ISSN : 2241-4665
Κριτικές του άρθρου |
ISSN : 2241-4665
Ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 04 Μαρτίου
2022
«ΣΧΕΣΗ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗΣ
Η υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας
των Sapir-Whorf»
Γεωργολόπουλος Β. Med στις επιστήμες της Αγωγής, δάσκαλος
«RELATIONSHIP
BETWEEN LANGUAGE AND THOUGHT
The
Sapir-Whorf linguistic relativity hypothesis»
Georgolopoulos V. Med. Education Sciences, Teacher
Περίληψη
Η γλώσσα και η σκέψη αποτελούν δύο από τις βασικότερες νοητικές ανθρώπινες λειτουργίες, οι οποίες αποτελούν πεδίο έρευνας τόσο της γνωστικής ψυχολογίας, όσο και της νευροψυχολογίας. Η σχέση μεταξύ αυτών των δύο βασικών νοητικών λειτουργιών απασχολεί τον άνθρωπο από την αρχαιότητα έως και σήμερα. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η ανάπτυξη γλωσσικών ικανοτήτων είναι αυτή που επιφέρει βελτίωση του τρόπου σκέψης ή το αντίθετο, δηλαδή, αν η βελτίωση του τρόπου σκέψης είναι τελικά αυτή που οδηγεί στη διεύρυνση των γλωσσικών ικανοτήτων. O Edward Sapir και ο Benjamin Whorf ήταν αυτοί που ασχολήθηκαν συστηματικά με τη σχέση μεταξύ γλώσσας και σκέψης υποστηρίζοντας ότι η σκέψη επηρεάζεται από τη γλώσσα, υπόθεση η οποία είναι γνωστή ως υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας των Sapir -Whorf. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξεταστεί η υπόθεση των Sapir-Whorf μέσα από ανασκόπηση της συναφούς βιβλιογραφίας, εστιάζοντας στα νέα εμπειρικά δεδομένα από τα πεδία της γνωστικής ψυχολογίας και νευροψυχολογίας και να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η γλώσσα επηρεάζει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας κατέδειξε αντικρουόμενα εμπειρικά δεδομένα, τα οποία δεν επιτρέπουν την επαλήθευση της γλωσσικής υπόθεσης των Sapir-Whorf, περί επίδρασης της γλώσσας στην σκέψη. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν μελέτες που να καταδεικνύουν σαφώς την επίδραση της γλώσσας στον τρόπο σκέψης, σύγχρονες μελέτες κάνουν λόγο για πολιτιστικές επιδράσεις σχετικές με τη γλώσσα στην περιοχή του εγκεφάλου, τόσο σε υγιή άτομα, όσο και σε άτομα μετά από ένα μονόπλευρο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η γλώσσα και
η σκέψη αποτελούν δύο από τις βασικότερες νοητικές ανθρώπινες λειτουργίες, οι
οποίες αποτελούν πεδίο έρευνας τόσο της γνωστικής ψυχολογίας, όσο και της νευροψυχολογίας.
Ειδικότερα, η σκέψη είναι μια ανώτερη νοητική λειτουργία κατά την οποία
ο εγκέφαλος οργανώνει τις έννοιες που έχουμε για τον κόσμο (ως νοητικές αναπαραστάσεις
που ομαδοποιούν ή κατηγοριοποιούν ομοειδείς ιδιότητες συναφών αντικειμένων,
γεγονότων ή άλλων ερεθισμάτων) και τις ταξινομεί σε κατηγορίες βασισμένες κατά
κύριο λόγο στα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ αντικειμένων και γεγονότων των
καθημερινών μας εμπειριών. Οι έννοιες, συνεπώς, είναι θεμελιώδεις για την
ικανότητά μας να σκεφτόμαστε και να νοηματοδοτούμε
τον κόσμο. (Schacter, Gilbert,
Wegner, & Nock, 2018,
σελ.385). Επιπροσθέτως, η σκέψη αποτελεί μια σειρά νοερών διαδικασιών
στοχεύοντας στην επίτευξη ενός στόχου, όπως για παράδειγμα η διαδικασία
επίλυσης ενός προβλήματος (Κωσταρίδου-Ευκλείδη,
1997, σελ. 21- 45). Όσον αφορά τη γλώσσα, πρόκειται για «ένα σύστημα
επικοινωνίας με τους άλλους, το οποίο χρησιμοποιεί σήματα που συνδυάζονται
σύμφωνα με τους κανόνες της
γραμματικής και μεταφέρουν νόημα» (Schacter, κ.ά.,
2018, σελ. 372), ενώ η περίπλοκη δομή της, η οποία τη διαχωρίζει από άλλες
μορφές επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται από άλλα είδη, επιτρέπει την έκφραση
ενός μεγάλου εύρους σκέψεων και εννοιών (Schacter,
κ.ά., 2018).
Η σχέση
μεταξύ αυτών των δύο βασικών νοητικών λειτουργιών απασχολεί τον άνθρωπο από την
αρχαιότητα έως και σήμερα. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η ανάπτυξη γλωσσικών
ικανοτήτων είναι αυτή που επιφέρει βελτίωση του τρόπου σκέψης ή το αντίθετο,
δηλαδή, αν η βελτίωση του τρόπου σκέψης είναι τελικά αυτή που οδηγεί στη
διεύρυνση των γλωσσικών ικανοτήτων. Με άλλα λόγια, κατά πόσο η γλώσσα καθορίζει
τη σκέψη ή η σκέψη καθορίζει τη γλώσσα. Ο
Πλάτωνας, στο έργο του «Σοφιστής», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα
ταυτίζεται με τη σκέψη, την οποία θεωρεί ως «εσωτερικευμένη
γλώσσα, ενώ τη γλώσσα τη θεωρεί ως «εξωτερικευμένη σκέψη» (Τσολάκης, 2000).
Αντίθετα, για τον Αριστοτέλη, ο τρόπος σκέψης είναι αυτός που καθορίζει τη
γλώσσα (Οκαλίδου, Χ.Χ.). Οι παραπάνω απόψεις των δύο Ελλήνων φιλοσόφων
αποτέλεσαν τη βάση για τη διαμόρφωση γλωσσικών θεωριών, οι οποίες προσεγγίζουν
διαφορετικά τον τρόπο ανάπτυξης της γλώσσας και τη σχέση που έχει αυτή με την
σκέψη. Ειδικότερα, σύμφωνα με την θεωρία
των σταδίων γνωστικής ανάπτυξης του Piaget, η σκέψη προηγείται της γλώσσας, η οποία, απλώς,
αναπαριστά νοητικές παραστάσεις που κατασκευάστηκαν στα πλαίσια μιας
ενεργητικής διαδικασίας κοινωνικής αλληλεπίδρασης του παιδιού, κατά την οποία
δομείται η γνώση (Bloom
& Keil,
2001). Με άλλα λόγια, «η γλώσσα αναπτύσσεται μέσω της νοητικής ανάπτυξης και
όχι το αντίθετο» (Feldman,
2019, σελ. 256). Η ανάπτυξη της γλώσσας, σύμφωνα με τη θεωρία του Piaget, συντελείται κατά το 2ο
έτος, όταν το παιδί έχει φτάσει στο στάδιο της αναπαραστατικής σκέψης στο οποίο
έχει αναπτύξει ένα ικανό εννοιολογικό σύστημα που ευνοεί την κατάκτηση της
γλώσσας (Bidell
& Fischer,
1992. Bloom &Keil, 2001. Feldman, 2019. Schacter, κ.ά., 2018).
Ο Vygotsky, όπως και ο Piaget, υποστήριξε ότι η
κοινωνική αλληλεπίδραση του παιδιού με το περιβάλλον είναι αυτή που καθορίζει
την απόκτηση της γλώσσας. Ωστόσο, ο Vygotsky θωρεί τη γλώσσα ως
έναν πολύ σημαντικό παράγοντα για την κατάκτηση της γνώσης, η οποία δομείται
μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, σε αντίθεση με την άποψη του Piaget, ο οποίος θωρεί ότι το
παιδί χτίζει μόνο του τη γλώσσα (Vygotsky,
1997). Επιπροσθέτως, ο Vygotsky θεωρεί τον εσωτερικό λόγο
κοινωνικό, ο οποίος έχει ως στόχο την εσωτερίκευση κοινωνικών μορφών
συμπεριφοράς μετατρέποντας τον λόγο σε εσωτερική σκέψη. Μέσω αυτής της διαδικασίας οι δομές της
γλώσσας που αποκτά το παιδί γίνονται οι βασικές δομές της σκέψης (Vygotsky, 1997).
O Edward Sapir και ο Benjamin Whorf, ο οποίος ήταν μαθητής
του Sapir, ήταν αυτοί
που ασχολήθηκαν συστηματικά με τη σχέση μεταξύ γλώσσας και σκέψης υποστηρίζοντας
ότι η σκέψη επηρεάζεται από τη γλώσσα, υπόθεση η οποία είναι γνωστή ως υπόθεση της
γλωσσικής σχετικότητας των Sapir
-Whorf. Παρά το γεγονός ότι στην παραπάνω υπόθεση
ασκήθηκε ισχυρή κριτική, τα τελευταία χρόνια η υπόθεση τυγχάνει και πάλι της
προσοχής των ερευνητών, οι οποίοι με εμπειρικές έρευνες προσπαθούν να την
επιβεβαιώσουν ή να την καταρρίψουν.
Σκοπός της
παρούσας εργασίας είναι να εξεταστεί η υπόθεση των Sapir-Whorf μέσα από ανασκόπηση της συναφούς βιβλιογραφίας εστιάζοντας
στα νέα εμπειρικά δεδομένα από τα πεδία της γνωστικής ψυχολογίας και νευροψυχολογίας και να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η
γλώσσα επηρεάζει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων.
Αρκετές θεωρίες έχουν
αναπτυχθεί οι οποίες προσπαθούν να συσχετίσουν την γλώσσα με τη σκέψη, να καθορίσουν
τον τρόπο που η μία επηρεάζει την άλλη, αλλά και να δώσουν απάντηση στο
ερώτημα, αν η σκέψη προηγείται της γλώσσας ή το αντίθετο, αν η γλώσσα
προηγείται της σκέψης. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε για
την παρούσα εργασία ,δηλαδή, αν η γλώσσα επηρεάζει με κάποιον τρόπο τη σκέψη, θα
εξετάσουμε την υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας των Sapir-Whorf ,αφού πρώτα αναφερθούμε στις
διεργασίες του εγκεφάλου σχετικά με τη σκέψη και τη γλώσσα.
Όπως αναφέρθηκε
παραπάνω, οι έννοιες και οι κατηγορίες είναι θεμελιώδεις για να σκεφτόμαστε και
να νοηματοδοτούμε τον κόσμο. Αναλυτικότερα, σε
καθημερινή βάση χρησιμοποιούμε τις
έννοιες και τις κατηγορίες προκειμένου να αξιολογήσουμε ή να αποφασίσουμε βάσει
σωστής κρίσης ή όχι για μια σειρά θεμάτων, τα οποία μπορεί να είναι πολύ απλά
και χωρίς σημαντικές επιπτώσεις ή πολύ κρίσιμα με σημαντικές επιπτώσεις στα
άτομα που παίρνουν τις αποφάσεις, ή και σε άλλους (Schacter,
κ.ά., 2018, σελ.389). Τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σχηματίζουν έννοιες
και κατηγορίες, επιχείρησαν να εξηγήσουν
κυρίως οι θεωρίες της Οικογενειακής Ομοιότητας, των Προτύπων και των
Υποδειγμάτων. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με
την θεωρία της Οικογενειακής Ομοιότητας, την οποία ανέπτυξε η Eleanor Rosch (1973, 1975, όπ. Αναφ. στο Schacter, κ.ά.,
2018), οι έννοιες κατηγοριοποιούνται με βάση «χαρακτηριστικά τα οποία
φαίνεται να μοιράζονται τα μέλη μιας κατηγορίας, τα οποία, ωστόσο, δεν είναι
υποχρεωτικό να τα έχει κάθε μέλος ξεχωριστά» (σελ. 385). Η ίδια η Rosch,
έχοντας ως βάση την παραπάνω θεωρία διατύπωσε τη θεωρία των Προτύπων
υποστηρίζοντας ότι «οι νοητικές κατηγορίες περιγράφονται καλύτερα ως
οργανωμένες γύρω από ένα πρότυπο το οποίο είναι το καλύτερο ή το πιο
αντιπροσωπευτικός μέλος μιας κατηγορίας» (Schacter,
κ.ά., 2018, σελ. 386). Σε αντίθεση με τις παραπάνω θεωρίες, έρχεται η θεωρία
των υποδειγμάτων, σύμφωνα με την οποία, «κάνουμε αξιολογικές κρίσεις για
κατηγορίες συγκρίνοντας ένα νέο γεγονός με αποθηκευμένες μνήμες άλλων γεγονότων
της ίδιας κατηγορίας (Medin & Schaffer,
1978, όπ. Αναφ. στο Schacter,
κ.ά., 2018, σελ. 386).
Τις παραπάνω θεωρίες
προσπάθησαν να επιβεβαιώσουν ερευνητές χρησιμοποιώντας νευροαπεικονιστικές
τεχνικές καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι για να σχηματίσουμε κατηγορίες και
έννοιες κάνουμε χρήση τόσο των προτύπων όσο και των υποδειγμάτων. Ειδικότερα, βρέθηκε ότι ο σχηματισμός
προτύπων συνδέεται με τον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου και αποτελεί μια ολιστική
διαδικασία συσχετιζόμενη με την επεξεργασία των
εικόνων ενώ, η εκμάθηση των υποδειγμάτων συνδέεται με τον προμετωπιαίο φλοιό και
σχετίζεται με την ανάλυση δεδομένων και τη λήψη αποφάσεων (Ashby &Ell, 2001). Συνεπώς, η επεξεργασία των προτύπων και των
υποδειγμάτων γίνεται σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου. Μια ισχυρή απόδειξη για την παραπάνω υπόθεση
είναι το γεγονός, ότι ασθενείς με εγκεφαλική βλάβη παρουσιάζουν αδυναμία
αναγνώρισης αντικειμένων που ανήκουν σε συγκεκριμένη κατηγορία παρά το γεγονός
ότι η δυνατότητα αναγνώρισης αντικειμένων που ανήκουν σε άλλες κατηγορίες
παραμένει ανέπαφη» για παράδειγμα, ασθενής δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τεχνητά
αντικείμενα παρά το γεγονός ότι αναγνώριζε τα έμβια όντα και τις τροφές (Warrington & McCarthy, 1983). Αντίθετα, άλλοι ασθενείς παρουσίαζαν την
εντελώς αντίθετη εικόνα, μπορούσαν δηλαδή να αναγνωρίσουν πληροφορίες για
τεχνητά αντικείμενα, αλλά παρουσίαζαν μειωμένη ικανότητα στην αναγνώριση έμβιων
όντων και τροφών (Martin
&Caramazza,
2003. Warrington & Shallice, 1984). Ο διαφορετικός τύπος ελλείματος εξαρτάται από
την περιοχή του εγκεφάλου που υπέστη βλάβη. Έτσι, βλάβες στο πρόσθιο μέρους του
αριστερού κροταφικού λοβού σχετίζονται με αδυναμία αναγνώρισης ατόμων, βλάβες
στον κατώτερο αριστερό κροταφικό λοβό σχετίζονται με δυσκολίες στην αναγνώριση
ζώων και τέλος βλάβες στην περιοχή όπου ο κροταφικός λοβός συναντά τον ινιακό
και βρεγματικό λοβό σχετίζεται με δυσκολία αυτών των ατόμων να θυμηθούν ονόματα
εργαλείων (Damasio
κ.ά., 1996. Mahon &
Caramazza,
2009). Με βάση τα παραπάνω ευρήματα οι Mahon & Caramazza
(2009) σε μια μελέτη τους χρησιμοποίησαν τυφλά άτομα και άτομα που είχαν την
όρασή τους. Και οι δύο ομάδες
συμμετεχόντων άκουγαν μια σειρά από λέξεων που αναφέρονταν σε ζώα ή
εργαλεία. Το πείραμα κατέδειξε ότι και
στις δύο ομάδες, στο άκουσμα της ίδιας λέξης, ανταποκρίθηκαν οι ίδιες περιοχές
του εγκεφάλου. Τα συγκεκριμένα ευρήματα
παρέχουν πειστικές αποδείξεις, ότι η οργάνωση των οπτικών περιοχών για τις
συγκεκριμένες κατηγορίες έμβιων και εργαλείων δεν εξαρτάται από τις οπτικές
εμπειρίες του ατόμου. Επομένως, η εγκεφαλική οργάνωση για τις συγκεκριμένες
κατηγορίες είναι εγγενώς καθορισμένη (Bedny & Saxe, 2012. Mahon κ.ά., 2009).
Πολλές είναι οι
περιοχές του εγκεφάλου οι οποίες εμπλέκονται με τη διεργασία της γλώσσας,
ωστόσο, καθώς ο εγκέφαλος ωριμάζει η γλωσσική διεργασία επικεντρώνεται,
σταδιακά, σε δύο περιοχές, στην περιοχή Broca και στην περιοχή Wernicke (βλ.
Σχήμα 1). Οι δύο αυτές περιοχές είναι
αποφασιστικής σημασίας για την παραγωγή και την κατανόηση της γλώσσας (Schacter, κ.ά., 2018). Πιο αναλυτικά, η περιοχή Broca βρίσκεται στον
αριστερό μετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου και «εμπλέκεται στην παραγωγή
διαδοχικών μοτίβων σε φωνητικές και σε νοηματικές γλώσσες» (Schacter, κ.ά., 2018, σελ. 381), δηλαδή στην παραγωγή της
γλώσσας, ενώ η περιοχή Wernicke
βρίσκεται στον αριστερό κροταφικό φλοιό του εγκεφάλου και εμπλέκεται στην
κατανόηση της γλώσσας. Βλάβες στις δύο παραπάνω περιοχές καταλήγουν σε μια σοβαρή κατάσταση η οποία ονομάζεται
αφασία και σχετίζεται με δυσκολία στην παραγωγή ή την κατανόηση της γλώσσας (Schacter, κ.ά., 2018). Στο σημείο αυτό, να σημειώσουμε, ότι,
όταν αναφερόμαστε στον όρο γλώσσα, αυτός συμπεριλαμβάνει τόσο την προφορική όσο
και τη νοηματική.
Σχήμα 1. Οι
περιοχές Broca
και Wernicke (Πηγή: (Schacter, κ.ά., 2018, σελ. 381)
Ειδικότερα, νευροαπεικονιστικές μελέτες κατέδειξαν ότι άτομα με βλάβες στην
περιοχή Broca
είχαν δυσκολίες στον σχηματισμό προτάσεων, παρά το γεγονός ότι η κατανόηση της
γλώσσας ήταν σχετικά καλή. Αντίθετα,
ασθενείς με βλάβες στην περιοχή Wernicke,
ενώ μπορούσαν να παράγουν ομιλία γραμματικά και συντακτικά σωστή, αυτή,
συνήθως, δεν είχε νόημα (Schacter, κ.ά., 2018, σελ.
382).
Ωστόσο, παρά το
γεγονός ότι οι δύο παραπάνω περιοχές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις
διεργασίες της γλώσσας, σύγχρονες νευροαπεικονιστικές
μελέτες κατέδειξαν ενδείξεις ότι κατά τη διάρκεια των γλωσσικών διεργασιών,
ενεργοποιούνται και περιοχές του δεξιού εγκεφάλου. Επίσης, άτομα με βλάβη στο
δεξί ημισφαίριο μερικές φορές παρουσιάζουν προβλήματα με την κατανόηση της
γλώσσας, γεγονός που υποδηλώνει ότι η διεργασία της γλώσσας δεν συμβαίνει, μόνο
στο αριστερό ημισφαίριο, αλλά και στο δεξί (Schacter,
κ.ά., 2018, σελ. 382).
Επίσης, ενδιαφέρον προκαλούν τα ευρήματα νευροαπεικονιστικών μελετών, σύμφωνα με τις οποίες ορισμένα
δίγλωσσα παιδιά έχουν πιο αναπτυγμένες ορισμένες γνωστικές λειτουργίες σε σχέση
με παιδιά που μιλάνε μόνο μία γλώσσα. Ειδικότερα, τα δίγλωσσα παιδιά βρέθηκε να
έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό δεξιότητες εκτελεστικού ελέγχου, όπως για παράδειγμα
να δίνουν προτεραιότητα σε πληροφορίες και ευελιξία στον τρόπο συγκέντρωσης,
γεγονός που σχετίζεται με την προσπάθεια ελέγχου καταστολής της γλώσσας την
οποία δε θέλουν να χρησιμοποιήσουν.
Επιπροσθέτως, μελέτες έχουν καταδείξει ότι η μάθηση μιας δεύτερης
γλώσσας παράγει μακροχρόνιες αλλαγές στον εγκέφαλο (Schacter,
κ.ά., 2018, σελ. 382). Τα τελευταία ευρήματα φαίνεται να υποδηλώνουν μια σχέση
μεταξύ γλώσσας και σκέψης.
Επιπροσθέτως,
ενδιαφέρον προκαλούν και τα αποτελέσματα μιας μελέτης απεικόνισης εκπομπής
ποζιτρονίων (PET) των Paulesu et al.
(2000, όπ. Αναφ. στο Martin, 2011), η οποία είναι η πρώτη που
κάνει λόγο για πολιτιστικές επιδράσεις σχετικές με τη γλώσσα στην περιοχή του
εγκεφάλου σε υγιή άτομα. Η παραπάνω
έρευνα έρχεται σε συνέχεια άλλων μελετών οι οποίες επίσης διαπίστωσαν
πολιτιστικές διαφορές σχετικές με τη γλώσσα στις βλάβες που προκαλούνται στον
εγκέφαλο μετά από ένα μονόπλευρο εγκεφαλικό επεισόδιο (Martin, 2011).
Συμπερασματικά, θα
λέγαμε ότι η παραγωγή λόγου και η κατανόηση επιτελούνται από δύο διαφορετικές
περιοχές του αριστερού ημισφαιρίου την
περιοχή Broca η οποία σχετίζεται με τη γλωσσική παραγωγή και η
περιοχή Wernicke που
σχετίζεται με την κατανόηση, ωστόσο, «η φυσιολογική γλωσσική επεξεργασία
είναι το αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης αισθητηριακών, κινητικών και
μνημονικών διεργασιών» (Martin,
2011, σελ. 353), βλάβες σε οποιοδήποτε από αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε
προβλήματα κατανόησης ή παραγωγής λόγου (Martin, 2011).
Το ερώτημα ωστόσο που
τίθεται είναι αν οι βελτιωμένες γλωσσικές ικανότητες είναι εκείνες που
επιφέρουν βελτίωση στον τρόπο σκέψης ή το αντίθετο, δηλαδή, η βελτίωση στον
τρόπο σκέψης οδηγεί στην διεύρυνση της γλωσσικής ικανότητας. Στο παραπάνω ερώτημα προσπάθησαν να δώσουν
απάντηση ο Edward Sapir
και ο Benjamin Whorf,
τις απόψεις των οποίων θα εξετάσουμε στην επόμενη ενότητα.
Η συστηματική
ενασχόληση των Edward Sapir
και Benjamin Whorf,
ο οποίος ήταν μαθητής του πρώτου, με το ζήτημα της σχέση μεταξύ γλώσσας και
σκέψης οδήγησε στη διατύπωση της υπόθεσης της γλωσσικής σχετικότητας, η οποία
έγινε γνωστή ως υπόθεση των Sapir-Whorf.
Σύμφωνα με την παραπάνω υπόθεση, η γλώσσα διαμορφώνει τη φύση της σκέψης
(Chandler, 1995). Πιο
συγκεκριμένα, η γλώσσα που χρησιμοποιείται από τα μέλη μιας κοινότητας αποτελεί
έναν ισχυρό κώδικα επικοινωνίας, μέσω του οποίου τα μέλη αυτής της κοινότητας
μαθαίνουν τον κόσμο που τα περιβάλλει και αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα (Whorf, 1956). Ειδικότερα,
σύμφωνα με τον Sapir
(1929) ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο εξαρτάται από τη γλώσσα μας, η
οποία μας περιορίζει σε συγκριμένους τρόπους ερμηνείας του κόσμου. Επίσης,
διαφορετικές κοινωνίες, οι οποίες χρησιμοποιούν διαφορετικές γλώσσες
αντιλαμβάνονται τον κόσμο διαφορετικά (σελ. 209-210). Ο Whorf, στη συνέχεια, προχώρησε πιο πέρα υποστηρίζοντας
ότι η γλώσσα δεν είναι απλά ένα μέσο έκφρασης των ιδεών μας, αλλά η ίδια είναι
αυτή που καθοδηγεί τις νοητικές μας διεργασίες και κατά συνέπεια, η ίδια
αποτελεί εκφραστή των ιδεών μας (Whorf, 1940, σελ. 213-214). Συνεπώς, άνθρωποι οι οποίοι μιλούν διαφορετική γλώσσα
θα πρέπει να δρουν, αλλά και να αντιλαμβάνονται, με τρόπο διαφορετικό σε
αντικειμενικά όμοιες καταστάσεις (Whorf, 1956). Ωστόσο, η υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας δε
θεωρεί ότι η γλώσσα είναι αυτή που καθορίζει τη σκέψη, αλλά η σκέψη και ο
τρόπος αντίληψης του κόσμου μπορούν να επηρεαστούν από τη γλώσσα, αλλά και
αντίστροφα, η γλώσσα μπορεί να
επηρεαστεί από τον τρόπο αντίληψης του κόσμου (Chandler, 1995).
Η υπόθεση της
γλωσσικής σχετικότητας αντικρούστηκε από πολλούς ερευνητές κυρίως υποστηρικτές
των απόψεων του Chomsky. Ο Chomsky υποστήριξε ότι «οι ικανότητες
μάθησης της γλώσσας είναι εγγενείς στον εγκέφαλο και είναι ξέχωρες από τη
γενική νοημοσύνη» (Schacter, κ.ά., 2018, σελ.
379). Επίσης, η κατάκτηση της γλώσσας δεν αποτελεί κατάκτηση του παιδιού, αλλά
πρόκειται για αποτέλεσμα της ωρίμανσης του εγκεφάλου (Chomsky, 2000, σελ. 7). Οι απόψεις του Chomsky οδήγησαν στην θεωρία του νατιβισμού σύμφωνα με την οποία
«η ανάπτυξη της γλώσσας εξηγείται καλύτερα ως μια έμφυτη, βιολογική
ικανότητα» (Schacter, κ.ά., 2018, σελ. 379). Η ιστορία του Χριστόφορου, με μητρική του
γλώσσα τα αγγλικά (Smith
& Tsimpli,
1995, όπως αναφ. στο Schacter, κ.ά., 2018), φαίνεται
να συνάδει με τις παραπάνω απόψεις. Πιο
συγκεκριμένα, ο Χριστόφορος, σε ηλικία μόλις 6 ετών, είχε μάθει γαλλικά και ελληνικά από
σχολικά βιβλία της αδερφής του μέσα σε τρεις μήνες. Ως ενήλικας, ο Χριστόφορος μπορούσε να μιλάει
απταίστως 16 γλώσσες. Ωστόσο, οι επιδόσεις του σε τυπικά τεστ νοημοσύνης ήταν
εξαιρετικά χαμηλές και πολύ κάτω του μέσου όρου, αποτυγχάνοντας ακόμα και σε
απλά γνωστικά τεστ, που τετράχρονα παιδιά περνούσαν με ευκολία. Ο Χριστόφορος, παρά την εξαιρετική του
ικανότητα να μαθαίνει με ευκολία ξένες γλώσσες, δεν έχει τη γνωστική ικανότητα
να αποφασίζει, να συλλογίζεται και να παίρνει αποφάσεις, ικανότητες που θα του
επέτρεπαν να ζει ως ανεξάρτητο άτομο. Έτσι, ο Χριστόφορος ζει σε μια οικία ημιπροστασίας σε καθεστώς ημιελεύθερης
διαβίωσης, στα πλαίσια μιας ψυχιατρικής δομής.
Η περίπτωση του Χριστόφορου φαίνεται να υποστηρίζει την άποψη ότι «η
νόηση απαρτίζεται από διακριτές ικανότητες» (Schacter,
κ.ά., 2018, σελ. 372), συνεπώς, η ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας μπορεί να
είναι αυτόνομη από τις άλλες νοητικές ικανότητες του ατόμου, όπως και στην
περίπτωση του Χριστόφορου. Με άλλα λόγια, υποστηρίζει την άποψη του Chomsky (1995), ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ νόησης και γλώσσας. Την παραπάνω άποψη φαίνεται να υποστηρίζει και
η περίπτωση της «γενετικής δυσφασίας ή ειδικής
γλωσσικής διαταραχής» , κατά την οποία άτομα με φυσιολογική ή σχεδόν με
φυσιολογική νοημοσύνη αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία ή δεν μπορούν να αναπτύξουν
συγκεκριμένες πτυχές της ανθρώπινης γλώσσας, όπως για παράδειγμα η σωστή χρήση
γραμματικής και σύνταξης (Schacter, κ.ά., 2018, σελ.
372). Τέλος, σύμφωνα με τον Chomsky (2000), η βιολογικά
προγραμματισμένη ικανότητα του ανθρώπου για εκμάθηση της γλώσσας και ο
διαχωρισμός της από τη σκέψη συνάδει και με το γεγονός, ότι τα παιδιά έχουν
γνώσεις πολύ πριν την πλήρως εκμάθηση της μητρικής τους γλώσσας, άρα αυτές οι γνώσεις
δεν αποκτήθηκαν μέσω της γλωσσικής τους εμπειρίας (Chomsky, 2000, σελ. 6).
Συνεπώς, με βάση τα
παραπάνω, η υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας των Sapir-Whorf, φαίνεται να μην ισχύει καθολικά, εφόσον, ο τρόπος σκέψης
και γενικότερα η γνωστική ανάπτυξη ενός ατόμου δεν διαπιστώνεται ότι
επηρεάζεται από την απόκτηση της γλώσσας.
Η υπόθεση των Sapir_Whorf κέντρισε το ενδιαφέρον των
ερευνητών, οι οποίοι προσπάθησαν να την ελέγξουν, με διφορούμενα, ωστόσο,
αποτελέσματα. Ειδικότερα, μια μελέτη της Rosch (1973, όπ.
Αναφ. στο Davies & Corbett, 1997) έθεσε υπό αμφισβήτηση
την υπόθεση των Sapir-Whorf διαπιστώνοντας
ότι μια απομονωμένη φυλή της Νέας Γουινέας, οι Ντάνι,
η γλώσσα των οποίων έχει δύο λέξεις για το χρώμα, σκούρο και φωτεινό, έμαθαν
εξίσου καλά τις αποχρώσεις των χρωμάτων όσο και οι άνθρωποι των οποίων η
μητρική γλώσσα έχει πολύ περισσότερες λέξεις για το χρώμα. Το γεγονός αυτό
θέτει υπό αμφισβήτηση την υπόθεση Sapir-Whorf,
σύμφωνα με την οποία οι Ντάνι δε θα μπορούσαν να
μάθουν τις πολλές διαφορετικές αποχρώσεις των χρωμάτων.
Επίσης, οι Davies και Corbett (1997) προκειμένου να ελέγξουν
την υπόθεση των Sapir_Whorf, διεξήγαγαν έρευνα
έχοντας ως συμμετέχοντες τρεις ομάδες ατόμων που είχαν ως μητρική τη γλώσσα Σετσουάνα, την αγγλική και τη ρωσική. Η επιλογή αυτών των
τριών γλωσσών έχει να κάνει με τον διαφορετικό αριθμό βασικών χρωμάτων που
έχουν και με τη διαφορετική κατηγοριοποίηση του μπλε και του πράσινου χρώματος.
Τα ευρήματα της παραπάνω έρευνας οδήγησαν τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι
υπάρχει μια παγκόσμια αντίληψη χρωμάτων και η γλώσσα έχει κάποια επίδραση πάνω
σ’ αυτή την αντίληψη.
Παρόμοια έρευνα των Davies, Sowden, Jerret και Corbett
(1998) επέλεξε ως δείγμα άτομα τα οποία μιλούσαν Σετσουάνα
και Αγγλικά, δύο γλώσσες οι οποίες διαφέρουν στον αριθμό των βασικών
χρωμάτων. Και σ’ αυτή την έρευνα απορρίφθηκε η υπόθεση των Sapir-Whorf. Ωστόσο, τα ευρήματα
κατέδειξαν μικρές αλλά σημαντικές διαφορές που σχετίζονταν με τον διαφορετικό
αριθμό των λέξεων που είχε η κάθε μία για τα χρώματα, εύρημα το οποίο
υποστηρίζει εν μέρη την υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας.
Επιπλέον, η έρευνα των
Robertson, Davies, Davidoff και Shapiro (2005) με δείγμα
ομιλητές της αγγλικής γλώσσας και ομιλητές μιας τοπικής νοτιοαφρικάνικης
γλώσσας με 5 βασικά χρώματα, κατέδειξε διαφορετική γνωστική οργάνωση αναφορικά
με την αντίληψη των χρωμάτων μεταξύ Νοτιοαφρικανών
και Άγγλων.
Σε αντίθεση με τις
παραπάνω μελέτες, πολλοί ερευνητές εστίασαν στη διαφορετική ορολογία για τις
αποχρώσεις ενός χρώματος και όχι, όπως παραπάνω, στον διαφορετικό αριθμό
βασικών χρωμάτων που έχει η κάθε γλώσσα.
Για παράδειγμα, η ελληνική γλώσσα έχει δύο λέξεις για να δηλώσει τις
διαφορετικές αποχρώσεις μεταξύ ανοιχτού και σκούρου μπλε, όπως και τα ρωσικά,
ενώ τα αγγλικά όχι.
Έτσι, οι Thierry, Athanasopoulos, Wiggett,
Dering & Kuipers
(2009), προκειμένου να ελέγξουν τη θεωρία των Sapir-Whorf επέλεξαν τα ελληνικά και τα αγγλικά και οι Winawer
κ.ά., (2007) επέλεξαν τα ρωσικά και τα αγγλικά.
Και οι δύο παραπάνω έρευνες κατέδειξαν επίδραση της ειδικής ορολογίας για
τις αποχρώσεις του μπλε στην ανθρώπινη αντίληψη, με τους Έλληνες να διακρίνουν
πιο γρήγορα αυτά τα χρώματα από τους Άγγλους.
Ομοίως, και η διάκριση των
χρωμάτων ήταν διαφοροποιημένη μεταξύ Ρώσσων και Άγγλων, με τους Ρώσσους να
επηρεάζονται από τις χρωματικές κατηγορίες που έχει η γλώσσα τους.
Πολλοί, ωστόσο,
μελετητές, προκειμένου να ελέγξουν την υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας
εξέτασαν τις επιδράσεις της γλώσσας στην αντίληψη του χώρου και στις χωρικές
ικανότητες και όχι στην αντίληψη των χρωμάτων.
Οι Choi & Bowerman (1991) μελέτησαν τον
τρόπο με τον οποίο παιδιά με μητρική γλώσσα τα αγγλικά και παιδιά με μητρική
γλώσσα τα κορεάτικα μιλούν για κίνηση. Η Επιλογή των δύο παραπάνω γλωσσών έγινε
διότι, αυτές λεξικοποιούν διαφορετικά τα γεγονότα κίνησης. Η έρευνα κατέδειξε ότι τόσο τα παιδιά που
μιλούσαν κορεάτικα όσο και τα παιδιά που μιλούσαν αγγλικά είχαν μια ευαισθησία
σε συγκεκριμένα μοτίβα που σχετίζονταν με τη γλώσσα που μιλούσαν και τον τρόπο
που αυτή λεξικοποιεί τα γεγονότα κίνησης, ευρήματα που υποδηλώνουν ότι
γλωσσικές χωρικές έννοιες επηρεάζονται από τη σημασιολογική οργάνωση της
γλώσσας.
Επίσης, η έρευνα των Li & O’boyle (2011) καταδεικνύει επιρροή
της μητρικής γλώσσας στην ακρίβεια και στην καταλληλότερη επιλογή στρατηγικών κατά
τη νοερή περιστροφή. Εδώ, επιλέχθηκαν άτομα που μιλούσαν κινέζικα και άτομα που
μιλούσαν αγγλικά. Η έρευνα κατέδειξε διαφορά στην επιλογή καταλληλότερων
χωρικών στρατηγικών προκειμένου να επιτευχθεί η νοερή περιστροφή, με τους
Κινέζους να σημειώνουν μεγαλύτερη βαθμολογία.
Τα ευρήματα της συγκεκριμένης έρευνας, επίσης, καταδεικνύουν κάποια
σχέση μεταξύ γλώσσας και νόησης.
Ωστόσο, άλλες έρευνες
κατέδειξαν εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα.
Οι Goldin-Meadow (2008) διεξήγαγαν
έρευνα στην οποία χρησιμοποίησαν ως συμμετέχοντες άτομα από τέσσερις
διαφορετικές γλώσσες (Αγγλικά, Τουρκικά, Ισπανικά και Κινέζικα) ζητώντας τους
να περιγράψουν μη λεκτικά ένα γεγονός χρησιμοποιώντας χειρονομίες και να
ανακατασκευάσουν ένα γεγονός βάζοντας σε σειρά μια σειρά εικόνων. Όλοι οι
συμμετέχοντες και των τεσσάρων γλωσσών χρησιμοποίησαν την ίδια σειρά και στις
δύο μη λεκτικές εργασίες που έκαναν. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι διαφορές
στη μητρική γλώσσα των συμμετεχόντων δεν επηρέασε τη μη λεκτική συμπεριφορά
τους. Όλοι οι συμμετέχοντες και των τεσσάρων γλωσσών χρησιμοποίησαν και στις
δύο μη λεκτικές εργασίες την ίδια σειρά.
Επίσης, ο Doms (2004) χρησιμοποίησε ως δείγμα της έρευνάς του άτομα με μητρική τους
γλώσσα τα αγγλικά και άτομα με μητρική τους γλώσσα τα κορεάτικα, προκειμένου να
αξιολογήσει την επιρροή της γλώσσας στη σκέψη των συμμετεχόντων. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να επιλέξουν μεταξύ
δύο εικόνων, αυτή που ταιριάζει καλύτερα με μια τρίτη. Και σ΄ αυτή την έρευνα
τα αποτελέσματα δεν υποστηρίζουν την υπόθεση Sapir -Whorf.
Μια επίσης
ενδιαφέρουσα έρευνα διεξήγαγαν οι Papafragou, Massey και Gleitman (2002).
Έχοντας ως δεδομένο ότι οι γλώσσες ποικίλλουν ως προς τον τρόπο κωδικοποίησης
συμβάντων κίνησης, σχεδίασαν δύο μελέτες για να διερευνήσουν αν τα διαφορετικά
πρότυπα που χρησιμοποιούνται στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, όσον αφορά
συμβάντα κίνησης, επηρεάζουν τη λογική των ανθρώπων σχετικά με την κίνηση. Ειδικότερα, συνέκριναν την απόδοση μεταξύ
παιδιών με μητρική γλώσσα τα ελληνικά και παιδιών με μητρική γλώσσα τα αγγλικά,
όσον αφορά σε μη γλωσσικές και γλωσσικές περιγραφές ίδιων γεγονότων
κίνησης. Παρά το γεγονός ότι οι δύο
γλωσσικές ομάδες διέφεραν σημαντικά όσον αφορά τις γλωσσικές προτιμήσεις τους,
η απόδοσή τους στις μη γλωσσικές εργασίες ήταν ίδια. Επιπλέον, οι γλωσσικές περιγραφές που δόθηκαν
δεν συσχετίστηκαν με τη μνήμη και την απόδοσή τους σε εργασίες
κατηγοριοποίησης. Με βάση τα παραπάνω,
οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι η εννοιολογική ανάπτυξη και η
οργάνωση είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες από τις γλωσσικές πρακτικές
επισήμανσης» (σελ. 189).
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι οι μελέτες που έγιναν
προκειμένου να ελεγχθεί η υπόθεση των Sapir Whorf, κατέδειξαν αντιφατικά αποτελέσματα, σε ό,τι
αφορά την επίδραση της γλώσσας, τόσο
στον τρόπο αντίληψης και κατηγοριοποίησης των χρωμάτων, όσο και στην
αντίληψη του χώρου και στις χωρικές ικανότητες. Ωστόσο, πολλές από αυτές καταδεικνύουν κάποια
επίδραση της γλώσσας στον τρόπο σκέψης.
Συμπεράσματα
Με την
παρούσα εργασία έγινε προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η γλώσσα
επηρεάζει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων.
Προκειμένου να δοθεί απάντηση εξετάσαμε την υπόθεση της γλωσσικής
σχετικότητας των Sapir-Whorf μέσα από ανασκόπηση της
συναφούς βιβλιογραφίας στα πεδία της γνωστικής ψυχολογίας και νευροψυχολογίας.
Οι αρχικές
έρευνες που έγιναν εξέτασαν την επίδραση της
γλώσσας στην αντίληψη των χρωμάτων καταδεικνύοντας κάποια επίδραση της
γλώσσας στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα χρώματα (Danies & Corbett, 1997. Davies κ.ά., 1998. Robertson κ.ά., 2005. Thierry κ.ά, 2009. Winawer κ.ά.,
2007). Ωστόσο, άλλες έρευνες, όπως της Rosch
(1999), έρχονται σε αντίθεση με τα αποτελέσματα των παραπάνω ερευνών.
Στη συνέχεια,
ορισμένοι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση που έχει η γλώσσα στην αντίληψη του
χώρου και στις χωρικές ικανότητες (Choi & Bowerman,
1991. Li & O’boyle, 2011) καταδεικνύοντας,
επίσης, κάποια σχέση μεταξύ γλώσσας και νόησης.
Ωστόσο, άλλες παρόμοιες έρευνες είχαν διαφορετικά αποτελέσματα (Doms,
2004. Goldin-Meadow, 2008. Papafragou, Massey, & Gleitman, 2002).
Με βάση τα παραπάνω, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι,
τόσο οι έρευνες που εστίασαν στον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα επιδρά στην
αντίληψη και κατηγοριοποίηση των χρωμάτων, όσο και οι έρευνες που εστίασαν στον
τρόπο με τον οποίο η γλώσσα επιδρά στην αντίληψη του χώρου και στις
χωρικές ικανότητες, κατέδειξαν αντικρουόμενα
αποτελέσματα. Επίσης, παρά το γεγονός
ότι σε πολλές μελέτες υπάρχουν ενδείξεις ότι η γλώσσα επιδρά με κάποιο τρόπο
στον τρόπο σκέψης, αυτές αφορούν μόνο στην επίδραση της γλώσσας στην αντίληψη
των χρωμάτων και στην αντίληψη του χώρου.
Έρευνες που να καταδεικνύουν, σαφώς, επίδραση της γλώσσας στον τρόπο
ανάπτυξης της σκέψης δεν υπάρχουν, παρά μόνο αυτών των νευροαπεικονιστικών μελετών, σύμφωνα με τις οποίες ορισμένα
δίγλωσσα παιδιά έχουν πιο αναπτυγμένες ορισμένες γνωστικές λειτουργίες σε σχέση
με παιδιά που μιλάνε μόνο μία γλώσσα. Ενδεχομένως, αυτό έχει να κάνει, σύμφωνα
με τους ίδιους τους ερευνητές, με την προσπάθεια ελέγχου καταστολής της γλώσσας
την οποία δε θέλουν να χρησιμοποιήσουν. Επιπλέον,
μελέτες έχουν δείξει ότι η μάθηση μιας δεύτερης γλώσσας παράγει μακροχρόνιες
αλλαγές στον εγκέφαλο (Schacter, κ.ά., 2018, σελ.
382). Αν και τα παραπάνω υποδηλώνουν
κάποια σχέση μεταξύ γλώσσας και νόησης, η περίπτωση του Χριστόφορου, ο οποίος
παρά την εξαιρετική του ικανότητα να μαθαίνει με ευκολία ξένες γλώσσες, δεν
έχει τη γνωστική ικανότητα να αποφασίζει, να συλλογίζεται και να παίρνει
αποφάσεις, θέτει υπό αμφισβήτηση τη ύπαρξη σχέσης μεταξύ γλώσσας και
σκέψης. Την μη ύπαρξη σχέσης φαίνεται να
υποστηρίζουν και οι περιπτώσεις «γενετικής
δυσφασίας ή ειδικής γλωσσικής διαταραχής», κατά
τις οποίες άτομα με σχεδόν φυσιολογική νοημοσύνη αντιμετωπίζουν προβλήματα με
τη γλώσσα.
Ωστόσο, παρά
το γεγονός ότι δεν υπάρχουν μελέτες που να καταδεικνύουν σαφώς επίδραση της
γλώσσας στον τρόπο σκέψης, σύγχρονες μελέτες (Martin, 2011. Paulesu et al.
2000) κάνουν λόγο για πολιτιστικές επιδράσεις σχετικές με τη γλώσσα στην
περιοχή του εγκεφάλου, τόσο σε υγιή άτομα, όσο και σε άτομα μετά από ένα
μονόπλευρο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Συνεπώς, με
βάση τα παραπάνω, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι
τα αντικρουόμενα εμπειρικά δεδομένα δεν επιτρέπουν την επαλήθευση της γλωσσικής
υπόθεσης των Sapir-Whorf, περί επίδρασης της
γλώσσας στην σκέψη. Παρόλα αυτά, πολλές
μελέτες υποδηλώνουν ότι η γλώσσα επιδρά με κάποιο τρόπο στην σκέψη, ευρήματα τα
οποία, ωστόσο, θα πρέπει να ελεγχθούν και να επαληθευθούν περαιτέρω με νέες
σύγχρονες εμπειρικές έρευνες.
Abstract
Language and thought are two of the
most basic human mental functions, which are a field of research of both
cognitive psychology and neuropsychology. The relationship between these two
basic mental functions has occupied man since antiquity until today. The
question is whether the development of language skills is what leads to an
improvement in the way of thinking or the opposite, that is, whether the
improvement of the way of thinking is ultimately the one that leads to the
expansion of language skills. Edward Sapir and Benjamin Whorf were the ones who
systematically dealt with the relationship between language and thought,
arguing that thought is influenced by language, a hypothesis known as the
Sapir-Whorf linguistic relativity hypothesis. The purpose of this paper is to
examine the Sapir-Whorf hypothesis through a relevant literature review,
focusing on new empirical data from the fields of cognitive psychology and
neuropsychology and to answer the question of whether language influences the
way people think. A literature review showed conflicting empirical data, which
do not allow the verification of Sapir-Whorf's linguistic hypothesis about the
influence of language on thought. However, even though there are no studies
that clearly demonstrate the effect of language on the way of thinking, modern
studies talk about cultural influences related to language in the brain area,
both in healthy people and in people after a unilateral stroke.
Κωσταρίδου Ευκλείδη, Α. (1997). Ψυχολογία
της Σκέψης (2η ed.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Οκαλίδου, Α. (Χ.Χ).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ. Ενότητα 2η. Σχέση Γλώσσας
και Σκέψης (1ο μέρος). Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής.
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Ανακτήθηκε στις 28/5/2021 από http://opencourses.uom.gr/assets/site/public/543/391-Eisagogi-stis-Epistimes-Logou-kai-Akohs-02-2-Okalidou.pdf
Τσολάκης, Χ. Λ. (2000). Τη
γλώσσα μου έδωσαν ελληνική. Νησίδες.
Ashby,
F. G., & Ell, S. W. (2001). The neurobiology of human category learning. Trends in cognitive sciences, 5(5), 204-210. Ανακτήθηκε στις 14/5/2021 από https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1364661300016247?casa_token=fV_voe74T6wAAAAA:eog3ce0S0d9OwQpKXxMPI3SLiMR9dytQJWdsJB7SZ7TmbfRH42SzWKIPfGy3RNsIYTFe6fCOdA
Bedny, M., & Saxe, R. (2012). Insights into the
origins of knowledge from the cognitive neuroscience of blindness. Cognitive
Neuropsychology, 29(1-2), 56-84. Ανακτήθηκε στις 15/5/2021 από https://krieger2.jhu.edu/pbs/research/bedny/publications/Bedny_2012_Cognitive_Neuropsychology.pdf
Bidell,
T. R., & Fischer, K. W. (1992). Beyond the stage debate: Action, structure
and variability in Piagetian theory and research. In R. J. Berg, Intellectual
Developmen, 100.
Bloom, P.,
& Keil, F. C. (2001). Thinking Through Language. Mind
& Language, 16(4), 351-367.
Bloom, P., & Keil, F. C. (2001). Thinking
through language. Mind and language, 16(4), 351-367. Ανακτήθηκε στις 15/5/2021 από http://minddevlab.yale.edu/sites/default/files/files/Thinking%20through%20language.pdf
Chandler, D.
(1995). The Sapir-Whorf Hypothesis. In D. Chandler, The Act of Writing
(p. 273 ). Cambridge :
University of Cambridge (Welsh Journal of Education).
Chandler, D.
(1995). The Sapir-Whorf Hypothesis. In D. Chandler, The Act of Writing
(p. 273 ). Cambridge :
University of Cambridge (Welsh Journal of Education).
Choi, S., & Bowerman, M. (1991). Learning to express motion events
in English and Korean: The influence of language-specific lexicalization
patterns. Cognition, 41(1-3), 83-121. Ανακτήθηκε στις 16/5/2021 από https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/001002779190033Z
Chomsky, N.
(2000). New Horizons in the Study of Language . In N.
Chomsky, New Horizons in the Study of Language and Mind (pp. 3-18).
Cambridge: Cambridge University Press.
Damasio,
H., Grabowski, T. J., Tranel, D., Hichwa,
R. D., & Damasio, A. R. (1996). A neural basis
for lexical retrieval. Nature, 380(6574), 499-505. Ανακτήθηκε στις 14/5/2021 από https://www.nature.com/articles/380499a0
Davies, I.
R., & Corbett, G. G. (1997). A cross‐cultural study of colour grouping: Evidence for weak linguistic
relativity. British journal of Psychology, 88(3),
493-517. Ανακτήθηκε στις 7/5/2021 από https://bpspsychub.onlinelibrary.wiley.com/doi/pdf/10.1111/j.2044-8295.1997.tb02653.x?casa_token=oZz5YembaMAAAAAA%3AlPDCFoaGORcZ5lbyqMycZhCWfNe1HKwYNrsAHByfQpCj7nKr7KeBws2tKRMLZMVTFdN8GBaBoNvZlPon
Davies, I.
R., Sowden, P. T., Jerrett, D. T., Jertett, T., & Corbett, G. G. (1998). A
cross‐cultural study of English and Setswana speakers on a colour triads task: A test of the Sapir—Whorf
hypothesis. British journal of psychology, 89(1),
1-15. Ανακτήθηκε στις 7/5/2021 από https://bpspsychub.onlinelibrary.wiley.com/doi/pdf/10.1111/j.2044-8295.1998.tb02669.x?casa_token=fSkXasvWpvsAAAAA%3Avi5fBIGwGxaUkYlZdzGtlP7QtiLzi0m5h0ixSEprCuxOCoLnDlcUcrnvfThQkykjXwTRSVeePs9DIdjl
Davies, I. R., Sowden, P. T., Jerrett, D. T., Jertett, T., & Corbett, G. G. (1998). A
cross‐cultural study of English and Setswana speakers on a colour triads task: A test of the Sapir—Whorf
hypothesis. British journal of psychology, 89(1), 1-15.
Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2021 από https://bpspsychub.onlinelibrary.wiley.com/doi/pdf/10.1111/j.2044-8295.1998.tb02669.x?casa_token=c4Rx1VRs7tsAAAAA%3A_-OUt0OxLCP20ao-13OaHRkJim5W4ylrAdY3mtWpLfH1sKytcSQR4MRP581TE7reI7f-2qejIl_AoX0
Davies, R. L., & Corbett, G. G. (1997). A Cross-Cultural Study of Colour Grouping: Evidence for Weak Linguistic Relativity. British
Journal of Psychology , 88, 493-517. Ανακτήθηκε στις 1/5/2021 από https://www.academia.edu/746853/A_cross_cultural_study_of_colour_grouping_Evidence_for_weak_linguistic_relativity
Doms, D. E. (2004). ENGLISH AND KOREAN
SPEAKERS’CATEGORIZATION OF SPATIAL ACTIONS: A TEST OF THE WHORF
HYPOTHESIS. Unpublished master’s thesis). The University of Birmingham,
Birmingham. Ανακτήθηκε στις 16/5/2021 από https://www.semanticscholar.org/paper/ENGLISH-AND-KOREAN-SPEAKERS%27-CATEGORIZATION-OF-A-OF-Doms/917f3f3104d05753e3ad1991facde5a692b25fef?p2df
Feldman, R. S. (2019).
Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διά βίου προσέγγιση (επιμ.
Η. Μπεζεβέγκης). Gutenberg.
Franklin, A., Drivonikou, G. V., Bevis, L.,
Davies, I. R., Kay, P., & Regier, T. (2008).
Categorical perception of color is lateralized to the right hemisphere in
infants, but to the left hemisphere in adults. Proceedings of the
National Academy of Sciences, 105(9), 3221-3225. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2021 από https://www.pnas.org/content/pnas/105/9/3221.full.pdf
Goldin-Meadow, S., So, W. C., Özyürek,
A., & Mylander, C. (2008). The natural order of
events: How speakers of different languages represent events nonverbally. Proceedings
of the National Academy of Sciences, 105(27), 9163-9168. Ανακτήθηκε στις 16/5/2021 από https://www.pnas.org/content/105/27/9163.short
Li, Y., & O’Boyle, M. W. (2011). Differences in mental rotation
strategies for native speakers of Chinese and English and how they vary as a
function of sex and college major. The Psychological Record, 61(1),
2-19. Ανακτήθηκε
στις 16/5/2021 από https://link.springer.com/article/10.1007/BF03395743
Mahon, B.
Z., & Caramazza, A. (2009). Concepts and
categories: a cognitive neuropsychological perspective. Annual review
of psychology, 60, 27-51.
Ανακτήθηκε στις 14/5/2021 από https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2908258/
Mahon, B.
Z., Anzellotti, S., Schwarzbach,
J., Zampini, M., & Caramazza,
A. (2009). Category-specific organization in the human brain does not require
visual experience. Neuron, 63(3),
397-405. Ανακτήθηκε στις 14/5/2021 από https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0896627309005418
Papafragou, A., Massey, C., & Gleitman, L. (2002). Shake, rattle,‘n’roll: The representation of motion in language and
cognition. Cognition, 84(2), 189-219. Ανακτήθηκε στις
16/5/2021 από https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S001002770200046X?casa_token=WUPkAUMoauYAAAAA:lIwiBdvcomukj_YVerLTEXiDrXGLBJVY_N7LEHzdKnQYuNhPqsyw8fyYaQOYKG-vMCk0h2c8Kg
Roberson, D., Davidoff, J., Davies, I. R., & Shapiro, L. R. (2005).
Color categories: Evidence for the cultural relativity hypothesis. Cognitive
psychology, 50(4), 378-411 Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2021 από https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0010028504000763?casa_token=aj5fGv4coIUAAAAA:CA7kCmcSIETJXSfxs4lbUG6YcnYqqQifqGadUyR9l62tEpzofaxD4gLEAnqjRIEtehcogq8Q7g
Sapir, E.
(1929). The Status of Linguistics as a Science. Language , 5 (4),
207-214. Ανακτήθηκε στις 6/5/2021από https://www.jstor.org/stable/409588?origin=crossref&seq=1
Schacter, D. L., Gilbert, D. T.,
Wegner, D. M., Nock, M. K., & Johnsrude, I.
(2018). ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (επιμ Βοσνιάδου Σ.), 3rd Canadian Edition.
Gutenberg.
Thierry, G., Athanasopoulos, P., Wiggett, A., Dering, B., & Kuipers,
J. R. (2009). Unconscious effects of language-specific terminology on preattentive color perception. Proceedings of the
National Academy of Sciences, 106(11), 4567-4570. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2021 από https://www.pnas.org/content/pnas/106/11/4567.full.pdf
van
Troyer, G. (1994). Linguistic Determinism and Mutability: The Sapir-Whorf
"Hypothesis" and Intercultural Communication. Jalt
Journal , 16 (2), 163-178.
Vygotsky, L. S., & Rieber, R. W. (Ed.).
(1997). Cognition and language.The collected
works of L. S. Vygotsky, Vol. 4. The history of the development of higher
mental functions. (M. J. Hall, Trans.). Plenum Press.
Ανακτήθηκε στις 1/5/2021 από https://link.springer.com/content/pdf/bfm%3A978-1-4615-5939-9%2F1.pdf
Whorf, B. L.
(1940). Science and Linguistics. Technol.
Rev. , 42 (6),
229-231, 247-248. Ανακτήθηκε στις 6/5/2021 από http://jraissati.com/PHIL256/15_Whorf%201940.pdf
Whorf, B. L.
(1956). In J. B. Carroll, Language, Thought and Reality: Selected Writings
of Benjamin Lee Whorf. Cambridge: MIT Press. Ανακτήθηκε στις 6/5/2021από https://d1wqtxts1xzle7.cloudfront.net/36027090/whorf.pdf?1419259230=&response-content-disposition=inline%3B+filename%3DWhorf.pdf&Expires=1620291656&Signature=ffZtDwKJSSRSf8rd-mfnhcEKkm9N3xa16CwRCnuc6SBEWpa1SnV1Pnk-GZs9jQATwo~wfp0nBlasq27ZGEn2xTvRZtLheR7Uy9ynb8DIQLCrhJuQY4n8rwksUmdrjr1wrJ1Wjgdfu41PzUg-68C5J9rdXLycOLhVpf1p4Z4TGQa-O9CBngEnEvcT-EDlrzilds5FP31moIeEpdT1D-4b5qPpg3xWkiQOBA7i~-9S527rFImL4fIMAL4pZwDrmoXKCSNzQU9ZaiapVHWR2EBc7wrKYLHJpfYkg6dqewYD1aMWLr9lFiu2~v5k3lzEjlS0tesh9778GvUEylQOOCEr0A__&Key-Pair-Id=APKAJLOHF5GGSLRBV4ZA
Winawer, J., Witthoft,
N., Frank, M. C., Wu, L., Wade, A. R., & Boroditsky,
L. (2007). Russian blues reveal effects of language on color
discrimination. Proceedings of the national academy of sciences, 104(19),
7780-7785. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2021 από https://www.pnas.org/content/pnas/104/19/7780.full.pdf?source=post_page---------------------------
Από το 2000 δουλεύει ως δάσκαλος σε δημόσια δημοτικά σχολεία της
Ελλάδας. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις επιστήμες της αγωγής
από το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, με εξειδίκευση στην ειδική αγωγή (ετήσια
επιμόρφωση από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου), στην σχολική ψυχολογία (ετήσια
επιμόρφωση από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) και στη διοίκηση σχολικών μονάδων
(ετήσια επιμόρφωση από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας). Τα επιστημονικά του
ενδιαφέροντα κινούνται στο πεδίο της διοίκησης των εκπαιδευτικών μονάδων και
ειδικότερα στην ηγεσία, αλλά και γενικότερα στα πεδία των επιστημών της αγωγής,
όπως στην ειδική αγωγή, στην εκπαίδευση ενηλίκων και στην εξαποστάσεως
εκπαίδευση. Επιστημονικές μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε πρακτικά διεθνών και
ελληνικών συνεδρίων, καθώς και σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά.
Ενδεικτικά:
•
Συμμετοχή
ως εισηγητής (με αξιολόγηση) στο 1ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο: Εκπαιδευτική
Ηγεσία, Αποτελεσματική Διοίκηση και Ηθικές Αξίες, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, 24,
25, 26 Νοεμβρίου 2017.
Θέμα εισήγησης: «Ηγεσία που υπηρετεί: Διαστάσεις και επιπτώσεις ενός
εναλλακτικού τρόπου ηγεσίας στη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα των
σχολικών μονάδων»
•
Συμμετοχή
ως εισηγητής (με αξιολόγηση) στο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο: Η δημιουργικότητα
και η καινοτομία στην εκπαιδευτική πράξη: με αφετηρία τη μακρόχρονη εμπειρία
των Πειραματικών και Πρότυπων Σχολείων, Μέγαρο Θεωρητικών Επιστημών, Αθήνα,
2-Νοεμβρίου 2018.
Θέμα εισήγησης: «Ενδυνάμωση της αποτελεσματικότητας της σχολικής
μονάδας μέσω του blog της τάξης»
•
Συμμετοχή
ως εισηγητής (με αξιολόγηση) στο 4ο Διεθνές Συνέδριο για την Προώθηση της
Εκπαιδευτικής Καινοτομίας, το οποίο διοργάνωσε η Επιστημονική Ένωση για την
Προώθηση της Εκπαιδευτικής Καινοτομίας (Ε.Ε.Π.Ε.Κ.), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας,
12, 13, 14 Οκτωβρίου 2018.
Θέμα εισήγησης: «Η Ευέλικτη Ζώνη (Ε.Ζ.). Μια προσπάθεια αποτίμησης
της υπάρχουσας κατάστασης μέσα από τις στάσεις και πρακτικές των δασκάλων»
•
Συμμετοχή
ως εισηγητής (με αξιολόγηση) στο 5ο Διεθνές Συνέδριο για την Προώθηση της
Εκπαιδευτικής Καινοτομίας, το οποίο διοργάνωσε η Επιστημονική Ένωση για την
Προώθηση της Εκπαιδευτικής Καινοτομίας (Ε.Ε.Π.Ε.Κ.), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας,
11, 12, 13 Οκτωβρίου 2019.
Θέμα εισήγησης: «Εξ Αποστάσεως Σχολική Εκπαίδευση: Πρόταση δημιουργίας
ενός ανοιχτού σχολείου για την εκμάθηση ξένων γλωσσών»
Δημοσιεύσεις σε Περιοδικά, Βιβλία:
•
Georgolopoulos, V., Papaloi, E.,
& Loukorou, K. (2018). Servant leadership as a
predictive factor of teachers job satisfaction. European Journal of Education, 1(2), 15-28.
•
Περί
Εκπαίδευσης… Ο Λόγος, ISBN 978-618-00-1900-1, Αυτοέκδοση,
2020
•
Ο
Διευθυντής Ηγέτης Διαστάσεις Και Επιπτώσεις Στη Λειτουργία Και Στην
Αποτελεσματικότητα Της Σχολικής Μονάδας, ISBN 978-618-00-1386-3, Αυτοέκδοση, 2019
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved