρακτήρα του ατόμου και μετριέται με τεστ αυτοαναφοράς. O
Bar-On θεωρεί τις ευφυΐες αλληλοσχετιζόμενες γι αυτό και στο μοντέλο του τις
χειρίζεται ενοποιητικά. Διαχωρίζει τη συναισθηματική νοημοσύνη από τις
γνωστικές δεξιότητες (Bar-On, 1997,){3} και ορίζει τη συναισθηματική
–κοινωνική νοημοσύνη (ΚΣΝ) «…ως μια
διαθεματική περιοχή από συσχετιζόμενες συναισθηματικές και κοινωνικές
ικανότητες, δεξιότητες και παράγοντες που καθορίζουν πόσο αποτελεσματικά
κατανοούμε τον εαυτό μας, εκφραζόμαστε κατανοούμε τους άλλους και
συσχετιζόμαστε μαζί τους και ανταποκρινόμαστε στις καθημερινές ανάγκες».
Ο
Daniel Goleman (1995)5 ορίζει την συναισθηματική νοημοσύνη ως μια
δεξιότητα-ικανότητα (competence) η οποία παρέχει στο άτομο τη δυνατότητα να
αναγνωρίζει, κατανοεί και χρησιμοποιεί πληροφορίες συναισθηματικής φύσεως (οι
οποίες αναφέρονται στον εαυτό του ή στους άλλους) με τρόπο ώστε να οδηγείται σε
αποτελεσματική ή και εξαιρετική επίδοση. Γενικά στον όρο συναισθηματική
νοημοσύνη συμπεριλαμβάνονται σύμφωνα με τον Goleman η ικανότητα αυτοελέγχου, ο ζήλος,
η επιμονή και η ικανότητα του ατόμου να δημιουργεί κίνητρα
αυτοπαρώθησης «όλες αυτές οι δεξιότητες συνοψίζονται
από μια λέξη ίσως κάπως «παλιομοδίτικη»: το χαρακτήρα.» (Goleman, 1995,)5.
Στο μοντέλο αυτό η ΣΝ αποτελείται από
πέντε διαστάσεις ικανοτήτων (Νεοφύτου & Κουτσελίνη, 2017 όπ. αναφ.Boyatzis, Coleman
&Rhee,1999)17:
αυτοπεπίγνωση, αυτορρύθμιση, κινητοποίηση, ενσυναίσθηση και κοινωνικές
δεξιότητες.
Οι ορισμοί για τη ΣΝ ποικίλουν ανάλογα με τη τοποθέτηση του κάθε θεωρητικού και την ένταξη της θεωρίας του στην κατηγορία του μοντέλου των δεξιοτήτων ή του μικτού μοντέλου για τη ΣΝ. Επιπλέον οι ορισμοί ποικίλουν ανάλογα με το πώς ο κάθε θεωρητικός ορίζει τη σχέση μεταξύ συναισθηματικής και κοινωνικής νοημοσύνης.
2. Η ενσυναίσθηση στην εκπαίδευση
2.1. Η έννοια της ενσυναίσθησης
Για την «ενσυναίσθηση» υπάρχουν
πολλοί ορισμοί και θεωρίες που έχουν προταθεί
στο χώρο της ψυχολογίας, της υγείας αλλά και της εκπαίδευσης. Ο όρος
«ενσυναίσθηση» έχει αρχαιοελληνικές ρίζες και προκύπτει από τις λέξεις εν και
πάθος και αναφέρεται στην έκφραση
κάποιου συγκεκριμένου συναισθήματος (Gerdes, 2011)18. Εισήχθη
για πρώτη φορά το 1909 στην αγγλική γλώσσα από τον ψυχολόγο Edward Titchener
(1867 -1927) ως μετάφραση του γερμανικού
όρου «Einfuhlung» που σήμαινε «αίσθημα σε» και αργότερα μεταφράστηκε ξανά από τον ίδιο με τον όρο «ενσυναίσθηση».
Σύμφωνα με τον Lipps, ο οποίος
μελέτησε τον όρο «Einfuhlung», οι μηχανισμοί της ενσυναίσθησης βασίζονται σε
μία εσωτερική, ενστικτώδη και ανεξήγητη τάση του ανθρώπου να μιμηθεί τις
κινήσεις και τις εκφράσεις που παρατηρεί σε ένα άλλο άτομο και βασίζεται στην
ικανότητα που έχει ο ίδιος ο παρατηρητής να βιώνει τη συναισθηματική κατάσταση
του άλλου (Davis, 1996)19. Γενικότερα η κατανόηση της ενσυναίσθησης
βασίζεται στην αναγνώριση των διάφορων συναισθημάτων του ανθρώπου, τα οποία
εκφράζονται μέσα από τις κινήσεις και τις εκφράσεις του προσώπου
(συναισθηματική ενσυναίσθηση).
Η ελληνική λέξη «ενσυναίσθηση»
χρησιμοποιείται για να μεταφράσει τη λέξη empathy. Κάποιοι Έλληνες μελετητές
αποδίδουν τον όρο «empathy» ως εμπάθεια, άλλοι ως ‘εναίσθηση’, άλλοι ως
‘ενσυναίσθηση’ ή ‘ενσυναίσθητη ικανότητα’ (Ματσαγγούρας, 2002)20.
Σύμφωνα με τον Hoffman (200021
η ενσυναίσθηση αποτελεί μια συναισθηματική αντίδραση όχι άμεση αλλά έμμεση
απέναντι στην κατάσταση που βιώνει κάποιος άλλος παρά στα ατομικά προβλήματα
που αντιμετωπίζει.
Επίσης, η ενσυναίσθηση αποτελεί το
έρεισμα για την αποτελεσματική αλληλεπίδραση στο κοινωνικό κόσμο και το αίτιο
που μας ωθεί να βοηθάμε τους ανθρώπους και όχι να τους δημιουργούμε προβλήματα
πληγώνοντάς τους (Baron-Cohen
& Wheelwright,
2004)22.
O Carl Rogers, ορίζει την ενσυναίσθηση ως «τη δυνατότητα να
αντιλαμβάνεται κανείς το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς κάποιου άλλου με ακρίβεια, με
τα συναισθηματικά στοιχεία και νοήματα που ενυπάρχουν σε αυτό , σαν να ήταν
εκείνος ο άλλος άνθρωπος, χωρίς να ξεχάσει ποτέ τον όρο «σαν»
(Μαλικιώση-Λοΐζου, 2001,)23.
Οι Eisenberg & Strayer(1987)24
έδωσαν έναν πιο συγκεκριμένο ορισμό για την ενσυναίσθηση, αναφέροντας πως
αποτελεί μια συναισθηματική ανταπόκριση που προέρχεται από την κατανόηση ή της
συναισθηματικής κατάστασης ενός άλλου ατόμου και η οποία είναι αρκετά παρόμοια
με αυτό που αισθάνεται το άλλο άτομο ή εκείνο που αναμενόταν να αισθανθεί» .
Τέλος, κατά τον Goleman (2011)25
η ενσυναίσθηση είναι η επίγνωση των συναισθημάτων και των ανησυχιών των άλλων
ανθρώπων, η κατανόηση και η ενίσχυσή τους αλλά και η υποστήριξη και το ενεργό
ενδιαφέρον κάποιου για τις ανησυχίες του άλλου. Ο ίδιος αντιμετωπίζει την
ενσυναίσθηση ως επιμέρους διάσταση της συναισθηματικής νοημοσύνης.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πως
πολλοί επιστημονικοί κλάδοι ασχολήθηκαν με την οριοθέτηση του όρου και δεν
υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ερευνητών. Παρόλο που ο όρος ενσυναίσθηση αποτελεί
ένα ενδιαφέρον πεδίο μελέτης, οι ερευνητές συνάντησαν διάφορες δυσκολίες για
την οριοθέτηση του όρου «ενσυναίσθηση». Κάποιοι αναφέρουν πως η ενσυναίσθηση
πηγάζει από γνωστικούς κυρίως μηχανισμούς ενώ άλλοι θεωρούν την ενσυναίσθηση ως
μια διαδικασία πιο συναισθηματική .
Και οι δύο προσεγγίσεις είναι
σημαντικές για την οριοθέτηση του όρου, όμως δεν είναι εύκολος ο διαχωρισμός
της γνωστικής και συναισθηματικής προσέγγισης. Όσον αφορά τις θεωρίες που
υποστηρίζουν τη γνωστική προσέγγιση της ενσυναίσθησης, εκείνες αναφέρουν σαν
μηχανισμούς την ικανότητα να φαντάζεται κανείς τον εσωτερικό κόσμο του άλλου
αλλά και την ανάληψη ρόλων (role-taking).
Όσον αφορά την συναισθηματική προσέγγιση, περιλαμβάνει τη διαδικασία της ταύτισης με τα συναισθήματα των άλλων όπως την ανησυχία για τις δυσκολίες και τα βάσανα που αντιμετωπίζει κανείς. Επίσης, κύριο χαρακτηριστικό της συναισθηματικής προσέγγισης είναι η σημασία που δίνεται στην συναισθηματική απόκριση του ατόμου που βιώνει ένα οδυνηρό γεγονός. Αυτές οι αντιδράσεις δεν είναι απλές, καθώς τα συναισθήματα θλίψης ή ανακούφισης που νιώθει κανείς απέναντι σε ένα λυπηρό γεγονός καμιά φορά μπορεί να μην οφείλονται στην ενσυναίσθηση αλλά σε άλλα κίνητρα όπως εγωιστικά
2.2. Τα θεμελιώδη συστατικά της ενσυναίσθησης
O
Goleman (2011)25 ισχυρίζεται ότι η ενσυναίσθηση οικοδομείται πάνω
στην αυτοεπίγνωση. Αυτό εξηγείται ως εξής: όσο περισσότερο ανοικτοί είμαστε
στις ίδιες μας τις συγκινήσεις, τόσο περισσότερο ικανοί θα είμαστε στο να
αντιληφθούμε τα συναισθήματα μας και να τα ρυθμίσουμε ανάλογα με την περίσταση.
Αν δεν έχουμε αναπτύξει τη δεξιότητα να νιώθουμε τα δικά μας τα συναισθήματα,
και τη δεξιότητα να τα ρυθμίζουμε, αυτό πιθανότατα θα σημαίνει πως δεν θα
μπορέσουμε να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα των άλλων και να τοποθετήσουμε τον
εαυτό μας στη θέση τους.
Κατόπιν,
αναφέρει ότι η ενσυναίσθηση απαιτεί αρκετή ηρεμία, έτσι ώστε ο συγκινησιακός
εγκέφαλος ενός ανθρώπου να είναι σε θέση να προσλάβει τόσο τα λεκτικά, όσο και
τα μη λεκτικά μηνύματα του συνομιλητή μας. Εμείς, θα τολμούσαμε να προσθέσουμε,
ότι απαιτεί να μην είμαστε και κουρασμένοι, διότι η κούραση, συχνά αποτελεί
πολύ μεγάλο εμπόδιο στην επικοινωνία.
Επίσης,
όπως γνωρίζουμε τα ανθρώπινα συναισθήματα σπάνια περιγράφονται. Σχεδόν πάντα
όμως εκδηλώνονται μέσα από άλλα σήματα. Επομένως, μια πολύ σημαντική δεξιότητα
που απαιτείται είναι, να μπορεί κανείς να διαβάζει τα μη λεκτικά στοιχεία της
επικοινωνίας. Να ερμηνεύει τον τόνο της φωνής, τις χειρονομίες, την έκφραση του
ατόμου και άλλα μηλεκτικά μηνύματα. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, χώρα μεσογειακή,
όπου οι άνθρωποι εκφράζονται σε μεγάλο βαθμό μη λεκτικά, η προσεκτική
παρατήρηση μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες.
Φυσικά,
η ενσυναίσθηση απαιτεί ενδιαφέρον, διότι πολλές φορές μπορεί να χρειαστεί να
ρωτήσουμε για να μάθουμε και δεκτικότητα. Πρέπει να μπορούμε να περάσουμε στον
συνομιλητή μας το μήνυμα ότι τον καταλαβαίνουμε και ότι τον αποδεχόμαστε, χωρίς
να έχουμε την διάθεση να τον κρίνουμε. Με αυτό τον τρόπο, ενθαρρύνουμε το
συνομιλητή μας να εκφραστεί ελεύθερα, χωρίς να φοβάται ότι θα τον διακόψουμε ή
θα τον κρίνουμε. Ακόμα, η ενσυναίσθηση απαιτεί να ακούμε ενεργητικά. Δηλαδή να
ακούμε με τα μάτια, τα αυτιά και την καρδιά. Η προσοχή μας πρέπει να είναι
αμέριστη, όπως και η προσπάθεια μας να εντοπίσουμε τη συναισθηματική κατάσταση
στην οποία βρίσκεται ο συνομιλητής μας.
2.3 Οι κύριες διαστάσεις της ενσυναίσθησης
Απ΄τα
παραπάνω προκύπτει ότι υπάρχει μια πληθώρα ορισμών για την ενσυναίσθηση. Θα
μπορούσε λοιπόν να τεθεί το ερώτημα, αν κάποιος είναι πιο «σωστός» από τους υπόλοιπους.
Η απάντηση, φυσικά, είναι ότι κάθε ορισμός είναι διαφορετικός και εξαρτάται από
το πώς αντιλαμβάνεται ο κάθε μελετητής την διαδικασία της ενσυναίσθησης. Όπως
αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Σταλίκας & Χαμόδρακα (2004)26 κάθε
μελετητής εστιάζει την προσοχή του σε μια από τις πτυχές που χαρακτηρίζουν ένα
βίωμα και ανάλογα περιγράφει τη διαδικασία της προσπάθειας ενός ατόμου να «δει»
τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός άλλου. Επομένως δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία,
ως προς τις διαστάσεις της ενσυναίσθησης. Οι περισσότεροι, πάντως, μελετητές
μιλούν για δυο κύριες διαστάσεις της ενσυναίσθησης:
1. την γνωστική διάσταση: που αναφέρεται στην
ικανότητα να προσδιορίσουμε και να καταλάβουμε τις συγκινήσεις των άλλων ή
«διανοητική προοπτική», όπως την αναφέρει ο Smith, A. (2006) 27
2. τη συναισθηματική διάσταση: που αναφέρεται στην
ικανότητα διαχείρισης των συναισθημάτων του άλλου (Παρασκευά και Παπαγιάννη,
2008)29 Όπως αναφέρουν οι Σταλίκας & Χαμοδράκα (2004)26
πολλοί μελετητές δίνουν έμφαση είτε στη μια διάσταση είτε στην άλλη, κάποιοι
πιστεύουν ότι είναι πρωταρχικά μια γνωστική κατασκευή, ενώ κάποιοι άλλοι ένα
συναισθηματικό φαινόμενο, ενώ κάποιο τρίτοι ότι συνυπάρχουν και τα δυο
στοιχεία.
Κοντά σε αυτές τις δυο διαστάσεις,
την γνωστική-νοητική και την συναισθηματική-βιωματική, πολλοί μελετητές
προσθέτουν και μια τρίτη διάσταση, την επικοινωνιακή (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2003)23.
Αυτοί οι μελετητές είναι, κυρίως, επηρεασμένοι από τον Rogers που υποστήριζε
ότι η ενσυναίσθηση έχει και αυτό το στοιχείο.
Κάποιοι
άλλοι υποστηρίζουν ότι η ενσυναίσθηση έχει τέσσερις ή και περισσότερες
διαστάσεις. Εδώ αξίζει να παραθέσουμε το μοντέλο του Davis, (1980,1983)29,30
ο οποίος συμπεριλάμβανε γνωστικά και συναισθηματικά στοιχεία στην προσέγγιση
του για την ενσυναίσθηση και πίστευε ότι η ενσυναίσθηση μπορεί καλύτερα να
θεωρηθεί σαν ένα σύνολο δομών που σχετίζονται, με την έννοια ότι όλα αφορούν
ενδιαφέρον και απόκριση στους άλλους. Το δικό του πολυδιάστατο μοντέλο,
αποτέλεσε την βάση για την κατασκευή μιας κλίμακας μέτρησης της ενσυναίσθησης,
της IRI(Interpersonal Reactivity Index), της οποίας οι τέσσερις υποκλίμακες
αντιστοιχούν στις τέσσερις διαστάσεις του μοντέλου που πρότεινε. Αυτό περιέχει
γνωστικές και συναισθηματικές διαστάσεις:
1. Ανάληψη της προοπτικής του άλλου ή
γνωστική ενσυναίσθηση, που περιλαμβάνει την ικανότητα που έχει το άτομο να δει
τα πράγματα μέσα από την οπτική του άλλου, χωρίς όμως απαραίτητα να δοκιμάσει
τα ίδια συναισθήματα
2. Φαντασία ή φαντασιακή ενσυναίσθηση, που
αναφέρεται στην τάση που έχει το άτομο να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες σε
ταινίες, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και άλλες φανταστικές καταστάσεις, τόσο
συναισθηματικά, όσο και με τις ενέργειες του
3. Ενσυναίσθη το ενδιαφέρον, που
αναφέρεται στα συναισθήματα και το ενδιαφέρον για τους «ατυχείς» άλλους
4. Ενσυναίσθητη ανησυχία ή προσωπικό άγχος, που
αναφέρεται στα προσωπικά συναισθήματα του άγχους και της ανησυχίας που
προκύπτουν από την παρατήρηση του άλλου σε «τεταμένες» καταστάσεις.
Πάντως σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας ότι τα τα επίπεδα της ενσυναίσθησης επηρεάζονται αναμφισβήτητα και από παράγοντες προσωπικούς, αναπτυξιακούς αλλά και κοινωνικούς (φύλο, ηλικία, επίπεδο μόρφωσης κ.λ.π.).
3. Ενσυναίσθηση και εκπαιδευτική διαδικασία
3.1. Η σημασία της ενσυναίσθησης
Η
θεωρία του Gardner περί πολλαπλής νοημοσύνης δεν έγινε εύκολα αποδεκτή μέσα
στην ακαδημαϊκή κοινότητα της ψυχολογίας. (Smith, 2002, 2008)32
Ωστόσο, συνάντησε σχεδόν αμέσως μια έντονα θετική ανταπόκριση από πολλούς
εκπαιδευτικούς. Μάλιστα, μόλις το 1984, δηλαδή ένα χρόνο μετά τη κυκλοφορία του
βιβλίου του Frames of Mind, δάσκαλοι συναντήθηκαν μαζί του και σύντομα
ξεκίνησαν το Key School, το πρώτο σχολείο στον κόσμο, που το πρόγραμμα σπουδών
του ήταν συγκροτημένο γύρω από την θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης
(Gardner,2003)31.
Οι
λόγοι που αγκαλιάστηκε η θεωρία από τους εκπαιδευτικούς είναι πολλοί. Ο πρώτος
και ίσως ο πιο προφανής, είναι ότι αυτή η θεωρία επικυρώνει την καθημερινή
εμπειρία των εκπαιδευτικών. Οι μαθητές σκέφτονται και μαθαίνουν με πολλούς
διαφορετικούς τρόπους. Επομένως οι εκπαιδευτικοί, έχουν το έναυσμα να
αναπτύξουν νέες προσεγγίσεις που θα μπορούσαν να καλύψουν καλύτερα τις ανάγκες
των μαθητών στις τάξεις τους. Εφόσον υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη νοημοσύνης,
θα υπάρχουν και οι αντίστοιχοι τρόποι διδασκαλίας (Smith 2002, 2008)32.
Επίσης, η θεωρία της πολλαπλής
νοημοσύνης προάγει την ολιστική εκπαίδευση που δεν στοχεύει μόνο στην γνωστική
ανάπτυξη των μαθητών, αλλά σε μια ολοκληρωμένη ανάπτυξη τους, ώστε να
διαμορφωθούν οι αυριανοί πολίτες της κοινωνίας. Ακόμα, η θεωρία αυτή δεν
υποτιμούσε κανένα μάθημα του αναλυτικού προγράμματος, σε αντίθεση με την
παραδοσιακή θεώρηση της νοημοσύνης, που στόχευε σχεδόν αποκλειστικά στις
γνώσεις, εστιάζοντας σε συγκεκριμένα μαθήματα.
Η «διαπροσωπική» και η «ενδοπροσωπική» νοημοσύνη του
Gardner, που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως προσωπική νοημοσύνη, δεν είναι τίποτα άλλο
από την συναισθηματική νοημοσύνη του Goleman, όπως ήδη είδαμε.
Αναμφισβήτητα η ενσυναίσθηση είναι το κύριο χαρακτηριστικό που βοηθά στις ανθρώπινες σχέσεις και την επικοινωνία. Η ικανότητα να μπορεί κάποιος να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια του άλλου, «να μπει στα παπούτσια του», μειώνει τις συγκρούσεις και οδηγεί στην αλληλοβοήθεια και την κοινωνική υποστήριξη. Αποτελεί το θεμέλιο λίθο, που στηρίζεται ο ηθικός κώδικας των ανθρώπων, μειώνοντας τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις και είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, γιατί πλουτίζει τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις (Hoffman, 2000)33 και μειώνει την επιθετικότητα και την αντικοινωνική συμπεριφορά. Η ενσυναίσθηση μειώνει τις διαπροσωπικές συγκρούσεις, κάνει τους ανθρώπους λιγότερο επιθετικούς και τους οδηγεί στην αλληλοβοήθεια και την κοινωνική υποστήριξη. Kαλλιεργεί την αλληλεγγύη, καθώς το μοίρασμα των συναισθημάτων οδηγεί στο μοίρασμα των ενδιαφερόντων και τελικά σε κοινή στάση ζωής, αφού οι άνθρωποι εμπιστεύονται περισσότερο αυτούς με τους οποίους μοιράζονται τα συναισθήματά τους.
3.2 Ο ρόλος της ενσυναίσθησης στην εκπαίδευση.
Η μεγάλη ανάπτυξη της ενσυναίσθησης λαμβάνει χώρα στη
σχολική ηλικία: η ικανότητα του παιδιού να καταλάβει ένα μεγαλύτερο εύρος
συναισθημάτων και η ικανότητα να λάβει υπόψη του πολλές ενδείξεις υπόψη του για
να αξιολογήσει την συναισθηματική κατάσταση των άλλων συνεισφέρει στην μεγάλη
αλλαγή σ’ αυτόν τον τομέα που είναι ότι
δεν απαντούν στην άμεση συναισθηματική κατάσταση των άλλων αλλά ασχολούνται και
με τις αιτίες της ζωής τους που τους οδήγησαν εκεί (φτώχεια, ανεργία, αρρώστια,
καταπίεση κ.τ.λ. . Πρόκειται για το 4ο στάδιο της ενσυναίσθησης
(είναι η πιο ώριμη μορφή ενσυναίσθησης).
Παράλληλα με την γνωστική ανάπτυξη, η ανατροφή του
παιδιού έχει μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης. Οι γονείς που
δείχνουν ενσυναίσθηση προς τους άλλους αποτελούν μοντέλο για τα παιδιά τους.
Επιπλέον, γονείς που παρεμβαίνουν όταν τα παιδιά τους εκφράζουν ακατάλληλα
συναισθήματα προς τους άλλους ή που τους διδάσκουν ευθέως την σημασία της
ευγένειας και της καλοσύνης δημιουργούν προϋποθέσεις για υψηλά επίπεδα
ενσυναίσθησης
Αντίθετα, αυστηροί και τιμωρητικοί γονείς δημιουργούν
προβλήματα στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης : δείχνουν αδιαφορία, φόβο, θυμό
προς τους άλλους και στην περίπτωση κακοποίησης ακόμα και φυσική επιθετικότητα . Μάλιστα, ήδη από την
ηλικία των 2 ετών, αυτά τα παιδιά δείχνουν την ίδια συμπεριφορά μ’ αυτήν των
γονιών τους.
Ο
Goleman (2011)25 ισχυρίστηκε εξαρχής, ότι οι δεξιότητες της
συναισθηματικής νοημοσύνης μπορούν να διδαχθούν και επομένως το κενό αυτό που
υπήρχε στην εκπαίδευση έπρεπε να καλυφθεί. Στις ημέρες μας, οι απόψεις
συγκλίνουν ότι η διαμόρφωση των συναισθηματικών δεξιοτήτων γίνεται πολύ πιο
εύκολα κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής του παιδιού, όπου
διαμορφώνεται και η προσωπικότητα του, χωρίς όμως, αυτό να σημαίνει ότι η
ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης δεν μπορεί να επεκταθεί χρονικά μέχρι
και το τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Έτσι,
τόσο ο Goleman (2011)25, υποστηρίζουν ότι η συναισθηματική αγωγή
πρέπει να ξεκινά από πολύ νωρίς και από τους ίδιους τους γονείς, ενώ στην συνέχεια,
θα λαμβάνει την σκυτάλη η εκπαίδευση. Μάλιστα, ο πρώτος αναφέρει πολύ
χαρακτηριστικά: «οι καίριες συναισθηματικές ικανότητες μπορούν πράγματι να
διδαχθούν και να βελτιωθούν στα παιδιά-αν βέβαια μπούμε στον κόπο να τις
διδάξουμε»
Σύμφωνα
με τον Δρ. Ντέιβιντ Χάμπουργκ, ψυχίατρο και πρόεδρο της Εταιρείας Κάρνεγκι, η
οποία υλοποίησε μερικά πρωτοποριακά προγράμματα συναισθηματικής εκπαίδευσης: «ένα
από τα πιο ουσιώδη οφέλη που μπορεί να αποκομίσει κανείς από το σχολείο, είναι
η ικανότητα να χαλιναγωγεί την ανυπομονησία για την ανταμοιβή του, να είναι
κοινωνικά υπεύθυνος με τον κατάλληλο τρόπο, να διατηρεί τον έλεγχο πάνω στα
συναισθήματά του και να έχει μια αισιόδοξη άποψη για τα πράγματα – με άλλα
λόγια, να έχει συναισθηματική νοημοσύνη». (όπως αναφέρεται στον Goleman
2011) 25
. Οι
δεξιότητες της συναισθηματικής νοημοσύνης και επομένως και η ενσυναίσθηση,
αποτελούν απαραίτητα εφόδια, για κάθε άνθρωπο, όχι μόνο για την σχολική του
επιτυχία, αλλά γενικότερα για την ζωή του. Ο Gottman(2011)34
προτείνει τα εξής στάδια αναφορικά με τη συναισθηματική αγωγή και
διαπαιδαγώγηση των παιδιών:
1. Επίγνωση συναισθημάτων των παιδιών
2. Αναγνώριση
3. Ακρόαση με ενσυναίσθηση και επιβεβαίωση
των συναισθημάτων του παιδιού
4. Βοήθεια στο παιδί να κατονομάσει λεκτικά τα
συναισθήματά του
5. Διερεύνηση
στρατηγικών για την επίλυση των προβλημάτων Η συναισθηματική αγωγή και η ενσυναίσθηση βοηθάει τα
παιδιά να γίνονται ικανότεροι κοινωνικοί εταίροι και καλύτεροι σύντροφοι στο παιχνίδι µε
συνοµηλίκους. Έχει αποδειχθεί πως η συναισθηματική αγωγή μπορεί να
συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην αντιμετώπιση της οργής και της λύπης που μπορεί να νιώσει ένα παιδί λόγω κάποιας
απόρριψης Τα παιδιά που έχουν αναπτύξει
την ενσυναίσθηση και έχουν μάθει να αναγνωρίζουν τα συναισθήματά τους, έχουν προοπτικές
να εκφράζονται συναισθηµατικά στο μέλλον αλλά και να έχουν διάθεση για
εξερεύνηση. Είναι ευέλικτα και ευπροσάρµοστα και μπορούν εύκολα να ρυθμίζουν
τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις ανάλογα µε το περιστασιακό πλαίσιο.
Επιπλέον, αποκτούν συναισθητική ανεξαρτησία. Τα παιδιά τα οποία είναι αυτάρκη συναισθηµατικά, αντλούν από τα δικά τους εσωτερικά αποθέματα και χαρακτηρίζονται από υψηλό αίσθημα αυτοσεβασµού. Σημαντικό
επίσης να αναφερθεί είναι ότι δίνουν αξία στις σχέσεις τους µε
τα άλλα παιδιά. Κάποια πολύ
σημαντικά και αξιόλογα αποτελέσματα της συναισθηματικής αγωγής είναι η συναισθητική αυτοεπίγνωση, πιο συγκριμένα η
βελτίωση στην αναγνώριση των συναισθημάτων.
Επίσης,
όπως αναφέρει και ο Goleman (2011)25, φαίνεται ότι η επίδοση των
μαθητών αυξάνεται και είναι λιγότερο πιθανό να παρουσιαστούν παραβατικές
συμπεριφορές. Το σημαντικότερο, όμως όφελος, είναι ότι οι μαθητές αποκτούν
εφόδια που θα τους χρειαστούν για το υπόλοιπο της ζωής τους και θα τους
βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές προκλήσεις. Η απόκτηση των
δεξιοτήτων της συναισθηματικής νοημοσύνης προάγουν την ψυχική και
συναισθηματική τους υγεία και τους βοηθά να διαδραματίσουν ουσιαστικούς ρόλους
στην κοινωνία.
Έχει
παρατηρηθεί, πως η ενσυναίσθηση βοηθάει σε πολύ μεγάλο βαθμό την μείωση
του ρατσισμού, του εκφοβισμού και της επιθετικότητας μεταξύ των παιδιών, αλλά και στην καταπολέμηση της κοινωνικής ανισότητας .Όσο αναφορά
τον χειρισμό των συναισθημάτων, δηλαδή τον έλεγχο του θυμού, της απογοήτευσης,
της λύπης, η συναισθηματική αγωγή συμβάλει σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Πολύ σημαντικό να τονιστεί πως οι γονείς δεν πρέπει να
υπαγορεύουν στα παιδιά πως πρέπει να αισθάνονται, αλλά να σέβονται τα δικά τους
συναισθήματα όποια και να είναι αυτά. Είναι αναγκαίο να θέτουν όρια στις
πράξεις, αλλά σε καμία περίπτωση στα
συναισθήματα.
Η συναισθηματική
αγωγή δεν αποτελεί μαγική συνταγή, όμως τα παιδιά με την βοήθεια και την
συμβολή τους έχουν καλύτερη υγεία, υψηλότερες σχολικές επιδόσεις, ποιοτικότερες και σταθερότερες φιλίες, συναισθηματική υγεία, βιώνουν περισσότερα θετικά
συναισθήματα, είναι πιο ευέλικτα και ευπροσάρμοστα, ειδικά σε καταστάσεις
κρίσεων. Επιπροσθέτως, θωρακίζονται σε μεγάλο βαθμό απέναντι στα συναισθηματικά τραύματα τα
οποία είναι ικανά να τα τραυματίσουν έντονα λόγο του μικρού της ηλικίας.
Είναι επιτακτική ανάγκη να συμβεί μια τέτοια μετάβαση
από ένα σχολείο που δίνει έμφαση μόνο στη γνωστική ανάπτυξη των μαθητών, σε ένα
ελεύθερο σχολείο που θα προάγει παράλληλα με την γνωστική και την
συναισθηματική ανάπτυξη των μαθητών. Για τους ανθρώπους που θα δημιουργήσουν
την ζωή τους με γνώμονα την συνειδητοποίηση του εαυτού τους και μια καλύτερη
κοινωνία, είναι αν μη τι άλλο μοναδικός μας στόχος η παροχή των πολύτιμων
εφοδίων για την σημαντική αυτή αλλαγή τους.
Εξάλλου με την καρδιά βλέπει κανείς σωστά. Το ουσιώδες στο μάτι είναι
αόρατο (Antoine De Saint-Expiry,Ο Μικρός
Πρίγκιπας)._
Bιβλιογραφία
{1}Matarazzo,
J.D. (1972). Wechsler’s measurement and appraisal of adult intelligence (5th
ed.). New York:
{2}
Ree, M.J., & Earles, J.A. (1992). Intelligence is the best predictor of job
performance.Current Directions in Psychological Science, 1, 86-89.
{3}
Bar-On, R. (1997). The Emotional Quotient Inventory (Equip): Technical
manual.
{4}
Cooper, R. K., & Sawaf, A. (1997). Executive EQ: Emotional intelligence
in leadership andorganizations.
{5}
Goleman, D. (1995). Emotional intelligence. Why it can matter more than iQ.
{6}
Salovey, P., & Mayer, J. D. (1990). Emotional intelligence. Imagination,
Cognition, and Personality, 9, 185–211.
{7}
Hunter, J. E., & Hunter, R.F.(1984). Validity and utility of alternative predictors
of job performance. Psychological Bulletin, 76(1), 72-93.
{8}
Sternberg, R. J. (1996). Successful intelligence: How practical and creative
intelligencedetermine success in life.
{9} Thorndike, E.L. (1920).
Intelligence and its uses. Harper’s Magazine. 140, 227-235.
{10}
Gardner, H. (1983). Frames of mind.
{11}
Sifneos, P. E. (1967). Clinical observations on some patients suffering from a
variety of psychosomatic diseases. Acta Medicina Psychosomatica, 21,
133-136.
{12}
Appelbaud, S. A. (1973). Psychological mindedness: Word, concept, and essence.International
Journal of Psycho-Analysis, 54, 35-46.
{13}Lane,
R. D., & Schwartz, G. E. (1987). Levels of emotional awareness. A cognitivedevelopmental theory and its
application to psychopathology. American Journal ofPsychiatry, 144,
133-143.
{14}
Cattel, R. B. (1971). Abilities: Their structure, growth, and measurement.
{15}
Καρολίδου,Σ.,2017).Πολλαπλή και
Συναισθηματική Νοημοσύνη.
{16}
Salovey,,P. Mayer, J.D., & Caruso, D. (2002). The positive psychology of
emotional intelligence. In C.R. Snyder & S.J. Lopez (Eds.).The handbook
of positive psychology (pp.159-171).
{17} Boyatzis, ROE., Goldman,
D., Rhee, K., (2000). Clustering competence in emotional intelligence: Insights
from the Emotional Competence Inventory 76 (ECI)s. In R. Bar-On and J.D.A.
Parker (eds.), Handbook of emotional intelligence.
{18}
Gerdes,K.(2011).Empathy,Sympaty and Pity:21st Century Definitionw
and Implications forPractice and Research,Journal of Sosial Sernise Research..
{19}
{20} Ματσαγγούρας, Η. Γ. (2002). Θεωρία και πράξη της
διδασκαλίας. Τόμος Β΄ Στρατηγικές διδασκαλίες. Η κριτική σκέψη στη διδακτική
πράξη. Αθήνα: Gutenberg.
{21}
Hoffman, M.L. (2000). Empathy and moral development: Implications for caring
and justice.
{22}
Baron-Cohen,S & Wheelwriht,S(2004).The empathy quotientQan investigation of
adults with Asperger syndrome or high functioning autism and normal sex
differences,
{23} Μαλικιώση-Λοΐζου, M. (2003) Μια κριτική ματιά στην ενσυναίσθηση.
Ψυχολογία, 10, 2 & 3,
295-309.
{24}
Eisenberg,N. & Strayer, J.(1987) Critical Isses in the Study of Empathy
{25} Goleman, D., (2011) Η συναισθηματική νοημοσύνη.
Αθήνα, Πεδίο.
{26} Σταλίκας, Α., Χαμόδρακα, Μ., (2004). Η
Ενσυναίσθηση, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
{27}
Smith, A., (2006). Cognitive Empathy and Emotional Empathy in Human Behavior
and Evolution Psychological Record, v56 n1 p3 Win 2006.
{28} Παρασκευά, Φ., Παπαγιάννη, Α., (2008).
Επιστημονικές & παιδαγωγικές δεξιότητες για τα στελέχη της εκπαίδευσης,
Αθήνα, Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο
{29} Davis, M. H. (1980). A
multidimensional approach to individual differences in empathy, JSAS Catalog of
Selected Documents in Psychology, 10, 85.
{30}Davis,
M. H. (1983). Measuring individual differences in empathy: Evidence for a
multidimensional approach. Journal of Personality and Social Psychology, 44,
113-126.
{31} Gardner, H., (2003). MI
after twenty years. Available online at:
http://howardgardner01.files.wordpress.com/2012/06/mi-after-twenty-years2.pdf
{32}
Smith, M.K., (2002, 2008) ‘Howard Gardner and multiple intelligences’, the
encyclopedia of informal education, ανακτήθηκε 03-08-16 από
http://www.infed.org/mobi/howard-gardner-multiple-intelligences-and-education.
{33} Hoffman, M.L. (2000).Empathy
and moral development:Implications for caring and justice.
{34} Gottman,
J., (2011). H συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών: Πώς να μεγαλώσουμε παιδιά
με συναισθηματική νοημοσύνη-Ένας πρακτικός οδηγός για γονείς. Αθήνα Πεδίο.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved