ISSN: 2241-4665
7 Σεπτεμβρίου 2020
Σχολική βία και σχολικός
εκφοβισμός
Καραγιάννης Αθανάσιος
Δάσκαλος,
Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Γρεβενών
School violence and (school)
bullying
Karagiannis Athanasios
Teacher, Directorate of
Primary Education Grevena
Περίληψη
Ο σχολικός εκφοβισμός αναφέρεται στη χρήση βίας
μεταξύ μαθητών ή συνομήλικων ομάδων και είναι ένα φαινόμενο νεανικής
παραβατικότητας που εμφανίζεται σε πολλές χώρες του κόσμου. Σύμφωνα με τα
αποτελέσματα σχετικών ερευνών που διεξάγονται σε διάφορα σχολεία της χώρας μας,
θεωρείται κοινωνικό πρόβλημα και αποτελεί αντικείμενο προσοχής, συζήτησης και
μελέτης και στην Ελλάδα.
Οι όροι που χρησιμοποιούνται για το
φαινόμενο αυτό είναι «ενδοσχολική βία», «bullying», «σχολικός εκφοβισμός» και «θυματοποίηση» και περιγράψουν
μία κατάσταση κατά την οποία ασκείται εσκεμμένη, απρόκλητη, συστηματική και
επαναλαμβανόμενη βία και επιθετική συμπεριφορά με σκοπό την επιβολή, την
καταδυνάστευση και την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου σε μαθητές από
συμμαθητές τους εντός και εκτός του σχολείου.
Σκοπός της εν λόγω εργασίας είναι η
ανάδειξη του φαινομένου της σχολικής βίας, του σχολικού εκφοβισμού και της
θυματοποίησης καθώς και των πολλών και σοβαρών επιπτώσεών τους τόσο στη
σωματική και ψυχική υγεία, όσο και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Επίσης,
η παρουσίαση των βασικών παρεμβάσεων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της
θυματοποίησης στο σχολείο σε τρία επίπεδα (σε επίπεδο σχολικής μονάδας, σε
επίπεδο τάξης και σε ατομικό επίπεδο) με στόχο τη δημιουργία ενός ασφαλούς
περιβάλλοντος, χωρίς φόβο, που θα επιτρέπει την ομαλή και χωρίς περιορισμούς
συνολική εξέλιξη των παιδιών.
Αbstract
School bullying refers to the use of violence among students or peer
groups and is a phenomenon of juvenile delinquency that occurs in many
countries around the world. According to the results of relevant research
conducted in various schools in our country, it is considered a social problem
and is the subject of attention, discussion and study in Greece.
The terms used for this phenomenon are "domestic
violence", "bullying", "school bullying" and
"victimization" and describe a situation in which there is
deliberate, unprovoked, systematic and repeated violence and aggressive
behavior for the purpose of enforcement, oppressing and causing physical and
mental pain to students by their classmates inside and outside school.
The purpose of this work is to highlight the phenomenon of school violence, school bullying and victimization and their many and serious effects on the physical and mental health, as well as on the psychosocial development of children. In addition, the presentation of the basic interventions for the prevention and treatment of victimization in school at three levels (school level, classroom level and individual level) with the aim of creating a safe environment, without fear, which will allow the smooth and without restrictions overall development of the children.
Σκοπός της εν λόγω εργασίας είναι η ανάδειξη του
φαινομένου της σχολικής βίας, του σχολικού εκφοβισμού και της θυματοποίησης
καθώς και των πολλών και σοβαρών επιπτώσεών τους τόσο στη σωματική και ψυχική
υγεία, όσο και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.
Καλούμαστε να δώσουμε απαντήσεις στα
παρακάτω ερωτήματα:
· Ποια είναι η έννοια των όρων σχολική βία και
σχολικός εκφοβισμός;
· Ποια είναι η έκταση του φαινομένου του σχολικού
εκφοβισμού;
· Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των παιδιών-θυτών,
των παιδιών-θυμάτων και των παρατηρητών;
· Ποιες είναι οι κύριες μορφές σχολικού εκφοβισμού;
· Ποιες είναι οι επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού τόσο
στη σωματική και ψυχική υγεία, όσο και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών;
· Ποιες είναι οι βασικές παρεμβάσεις και μέθοδοι για
την πρόληψη και την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού στις σχολικές μονάδες;
Η σχολική βία είναι κοινωνικό
φαινόμενο που έχει στενή σχέση με τον κοινωνικό αποκλεισμό, την κοινωνική
ανισότητα, τη ματαίωση και τη διαφορετικότητα. Είναι συνυφασμένη με την
παραβατικότητα, το αδιέξοδο και τον φόβο. Η επιλογή και διερεύνηση του συγκεκριμένου
θέματος με αγγίζει ιδιαίτερα, λόγω της ευαισθησίας μου, ως εκπαιδευτικός, στη
διαπαιδαγώγηση και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών.
Ο σχολικός εκφοβισμός έχει επικρατήσει
με τον αγγλικό όρο «bullying». Στην ελληνική γλώσσα, βάσει βιβλιογραφίας,
αποδίδεται με διάφορες ονομασίες όπως «εκφοβισμός/θυματοποίηση», «σχολική
επιθετικότητα», «κακοποίηση συνομηλίκου», «άσκηση βίας από μαθητή σε μαθητή»
(Σμυρναίου, 2018: σελ. 4)[1]. Στην παρούσα εργασία θα χρησιμοποιούμε
τους όρους «σχολικός εκφοβισμός και σχολική βία» οι οποίοι αποτυπώνουν και
προσδιορίζουν όλες τις μορφές εκδήλωσης φαινομένων σχολικού εκφοβισμού και
επιθετικών συμπεριφορών.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία,
σχολικός εκφοβισμός (bullying) υφίσταται «όταν
ένας μαθητής επανειλημμένα είναι εκτεθειμένος σε αρνητικές ενέργειες εκ μέρους
ενός ή περισσοτέρων άλλων μαθητών, οι οποίες εκδηλώνονται ως μορφή βίαιης ή
επιθετικής συμπεριφοράς» (Καρκανάκη & Καφφετζή 2009: σελ. 14)[2].
Σύμφωνα με έναν άλλο ορισμό είναι «η
διαρκής και συστηματική κακοποίηση του άλλου, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τη
χρήση λεκτικής ή και φυσικής βίας ή και των δύο μορφών επιθετικής συμπεριφοράς,
με σκοπό την πρόκληση ψυχικού και σωματικού πόνου, αισθήματος αδυναμίας και
απόγνωσης στον άλλο» (Γιοβαζολιάς, Κουρκούτας & Μητσοπούλου, 2018:
διαφ. 2)[3].
Δυστυχώς, όμως, τα περιστατικά βίας
και εκφοβισμού στα σχολεία δεν αντιμετωπίζονται κατάλληλα και σε ορισμένες,
μάλιστα, περιπτώσεις αποσιωπιούνται διότι θεωρείται ότι στιγματίζουν και
εκθέτουν τους θύτες, τα θύματα και το κύρος του σχολείου. Γενικότερα,
διαπιστώνεται ελλιπής ενημέρωση, περιορισμένη ευαισθητοποίηση και σχετική
άγνοια για τους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος, αφού οι γονείς μιλούν
ελάχιστα για το πρόβλημα με τα παιδιά τους, οι μαθητές-θύματα αποφεύγουν να
ζητήσουν βοήθεια από τους ενήλικες και συχνά αντιδρούν με απόσυρση και τέλος οι
εκπαιδευτικοί συζητούν ελάχιστα στην τάξη τις συμπεριφορές εκφοβισμού και βίας (Ε.Ψ.Υ.Π.Ε., 2008: σελ. 2)[4].
Στην παρούσα εργασία περιγράφεται η
έννοια των όρων σχολική βία και σχολικός εκφοβισμός, παρουσιάζονται οι σοβαρές επιπτώσεις
τους τόσο στη σωματική και ψυχική υγεία, όσο και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη
των παιδιών. και αναδεικνύεται βιβλιογραφικά η αξία των παρεμβάσεων για την
πρόληψη και την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού σε τρία επίπεδα (σε
επίπεδο σχολικής μονάδας, σε επίπεδο τάξης και σε ατομικό επίπεδο) με στόχο τη
δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος, χωρίς φόβο, που θα επιτρέπει την ομαλή
και χωρίς περιορισμούς συνολική ανάπτυξη των παιδιών.
Διαπιστώνεται ότι ο σχολικός
εκφοβισμός είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν τόσο το
σχολείο όσο και την ευρύτερη κοινότητα και είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν
προσεκτικά σχεδιασμένες παρεμβάσεις μέσα στο σχολείο, τόσο σε επίπεδο πρόληψης
όσο και αντιμετώπισης της θυματοποίησης, που να εξασφαλίζουν ότι κανένα παιδί
δε θα πέσει θύμα εκφοβισμού. Χρειάζεται να εφαρμοστούν πολιτικές που να
προωθούν τη δημιουργία θετικής σχολικής ατμόσφαιρας, την υποστήριξη και
επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, την ενίσχυση των συναισθηματικών και κοινωνικών
δεξιοτήτων των μαθητών με έμφαση στη σημασία των σχέσεων φιλίας, την ανταλλαγή
καλών πρακτικών και την υλοποίηση συμμετοχικών προσεγγίσεων συνεργασίας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, βία
είναι «η σκόπιμη χρήση φυσικής δύναμης ή
εξουσίας, επαπειλούμενη ή πραγματική, εναντίον ενός άλλου προσώπου, του ίδιου
του εαυτού ή μιας ομάδας ανθρώπων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ή
την αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης τραυματισμού, θανάτου, ψυχολογικής βλάβης,
κακής ανάπτυξης ή αποστέρησης. Η σχολική βία, αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο
που συνδέεται και αλληλεπιδρά με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
Θεωρείται, αφενός ως αντανάκλαση της βίας στην ευρύτερη κοινωνία και αφετέρου
ως σύμπτωμα της χαμηλής ποιότητας της εκπαίδευσης που παρέχεται στους μαθητές»
(Γιαννακοπούλου, 2014: σελ. 20)[5].
Το φαινόμενο της σχολικής βίας και του
εκφοβισμού εμφανίζεται όλο και περισσότερο στις σύγχρονες κοινωνίες και
δημιουργεί σοβαρές επιπτώσεις για τη διαδικασία της μάθησης καθώς και για την
ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων. Οι έννοιες σχολικός
εκφοβισμός και σχολική βία γίνονται αντιληπτές ως ένα πεδίο «αντικοινωνικών συμπεριφορών και μορφών
κακοποίησης στον χώρο του σχολείου, οι οποίες κυμαίνονται από την αντίθεση, τη
διαφορετικότητα και τον εκφοβισμό μέχρι τις βίαιες επιθέσεις» (Σμυρναίου, 2018:
σελ. 3)[6]. Το ερευνητικό ενδιαφέρον για τον σχολικό εκφοβισμό ήταν
αποτέλεσμα της προσπάθειας για την αναγνώριση και υπεράσπιση των ατομικών
δικαιωμάτων των παιδιών και της καταπολέμησης των διακρίσεων και της κακομεταχείρισης.
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το ενδιαφέρον για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος
του σχολείου ως ενός χώρου ασφαλούς, χωρίς φόβο, που θα επιτρέπει την ομαλή και
χωρίς περιορισμούς συνολική ανάπτυξη των παιδιών (Κυριακίδης, 2018: σελ. 3)[7].
Οι ερευνητικές προσπάθειες ξεκίνησαν κυρίως στις σκανδιναβικές χώρες καθώς και
στη Μ. Βρετανία και την Ιαπωνία. Τα αποτελέσματά τους επιβεβαιώνουν την ύπαρξη
του φαινομένου και την αξιοσημείωτη έκτασή του στα σχολικά περιβάλλοντα
(Κυριακίδης, 2018: σελ. 5)[7].
Στην Ελλάδα ανησυχία προκαλούν τα ερευνητικά
δεδομένα αφού «τουλάχιστον 10%-15% των
μαθητών είναι θύματα συστηματικής βίας από συμμαθητές τους, ενώ το 5%
παραδέχεται ότι ασκούν βία (με συντριπτική πλειοψηφία των αγοριών στην άσκηση
σωματικής βίας σε σύγκριση με τα κορίτσια που επιδίδονται περισσότερο στον
κοινωνικό εκφοβισμό). Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός του μαθητικού πληθυσμού
φαίνεται να αποτελεί τους παρατηρητές-μάρτυρες στα περιστατικά σχολικού
εκφοβισμού» (Ε.Ψ.Υ.Π.Ε., 2008: σελ. 4)[8].
Κύρια χαρακτηριστικά του φαινομένου
του εκφοβισμού αναφέρονται:
· ότι το
κίνητρο της πράξης είναι η ενόχληση ή ακόμα και η πρόκληση πόνου και η
ικανοποίηση που απολαμβάνει από αυτή την κατάσταση ο δράστης,
· η
συμπεριφορά λαμβάνει χώρα σε τακτά χρονικά διαστήματα,
· τα θύματα
είναι συνήθως ίδια,
· υπάρχει
μια άνιση αντιπαράθεση καθώς ο δράστης υπερέχει σε δύναμη (λόγω
σωματικής/αριθμητικής/ηλικιακής υπεροχής) έναντι του θύματος,
· σχεδόν
160.000 παιδιά χάνουν το σχολείο τους κάθε μέρα από φόβο μήπως γίνουν θύματα
επίθεσης από άλλους μαθητές,
· περίπου
το 7% των οχτάχρονων μαθητών μένουν σπίτι τουλάχιστον μια φορά το μήνα εξαιτίας
των εκφοβιστών τους,
·
τα παιδιά-εκφοβιστές έχουν ¼ πιθανότητες να
οδηγηθούν στη διάπραξη εγκλήματος μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών (Γιοβαζολιάς, Κουρκούτας & Μητσοπούλου, 2018:
διαφ. 6)[9].
Ο Olweus (1994) αναφέρει ότι κάποιος θυματοποιείται όταν «εκτίθεται επανειλημμένως και για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αρνητικές
πράξεις εκ μέρους ενός ή περισσοτέρων μαθητών» (Κυριακίδης, 2018: σελ. 4)[10].
Με την έννοια αρνητικές πράξεις εννοείται «η
σκόπιμη πρόκληση βλάβης, όπως οι απειλές, ο χλευασμός, το πείραγμα, η εξύβριση,
το χτύπημα αλλά και οι χειρονομίες και ο αποκλεισμός από μια ομάδα. Επίσης, είναι
σημαντικό να υπάρχει και διαφορά σωματικής δύναμης, ώστε ο μαθητής, που
εκφοβίζεται, να δυσκολεύεται στην άμυνα εκείνων, που τον ενοχλούν». Συνήθως
ο όρος «εκφοβισμός» δεν χρησιμοποιείται όταν ο μαθητής, που εκφοβίζει έχει την
ίδια περίπου σωματική ή ψυχολογική δύναμη με αυτόν, που εκφοβίζεται, εμφανίζεται
χωρίς ιδιαίτερη πρόκληση και επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και μπορεί
να εκδηλωθεί άμεσα με τη μορφή ανοιχτής επίθεσης προς το θύμα και έμμεσα με τη
μορφή της κοινωνικής απομόνωσης ή του σκόπιμου αποκλεισμού από μια ομάδα.
Επίσης, εκφοβισμός μπορεί να συμβεί είτε από ένα άτομο μεμονωμένα είτε από μια
ομάδα (Μαντέλη, 2014: σελ. 14)[11].
Ο Farrington (1993) αναφέρει τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά της έννοιας της
θυματοποίησης (Κυριακίδης, 2018: σελ. 4-5)[12]:
· πρόκειται
για σωματική, λεκτική ή ψυχολογική επίθεση ή εκφοβισμό,
· το άτομο
που προβαίνει στην πράξη αυτή είναι δυνατότερο, (για παράδειγμα σωματικά), ή
τουλάχιστον γίνεται αντιληπτό ως δυνατότερο από το θύμα της συμπεριφοράς σε σχέση
με ένα αριθμό χαρακτηριστικών,
· η πράξη
εμπεριέχει την πρόθεση να προκαλέσει φόβο ή/και να βλάψει το θύμα,
· δεν
υπάρχει πρόκληση εκ μέρους του θύματος για την εμφάνιση της συμπεριφοράς,
·
η συμπεριφορά είναι επαναλαμβανόμενη και
·
προκαλεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με τους Rigby (1996), Sucking & Temple (2001), τα
χαρακτηριστικά του σχολικού εκφοβισμού συνοψίζονται ως τα παρακάτω (Καραγκούνη
& Παπάνης, 2018: σελ. 2)[13]: «η πρόθεση του δράστη να βλάψει, η πραγματοποίηση της παραπάνω πρόθεσης,
η βλάβη/ζημία του θύματος, η κυριαρχική επιβολή του δράστη επί του θύματος, η
έλλειψη δικαιολογίας για την πράξη, η επανάληψη της συμπεριφοράς ξανά και ξανά,
η ικανοποίηση που αντλεί ο δράστης από τη βλάβη του θύματος».
Συνοψίζοντας, τα κριτήρια που
στοιχειοθετούν τον σχολικό εκφοβισμό είναι (Καμιναρίδη, 2016: διαφ. 9)[14]:
«η πρόθεση του θύτη, η πρόκληση πόνου στο
θύμα, η ανισορροπία δύναμης, η επαναληψιμότητα, η διάρκεια της εκφοβιστικής
συμπεριφοράς και η απρόκλητη επιθετική συμπεριφορά του θύτη».
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε
ότι ο σχολικός εκφοβισμός είναι «μια
κατάσταση κατά την οποία ασκείται εσκεμμένη, απρόκλητη, συστηματική και
επαναλαμβανόμενη βία και επιθετική συμπεριφορά με σκοπό την επιβολή, την
καταδυνάστευση και την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου σε μαθητές από
συμμαθητές τους, εντός και εκτός σχολείου» (Ε.Ψ.Υ.Π.Ε., 2008: σελ. 2)[15].
Μέσα σε αυτή την κατάσταση οι θύτες συχνά χαρακτηρίζονται ως «οι ισχυροί» οι
οποίοι αισθάνονται ότι αντλούν μέσα από αυτές τους τις πράξεις κάποιο όφελος, όπως
ευχαρίστηση, κύρος ή ακόμα και υλικές απολαβές ενώ τα θύματα κατέχουν τη θέση
του «αδύναμου» αποδέκτη των βίαιων επιθέσεων μην μπορώντας να προστατέψουν με
ουσιαστικό τρόπο τον εαυτό τους (Σμυρναίου, 2018: σελ. 6)[16].
Τα παιδιά-θύτες προκαλούν πολλών ειδών εκφοβισμού
σε άλλα άτομα. Ο Olweus τα
χαρακτηρίζει «ως άτομα επιθετικά,
παρορμητικά και ότι έχουν μια έντονη ανάγκη να κυριαρχήσουν και να επιβληθούν
στους υπόλοιπους. Έχουν ισχυρή σωματική διάπλαση, τις περισσότερες φορές, και
θεωρούν ότι οι πράξεις εκφοβισμού τους προσδίδουν κύρος». Θεωρεί καθοριστική
τη συναισθηματική εμπλοκή των γονέων προς το παιδί, ειδικά κατά τα πρώτα χρόνια
της ζωής του (έλλειψη φροντίδας ή ζεστασιάς), τον βαθμό ανεκτικότητας των γονέων
στην επιθετικότητα του παιδιού τους καθώς και τις πειθαρχικές μεθόδους που
εφαρμόζουν οι γονείς για να καταστείλουν τέτοιου είδους συμπεριφορές. Επίσης, ο
Olweus
αποδίδει αυτές τις συμπεριφορές «στην
ιδιοσυγκρασία του ίδιου του παιδιού» (Καραγκούνη & Παπάνης, 2018: σελ.
6)[17]. Τα κίνητρά τους συνοψίζονται στα εξής: «1) η ανάγκη απόκτησης δύναμης και κυριαρχίας, 2) το όφελος που μπορεί
να έχουν είναι υλικό, όπως χρήματα που παίρνουν από τα παιδιά-θύματα, ή
ψυχολογικό με τη μορφή γοήτρου και υπεροχής και 3) η άντληση ικανοποίησης από
το να πληγώνουν άλλα άτομα που σχετίζονται με τη γενικότερη εχθρότητα που έχουν
αναπτύξει προς το υπόλοιπο περιβάλλον τους». (Γιαννακοπούλου, 2014: σελ.
26)[18].
Ως θύμα χαρακτηρίζεται εκείνο το άτομο
που δέχεται κάθε μορφής εκφοβισμού. Στην πλειοψηφία τους, τα θύματα έχουν
κάποια ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά που τα κάνουν να διαφέρουν από τους
άλλους, όπως προβλήματα συμπεριφοράς, έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων, χαμηλή ή
υψηλή σχολική επίδοση, σωματικές ιδιαιτερότητες ή έναν συνδυασμό των ανωτέρω
(Καραγκούνη & Παπάνης, 2018: σελ. 7)[19]. ‘Όπως αναφέρει ο Olweus, τα θύματα είναι «άτομα αγχώδη, ανασφαλή, ευαίσθητα και, κατά
κύριο λόγο, πιο ήσυχα από τα υπόλοιπα
παιδιά. Έχουν αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους, χαμηλή αυτοεκτίμηση
και νιώθουν ανίσχυρα απέναντι σε οποιαδήποτε απειλητική κίνηση. Στην περίπτωση
που τα θύματα είναι αγόρια, είναι πιθανό να είναι σωματικά πιο αδύναμα από ό,τι
τα υπόλοιπα αγόρια» (Καραγκούνη & Παπάνης, 2018: σελ. 7)[19].
Ο Olweus,
εντοπίζει δύο κατηγορίες θυμάτων σχολικού εκφοβισμού. Στην πρώτη κατηγορία
ανήκουν τα υποτακτικά ή παθητικά θύματα τα οποία δείχνουν αδύναμα και ανασφαλή καθώς
και ότι δεν πρόκειται να ανταποδώσουν εάν τους επιτεθούν ή τους προσβάλλουν. Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει «χαρακτηρίζονται
από αγχώδες ή υποτακτικό πρότυπο αντίδρασης το οποίο (στα αγόρια) συνδυάζεται
με σωματική αδυναμία». Τη δεύτερη κατηγορία θυμάτων αποτελούν τα προκλητικά
θύματα τα οποία συνήθως παρουσιάζουν υπερκινητικότητα ή αδυναμία συγκέντρωσης,
ενώ ταυτόχρονα συνδυάζουν επιθετική και αγχώδη συμπεριφορά καθώς και στοιχεία
που προκαλούν την ένταση και τον εκνευρισμό στους συμμαθητές τους
(Γιαννακοπούλου, 2014: σελ. 26)[20].
Παρατηρητής χαρακτηρίζεται εκείνος
όπου μπροστά στα μάτια του εκτυλίσσεται ένα περιστατικό εκφοβισμού. Αποτελεί το
πρόσωπο-κλειδί που θα επηρεάσει είτε το θύμα, είτε τον θύτη και θα συμβάλλει
ουσιαστικά στη διαιώνιση ή στην καταστολή αυτών των καταστάσεων (Καραγκούνη
& Παπάνης, 2018: σελ. 9)[21]. Σύμφωνα με τον Clarkson υπάρχουν οι εξής κατηγορίες παρατηρητών ενός
φαινομένου σχολικού εκφοβισμού: «1) αυτοί
που θεωρούν ότι το γεγονός δεν είναι δική τους δουλειά, 2) οι ουδέτεροι, που
δεν θέλουν να πάρουν το μέρος του θύτη ή του θύματος, 3) οι αναποφάσιστοι, 4)
αυτοί που δε θέλουν να χαλάσουν την ήδη υπάρχουσα φαινομενική ισορροπία, 5)
αυτοί που θεωρούν ότι το περιστατικό είναι πιο πολύπλοκο από ότι φαίνεται, 6)
αυτοί που δεν έχουν ολοκληρωμένη εικόνα, 7) αυτοί που είχαν κάποια άσχημη
εμπειρία κατά το παρελθόν, 8) αυτοί που πιστεύουν ότι η συνεισφορά τους δε θα
κάνει τη διαφορά, 9) αυτοί που αναγνωρίζουν την πολυπλοκότητα του φαινομένου
και την ύπαρξη πολλών και διαφορετικών απόψεων, 10) αυτοί που υποστηρίζουν ότι
υπακούν σε μία δυνατότερη εξουσία με συγκεκριμένους κανόνες τους οποίους δε
θέλουν να αλλάξουν, 11) αυτοί που δεν τους αγγίζει το περιστατικό επειδή δεν
τους αφορά άμεσα και 12) αυτοί που πιστεύουν ότι στο θύμα αξίζει αυτό που έπαθε»
(Γιαννακοπούλου, 2014: σελ. 27)[22].
Ο εκφοβισμός μπορεί να εκδηλωθεί είτε άμεσα με τη
μορφή ανοιχτών επιθέσεων στο θύμα, είτε έμμεσα με τη μορφή της κοινωνικής
απομόνωσης και του σκόπιμου αποκλεισμού από την ομάδα. Οι άμεσες μορφές
εκφοβισμού γίνονται αντιληπτές πιο εύκολα και μπορούν οι εκπαιδευτικοί να
πάρουν τα αναγκαία μέτρα, ενώ οι έμμεσες απαιτούν ιδιαίτερη παρατήρηση και προσοχή
εκ μέρους των εκπαιδευτικών και των γονέων. Όλες, όμως, οι μορφές έχουν
αρνητικές συνέπειες στα άτομα όπου ασκούνται, είτε βραχυπρόθεσμα είτε
μακροπρόθεσμα, ενώ δυστυχώς σε μερικές περιπτώσεις απειλείται ακόμα και η σωματική
ακεραιότητα των μαθητών (Σμυρναίου, 2018: σελ. 7)[23].
Κατά τον άμεσο εκφοβισμό παρατηρούνται
«λεκτικές επιθέσεις μέσω απειλών για
τραυματισμό, επαναλαμβανόμενη χρήση υβριστικών εκφράσεων και επιθέτων, αγενών
σχολίων και παρατσουκλιών καθώς και σωματικές επιθέσεις, οι οποίες
περιλαμβάνουν φυσικό τραυματισμό και εκδηλώνονται με σπρωξίματα, γροθιές,
τσιμπήματα, χτυπήματα με αντικείμενα και τρικλοποδιές. Ωστόσο δίνεται
περισσότερη έμφαση στη σωματική βία καθώς τα συμπτώματα είναι περισσότερο
εμφανή και πολλές φορές συμβαίνει μπροστά στα μάτια των εκπαιδευτικών αφού οι
μαθητές-θύτες τραβάνε τα μαλλιά των συμμαθητών τους, χτυπάνε τους συμμαθητές
τους, τους δαγκώνουν ή τους κλωτσούν» (Μαρκογιαννάκης, 2015: σελ. 8)[24].
Ο έμμεσος εκφοβισμός σχετίζεται «με τον ψυχολογικό και κοινωνικό εκφοβισμό
και έχει ως σκοπό να απομονώσει ή να αποκλείσει κάποιο άτομο από το σύνολο αλλά
και να το χειραγωγήσει συναισθηματικά μέσα από διάφορες τεχνικές. Οι τεχνικές
αυτές σχετίζονται με την άρνηση των μαθητών-θυτών να συνάψουν κοινωνικές
σχέσεις με τους μαθητές-θύματα, με την εκδήλωση βίας προς όσους προσπαθούν να
συνάψουν κάποιου είδους σχέση με το θύμα, χαρακτηρισμό του θύματος με επίθετα
όπως χαζός, πειράγματα και γέλια εις βάρος του θύματος, διάδοση ψευδών σχολίων
και κακόβουλων φημών ώστε οι θύτες να καταφέρουν να επηρεάσουν και τα υπόλοιπα
παιδιά να νιώσουν αντιπάθεια και να απομονώσουν από την ομάδα κάποιον
συγκεκριμένο συμμαθητή τους. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο εκφοβισμός είτε άμεσος είτε
έμμεσος, αποσκοπεί στην πρόκληση ζημιάς ή πόνου στο θύμα» (Μαρκογιαννάκης,
2015: σελ. 8-9)[24].
Μια άλλη διάκριση των κύριων μορφών
της επιθετικότητας και του εκφοβισμού είναι ο λεκτικός εκφοβισμός, ο άμεσος ή
σωματικός εκφοβισμός, ο κοινωνικός, σχεσιακός ή έμμεσος εκφοβισμός και ο
ηλεκτρονικός/διαδικτυακός εκφοβισμός (Καμιναρίδη, 2016: διαφ. 10-11)[25]. Αναλυτικότερα:
·
Ο λεκτικός εκφοβισμός αποτελεί τη συνηθέστερη
μορφή σχολικού εκφοβισμού και διακρίνεται «από
τα αρνητικά σχόλια ή τα πειράγματα για την εμφάνιση, το ντύσιμο, τις πράξεις
του ατόμου, τα κουτσομπολιά ή τη διάδοση φημών, το ντρόπιασμα ή τη δημόσια
διαπόμπευση, την αποξένωση από την ομάδα, τις βρισιές, τον δημόσιο χλευασμό, την
απειλή για δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών, την παρενόχληση με τηλεφωνήματα, με
e-mail, ή με απειλητικά γράμματα» (Γιοβαζολιάς, Κουρκούτας & Μητσοπούλου,
2018: διαφ. 4)[26].
· Ο άμεσος ή
σωματικός εκφοβισμός αναφέρεται στην άσκηση σωματικής βίας που μπορεί να
διαφέρει τόσο στην ένταση όσο και στη συχνότητα, όπως τα σπρωξίματα, ο
ξυλοδαρμός, οι κλωτσιές ή το τράβηγμα μαλλιών. Εμφανίζεται συχνά στα παιδιά
μικρής ηλικίας και επιλέγεται ως μορφή εκφοβισμού κυρίως από τα αγόρια (Δημητροπούλου
& Σβάρνας, 2016: σελ. 16)[27].
·
Ο κοινωνικός, σχεσιακός ή έμμεσος εκφοβισμός
περιλαμβάνει συμπεριφορές όπως η μη αποδοχή και ο αποκλεισμός του θύματος από
παρέες και κοινωνικές δραστηριότητες, η διάδοση ψευδών σχολίων και φημών με
σκοπό την απομόνωση του ατόμου (Σακκάτου, Σιδέρη & Σκιαδά, 2017: σελ. 23)[28]. Έμμεσος στόχος των θυτών είναι «να κλονίσουν την αυτοεκτίμηση του θύματος»
(Καμιναρίδη, 2016: διαφ. 11)[29].
· Ο ηλεκτρονικός/διαδικτυακός
εκφοβισμός ή κυβερνοεκφοβισμός είναι η σύγχρονη μορφή εκφοβισμού και αναφέρεται
στη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων και φωτογραφιών του θύματος. Ο θύτης
χρησιμοποιεί τα ηλεκτρονικά μέσα συντάσσοντας και προωθώντας προσβλητικές
συκοφαντίες και μηνύματα για το θύμα σε κινητά τηλέφωνα, e-mails, ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Παπαζήση, 2016:
σελ. 13)[30].
Το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας και του σχολικού
εκφοβισμού είναι πολυσύνθετο και η εκδήλωσή του είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης
ατομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Ειδικότερα, σημαντικό ρόλο παίζουν τα
ατομικά χαρακτηριστικά των παιδιών, το περιβάλλον της οικογένειας, το σχολικό
περιβάλλον, το ψυχολογικό κλίμα του σχολείου, οι εκπαιδευτικές πολιτικές, οι
στάσεις των ίδιων των παιδιών, των γονέων και των εκπαιδευτικών απέναντι στη
βία, ο τρόπος προβολής της βίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και ευρύτερα
προβλήματα της κοινωνίας που ευνοούν αντικοινωνικές συμπεριφορές (Μουρτζίλα,
2014: σελ. 13)[31].
Τα παιδιά-θύματα της βίας και σχολικού
εκφοβισμού έχει διαπιστωθεί ότι έχουν «χαμηλή
αυτοεκτίμηση, συναισθήματα μοναξιάς, φτωχές κοινωνικές σχέσεις/σχολική
εγκατάλειψη, περισσότερα συμπτώματα άγχους, περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης
και ψυχοσωματικές εκδηλώσεις» (Γιοβαζολιάς, Κουρκούτας & Μητσοπούλου,
2018: διαφ. 8)[32]. Επίσης, έχουν «αυξημένο φόβο αρνητικής αξιολόγησης, παρουσιάζουν συμπτώματα κοινωνικής
φοβίας γενικώς και σε καινούρια περιβάλλοντα και αίσθημα μοναχικότητας».
Τέλος, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα άτομα που στο σχολείο θυματοποιήθηκαν,
παρουσιάζουν «αυξημένα ψυχολογικά
συμπτώματα και γενικότερα προβλήματα στην προσαρμογή στην ενήλικη ζωή. Οι επιπτώσεις
αυτής της συμπεριφοράς στους αποδέκτες της σε ακραίες περιπτώσεις έχει
συσχετιστεί με απόπειρες ή και αυτοκτονία» (Κυριακίδης, 2018, σελ. 6)[33].
Στην Ευρώπη αναφέρονται, περιορισμένες ευτυχώς, περιπτώσεις θυμάτων σοβαρότατων
έως και θανάσιμων τραυματισμών. Επίσης, αναφέρονται αυτοκτονίες μαθητών και
μαθητριών που δέχθηκαν δριμύτατες επιθέσεις και δεν άντεξαν να υπομείνουν άλλο,
όπως «αυτοκτονίες τριών μαθητών στην
Νορβηγία στις αρχές της δεκαετίας του 1080, ενός μαθητή στην Ιρλανδία το 1998
και άλλων στην Αγγλία, την Ιαπωνία και στην Αμερική όπου η κατάσταση είναι πολύ
πιο δραματική» (Τσικρικά, 2009: σελ. 37)[34].
Όσον αφορά τα παιδιά-θύτες
διαπιστώθηκε ότι επηρεάζονται από τις εκφοβιστικές ενέργειες που τα ίδια
ασκούν. Οι μαθητές που εκφοβίζουν συστηματικά άλλους μπορεί να συνηθίσουν, μέσω
της κακομεταχείρισης των άλλων, σ’ έναν τρόπο ζωής που δεν τους επιτρέπει να
ενσωματωθούν στην κοινωνική ζωή του σχολείου. Επιπλέον, αυτή «η χωρίς οίκτο, βίαιη συμπεριφορά αν δεν
ελεγχθεί εγκαίρως, μπορεί να μεταφερθεί και σε άλλα πεδία αλληλεπίδρασης και
κοινωνικών σχέσεων». Επίσης, προκαλεί «σε
επίπεδο κοινωνικής ενσωμάτωσης σοβαρές δυσλειτουργίες, κάτι που είναι δυνατόν
να αποτελέσει παράγοντα μελλοντικών παραβατικών συμπεριφορών»
(Δημητροπούλου & Σβάρνας, 2016: σελ. 25)[35]. Κατά τη Φυλακτού
(2005) «η εμπλοκή σε αντικοινωνικές και
παραβατικές συμπεριφορές απομακρύνει τα παιδιά από το σχολείο και τα κάνει
μακροπρόθεσμα ευάλωτα σε αρνητικές συμπεριφορές και επιρρεπή στην επαφή με τις
ψυχοδραστικές ουσίες» (Δημητροπούλου & Σβάρνας, 2016: σελ. 25)[35].
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικών ερευνών που διεξήγαγε ο Olweus, «περίπου το 60% των μαθητών που στην ηλικία
των 15-16 ετών είχαν εμπλακεί ως δράστες σε επεισόδια σχολικής βίας είχαν μέχρι
την ηλικία των 24 ετών καταδικαστεί τουλάχιστον μια φορά για κάποιο αδίκημα.
Ακόμα πιο δραματικά ήταν τα αποτελέσματα για το 35-40% των δραστών που είχαν
εκδηλώσει βίαιη συμπεριφορά στο σχολείο σε νεότερη ηλικία. Οι δράστες αυτοί
είχαν καταδικαστεί ως την ηλικία των 24 ετών τρεις ή περισσότερες φορές για
κάποιο αδίκημα, ενώ για την ομάδα ελέγχου (που δεν είχε εμπλακεί σε πράξεις
σχολικής βίας) το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόνο 10%». Κατά συνέπεια, οι
μορφές «ήπιας βίας» και η επιθετικότητα συνδέονται στενά με την εκδήλωση
παραβατικής συμπεριφοράς ή «καριέρας» στο μέλλον (Κόρτσα, Τζουγανάτου &
Παπαλεωνιδόπουλος, 2008: σελ. 158)[36].
Οι συνέπειες της σχολικής βίας και του
εκφοβισμού στα παιδιά είναι σοβαρές και καθοριστικές για την ψυχοκοινωνική τους
ανάπτυξη και εξέλιξη. Γι’ αυτό απαιτείται συστηματική πρόληψη και κατάλληλη
αντιμετώπιση κάθε μορφής βίας στο σχολείο αφού τα παιδιά δικαιούνται να βρίσκονται
σε ένα σχολικό περιβάλλον το οποίο τους παρέχει προστασία και ασφάλεια.
Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν
τους σχολικούς οργανισμούς και γενικότερα την κοινωνία είναι η αντιμετώπιση του
σχολικού εκφοβισμού. Επιδιώκοντας την εξάλειψη του φαινομένου αυτού
αναπτύχθηκαν από τα κράτη μία σειρά στρατηγικών πρόληψης, ανίχνευσης και
αντιμετώπισης σχετικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, γίνεται μία συστηματική
προσπάθεια ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης της κοινωνίας, κυρίως με τη χρήση
των Μ.Μ.Ε., αλλά οι σχολικές μονάδες έχουν την ευθύνη του συντονισμού των
συνεργειών που απαιτούνται για μία σωστή και αποτελεσματική διαχείριση του
εκφοβισμού, αφού αποτελεί τον φυσικό χώρο εμφάνισης του φαινομένου
(Δημητροπούλου & Σβάρνας, 2016: σελ. 29)[37].
Η προσέγγιση του προβλήματος στην
Ευρώπη είναι σφαιρική και δεν συνδέεται με τιμωρητική και ποινική διάθεση. Η έμφαση
δίνεται στον ποιοτικό τρόπο εκπαίδευσης, στον ρόλο του σχολείου ως φορέα
κοινωνικοποίησης και στη λειτουργική διασύνδεση του σχολείου με την τοπική
κοινωνία. Η σχολική βία «αντανακλάται,
αρχικά, στην ευρύτερη κοινωνία και, δευτερευόντως, φαίνεται ως σύμπτωμα χαμηλής
ποιότητας εκπαίδευσης στους μαθητές» (Μαντέλη: 2014, σελ. 12)[38].
Κατά τους Ασημόπουλο και συν. (2008) στο σχολείο απαιτείται να αναπτυχθούν και
να εφαρμοστούν πολιτικές που να προωθούν τη διαμόρφωση μιας θετικής σχολικής
ατμόσφαιρας, την επιμόρφωση και υποστήριξη των εκπαιδευτικών, την ενίσχυση των κοινωνικών
και συναισθηματικών δεξιοτήτων των μαθητών με έμφαση στη αξία των σχέσεων
φιλίας, στην ανταλλαγή καλών πρακτικών και στην προώθηση συμμετοχικών προσεγγίσεων
(Δημητροπούλου & Σβάρνας, 2016: σελ. 29)[39].
Σύμφωνα με τον Smith (2000) έχουν υλοποιηθεί παρεμβάσεις στο σχολικό
περιβάλλον με στόχο τη μείωση της θυματοποίησης. Παραδείγματα αποτελούν «η παρέμβαση στο Bergen της
Νορβηγίας από τον Olweus το 1983 όπου παρατηρήθηκε δραστική
μείωση της θυματοποίησης κατά 50%. Άλλη παρέμβαση είναι αυτή στο Sheffield σε 23 σχολεία, στο Wolverhampton σε 15
σχολεία αλλά και σε υποβαθμισμένες περιοχές στο Λονδίνο και το Liverpool στη Μ. Βρετανία. Σε αντίθεση με την πρώτη παρέμβαση
στη Νορβηγία, οι υπόλοιπες παρεμβάσεις σημείωσαν μείωση της θυματοποίησης της
τάξης του 15-20%». Επίσης, ο Smith (2000) αναφέρει ότι «στα σχολεία του Bergen, υπήρξε συνεχής παροχή επιπλέον υποστήριξης της
παρέμβασης από τα μέλη της ερευνητικής ομάδας». Τέλος, οι Stevens et. al, (2000) αξιολογώντας μια παρέμβαση σε σχολικές
μονάδες παρόμοια με αυτήν στο Bergen από τον Olweus, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «ενώ
στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση υπήρξε μια μείωση της θυματοποίησης, στη
δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δε συνέβη το ίδιο». Η συνολική αξιολόγηση των
παρεμβάσεων αυτών δεν είναι εφικτή αλλά διαφαίνεται ότι οδηγούν στην
ευαισθητοποίηση των εμπλεκομένων φορέων σε σχέση με την θυματοποίηση
(Κυριακίδης, 2018: σελ. 8-9)[40].
Ο Smith (1997), ό.π. αναφ. στο Κυριακίδης, (2018)[40] πρότεινε «μια παρέμβαση πολλαπλών επιπέδων προκειμένου
να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού». Υποστήριξε ότι σε
επίπεδο σχολικής μονάδας πρέπει να
υπάρξει μια ξεκάθαρη επικριτική εκπαιδευτική πολιτική απέναντι σε φαινόμενα
θυματοποίησης η οποία θα λειτουργεί υποστηρικτικά σε κάθε είδους παρεμβάσεις
που επιχειρούνται στο σχολείο. Όπως αναφέρει «η αποτελεσματική εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής, απαιτεί και την
επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για την ανάπτυξη μιας συνολικής στάσης κατά της
θυματοποίησης». Στο πλαίσιο της σχολικής τάξης, πρότεινε τις ομαδικές
δραστηριότητες καθώς και την καλύτερη επίβλεψη των μαθητών ενώ βρίσκονται στην
αυλή του σχολείου, επειδή αποτελεί κατεξοχήν τον χώρο όπου εμφανίζονται τα
περισσότερα περιστατικά εκφοβισμού. Για τα παιδιά-θύτες, πρότεινε την αποφυγή
της κατά μέτωπον αντιμετώπισής τους και την εφαρμογή της μεθόδου «της αποφυγής της κατηγορίας (no blame approach)» με στόχο να αποφευχθεί η αμυντική θέση των
θυτών. Η βαρύτητα δίνεται στο να γίνουν σαφείς στους θύτες οι επιπτώσεις της
θυματοποίησης στα θύματα, να γίνει αντιληπτό ότι τα θύματα υποφέρουν, επιδιώκοντας
την αύξηση της ενσυναίσθησης εκ μέρους των θυτών και εν κατακλείδι, να κληθούν
οι ίδιοι οι θύτες να προτείνουν τρόπους για να ξεπεραστεί η κατάσταση αυτή. Σε
σχέση με τα θύματα, πρότεινε την εκμάθηση διεκδικητικών τρόπων συμπεριφοράς,
κάτι που φαίνεται να είναι ιδιαίτερα απαραίτητο ως δεξιότητα και στην ενήλικη
ζωή. Είναι ένας τρόπος έκφρασης στους άλλους των αναγκών, των συναισθημάτων και
των δικαιωμάτων μας, χωρίς την καταπάτηση των δικαιωμάτων των άλλων. Η τεχνική
αυτή είναι χρήσιμη για την αντιμετώπιση δυσκολιών που προέρχονται από τις διαπροσωπικές
σχέσεις. Αποτελεσματική θα ήταν η ένταξη στο πρόγραμμα σπουδών θεματικών όπως,
η εκμάθηση δεξιοτήτων διεκδικητικής συμπεριφοράς που θα βοηθούσαν τα παιδιά
στην αντιμετώπιση της θυματοποίησης, όχι μόνο στο σχολείο αλλά και στην
κοινωνία αργότερα στην ενήλική τους ζωή.
Οι Holtappels και Tillmann (1999) πρότειναν μία παιδαγωγική αντιμετώπιση του προβλήματος πέντε
σημείων η οποία θα βασίζεται στους εκπαιδευτικούς: «Πρώτον, στις μορφές διδασκαλίας και μάθησης που προσανατολίζονται σε
μια δημοκρατική παιδαγωγική και οι οποίες ενισχύουν τη συνεργασία και την
ένταξη των αδύναμων μελών της τάξης. Δεύτερον, στην ανάπτυξη της αίσθησης
συλλογικότητας, δηλαδή της ιδέας ότι όλα τα παιδιά ανήκουν σε μία ομάδα η οποία
παρεμποδίζει τις οποιεσδήποτε διαδικασίες περιθωριοποίησης. Τρίτον, στην
παρέμβαση και παρεμπόδιση των διαδικασιών στιγματισμού από τους
εκπαιδευτικούς;. Τέταρτον, στη θέσπιση κανόνων και ορίων ώστε να γνωρίζουν τα
παιδιά ότι δεν είναι αποδεκτές οι πράξεις εκφοβισμού αλλά και οι εκπαιδευτικοί,
το πότε και με ποιον τρόπο πρέπει να παρέμβουν. Τέλος, πρότειναν τη συνεργασία του
σχολείου με θεσμούς και πρόσωπα έξω από αυτό, όπως είναι οι γονείς και οι
κοινωνικές δομές που σχετίζονται με θέματα βίας και παραβατικότητας των
ενηλίκων» (Δημητροπούλου & Σβάρνας, 2016: σελ. 30)[41].
Ο Ασημακόπουλος (2008) πρότεινε τη
διαμόρφωση ενός υποστηρικτικού πλαισίου στα σχολεία από υπηρεσίες ειδικών
ψυχικής υγείας και πρόνοιας παιδιών και εφήβων οι οποίοι θα παρέχουν τις
υπηρεσίες τους μέσα από δραστηριότητες πρόληψης, με τη διάγνωση και την
εκτίμηση των αναγκών κατά περίπτωση, με την παρέμβαση στην κρίση, με την
υποστήριξη των εκπαιδευτικών ατομικά και ομαδικά, καθώς και με τη διασύνδεση με
υπηρεσίες ψυχικής υγείας της περιοχής σε περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαία μια
συστηματική θεραπευτική αντιμετώπιση (Δημητροπούλου & Σβάρνας, 2016: σελ.
30)[41].
Μια άλλη προσέγγιση αντιμετώπισης του
σχολικού εκφοβισμού είναι «η θεωρία της
επανορθωτικής δικαιοσύνης», ένα πρόγραμμα που υλοποιήθηκε σε σχολικές
μονάδες της Αυστραλίας μέσω του οποίου επιδιώκονται αλλαγές στη συμπεριφορά του
ατόμου, καθιστώντας το σχολείο έναν ασφαλή χώρο για όλους τους μαθητές. Είναι μια
μέθοδος διαχείρισης των συγκρούσεων και αποσκοπεί να καταστήσει σαφές στον θύτη
ότι η συμπεριφορά του είναι καταδικαστέα ενώ ταυτόχρονα τον υποστηρίζει και
σέβεται την προσωπικότητά του ως άτομο. Ενώ οι υποστηρικτές της τιμωρητικής
προσέγγισης δίνουν έμφαση στην απόδοση ευθυνών στο άτομο και στους κανόνες
δικαίου και από την άλλη οι υποστηρικτές των νέων προσεγγίσεων συνηγορούν στη
περαιτέρω προσοχή και υποστήριξη του ατόμου, η επανορθωτική δικαιοσύνη έρχεται
να συνθέσει τις παραπάνω θέσεις σε μία, υποστηρίζοντας ότι «η διαδικασία πρέπει να περάσει στον θύτη το
μήνυμα ότι η συμπεριφορά του δεν συγχωρείται εντός της κοινωνικής ομάδας, και
ότι ο παραβάτης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό, υποστήριξη και
συγχώρεση από την κοινότητα». Οι επιδιώξεις του προγράμματος επιβεβαιώθηκαν
από την έρευνα του Goleman (1995)
πάνω στη συναισθηματική νοημοσύνη η οποία καταλήγει στο ότι «οι μαθητές χρειάζονται εκπαίδευση στο να
αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν ένα πλήθος συναισθημάτων, δίνοντας
περισσότερη έμφαση στα συναισθήματα που προέρχονται κυρίως από περιστατικά
σύγκρουσης. Η επίγνωση των συναισθημάτων αυτών και η συνειδητοποίησή τους
ενισχύουν την ανάπτυξη υγιών δεξιοτήτων. Έτσι με εφόδιο την επίγνωση είναι
εφικτό να παρεμποδιστεί η κλιμάκωση των συγκρούσεων και να μειωθούν τα βίαια
περιστατικά στον χώρο του σχολείου». Η εφαρμογή της επανορθωτικής
δικαιοσύνης αποτελεί ελπιδοφόρο μήνυμα σε εκείνους που επηρεάζονται άμεσα από
τις βίαιες και επιθετικές πράξεις (Κόρτσα, Τζουγανάτου & Παπαλεωνιδόπουλος,
2008: σελ. 161-171)[42].
Οι Γιοβαζολιάς και συν προτείνουν τις
παρακάτω παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου του σχολικού
εκφοβισμού (Γιοβαζολιάς, Κουρκούτας & Μητσοπούλου, 2018: διαφ. 21-23)[43]:
·
Έλεγχος του σχολικού χώρου.
· Ανάπτυξη στρατηγικών / προγραμμάτων anti-bullying,
· Παρεμβάσεις σε όλες τις ομάδες μαθητών
(παιδιά-θύματα, παιδιά-θύτες και παιδιά-μάρτυρες).
· Συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και
παιδιών-θυμάτων καθώς και διεπιστημονική συνεργασία (ψυχολόγου-εκπαιδευτικών-γονέων-ειδικών
παιδαγωγών),
· Εμπλοκή της διεύθυνσης του σχολείου και όλων των
εκπαιδευτικών στη διαχείριση του φαινομένου,
· Δυναμική / αποφασιστική λεκτική παρέμβαση του
δασκάλου στη τάξη (σύντομη / σαφής / απειλητική) για να νιώσουν τα παιδιά θύτες
ότι το σχολείο υπερασπίζεται τα παιδιά-θύματα, εξήγηση για τις συνέπειες του
φαινομένου, ενθάρρυνση των θυμάτων να αναφέρουν το γεγονός του εκφοβισμού και
απομυθοποίηση του δράστη.
Συνοψίζοντας, το πιο αποτελεσματικό
μέσο που μπορεί να εμποδίσει την εμφάνιση της ενδοσχολικής βίας και του
εκφοβισμού είναι το ίδιο το σχολείο: «το
σχολείο που εντοπίζει το πρόβλημα, ευαισθητοποιείται και αναπτύσσει σταθερά
μεθόδους αντιμετώπισης» (Ε.Ψ.Υ.Π.Ε., 2008: σελ. 11)[44].
Σκοπός της εργασίας μας ήταν η ανάδειξη του
φαινομένου της σχολικής βίας, του σχολικού εκφοβισμού και της θυματοποίησης,
των πολλών και σοβαρών επιπτώσεών τους τόσο στη σωματική και ψυχική υγεία, όσο
και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.
Αναλύθηκαν η έννοια και η έκταση του
φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού, παρουσιάστηκαν τα κύρια χαρακτηριστικά των
παιδιών-θυτών, των παιδιών-θυμάτων και των παρατηρητών, καταγράφηκαν οι κύριες
μορφές σχολικού εκφοβισμού και δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις του σχολικού
εκφοβισμού.
Αναδείχθηκε βιβλιογραφικά η αξία των
παρεμβάσεων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της θυματοποίησης στο σχολείο
σε τρία επίπεδα (σε επίπεδο σχολικής μονάδας, σε επίπεδο τάξης και σε ατομικό
επίπεδο) με στόχο τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος, χωρίς φόβο, που θα
επιτρέπει την ομαλή και χωρίς περιορισμούς συνολική εξέλιξη των παιδιών.
Η εργασία μας, όμως, περιορίστηκε στην
ανάδειξη των βιβλιογραφικών πηγών χωρίς να γίνει διεξαγωγή έρευνας και δίνεται
έτσι η ευκαιρία στους αυριανούς μελετητές να συνδράμουν με τα ερευνητικά τους
συμπεράσματα στην επιβεβαίωση ή απόρριψη των αναδειχθέντων βιβλιογραφικών
ευρημάτων με τη χρήση ερευνητικών εργαλείων που θα διαθέτουν εγκυρότητα,
αξιοπιστία και στάθμιση.
Διαπιστώθηκε ότι ο σχολικός εκφοβισμός
είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν τόσο το σχολείο όσο και
την ευρύτερη κοινότητα και είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν προσεκτικά
σχεδιασμένες παρεμβάσεις μέσα στο σχολείο, τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και
αντιμετώπισης της θυματοποίησης, που να εξασφαλίζουν ότι κανένα παιδί δεν θα
πέσει θύμα εκφοβισμού. Χρειάζεται να εφαρμοστούν πολιτικές που να προωθούν τη
δημιουργία θετικής σχολικής ατμόσφαιρας, την υποστήριξη και επιμόρφωση των
εκπαιδευτικών, την ενίσχυση των συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων των
μαθητών με έμφαση στη σημασία των σχέσεων φιλίας, την ανταλλαγή καλών πρακτικών
και την υλοποίηση συμμετοχικών προσεγγίσεων συνεργασίας.
Οι σοβαρές επιπτώσεις που έχουν η
ενδοσχολική βία και ο σχολικός εκφοβισμός στη σωματική και ψυχική υγεία των
παιδιών και οι τεράστιες διαστάσεις που έχουν προσλάβει, κάνουν επιτακτική την
ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων για την πρόληψη και την αντιμετώπισή τους:
· Απαιτούνται οδηγίες πρόληψης και αντιμετώπισης
αυτών των φαινομένων από το Υπουργείο Παιδείας που να περιλαμβάνουν διαδικασίες
καταγραφής των συμβάντων, διορισμού υπεύθυνου εκπαιδευτικού και συμβούλου με
συγκεκριμένες αρμοδιότητες, παρακολούθησης των διαδικασιών αντιμετώπισης,
ενημέρωσης των μαθητών για την πρόσβαση σε σύστημα υποστήριξης, συνεργασίας με
τους γονείς και οργάνωσης ουσιαστικής εποπτείας των μαθητών κατά τη διάρκεια
των διαλειμμάτων.
· Απαιτείται η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για τον
εντοπισμό και την αντιμετώπιση του προβλήματος καθώς και η διαρκής, ενεργή
συμμετοχή και συνεργασία των γονέων με το σχολείο.
· Απαιτείται συνεχής συμβουλευτική των εκπαιδευτικών
προς τους μαθητές με στόχο την ενίσχυση της μαθητικής ομάδας για την
αντιμετώπιση εκδηλώσεων εκφοβισμού και συμπεριφορών βίας.
· Χρειάζεται να αναπτυχθούν προγράμματα προαγωγής
της ψυχικής υγείας των μαθητών, τα οποία να εντάσσονται στο σχολικό πρόγραμμα.
· Χρειάζεται να στελεχωθούν με ειδικούς άμεσα οι
εκπαιδευτικές περιφέρειες με ειδικούς ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων
(παιδοψυχιάτρους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς), ώστε να παρεμβαίνουν
στην αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων που εκδηλώνονται στην
καθημερινή σχολική πραγματικότητα.
[1] Σμυρναίου, Ζ. (2018). Εννοιολογική οριοθέτηση του φαινομένου της σχολικής βίας και του
εκφοβισμού και σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. ΕΚΠΑ. [Ανακτήθηκε στις
02/10/2018 από τον δικτυακό τόπο https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/PPP240/%CE%A3%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82%20%CE%95%CE%BA%CF%86%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82.pdf ].
[2] Καρκανάκη, Μ. & Καφφετζή, Π. (2009). Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού – Bullying σε
δημοτικά σχολεία του Δήμου Ηρακλείου. ΤΕΙ Κρήτης. [Ανακτήθηκε στις 03/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του
Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[3] Γιοβαζολιάς, Θ., Κουρκούτας, Η. &
Μητσοπούλου, Ε. (2018). Το φαινόμενο του
εκφοβισμού (bullying) στο
δημοτικό σχολείο. (Παρουσίαση)
Πανεπιστήμιο Κρήτης [Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του
Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[4] Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και
του Εφήβου, (2008). Ενδοσχολική βία και
εκφοβισμός – Μίλα μη φοβάσαι.[Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από την ψηφιακή
βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[5] Γιαννακοπούλου, Α. (2014). Ο σχολικός εκφοβισμός ως βιωμένη εμπειρία:
οι αφηγήσεις των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Ν. Αχαΐας. Πανεπιστήμιο
Πατρών. [Ανακτήθηκε στις 08/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/bitstream/10889/7502/1/PDF-%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%94%CE%B9%CF%80%CE%BB%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%20%CE%95%CE%B9%CF%81%CE%B7%CE%BD%CE%B7%20%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85.pdf ].
[6] Σμυρναίου, Ζ. (2018). Εννοιολογική οριοθέτηση του φαινομένου της σχολικής βίας και του
εκφοβισμού και σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. ΕΚΠΑ. [Ανακτήθηκε στις
02/10/2018 από τον δικτυακό τόπο https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/PPP240/%CE%A3%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82%20%CE%95%CE%BA%CF%86%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82.pdf ].
[7] Κυριακίδης, Σ.
(2018). Συμβουλευτική στη διά βίου
ανάπτυξη [σημειώσεις μαθήματος]. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. ΠΕΣΥΠ. Εαρινό εξάμηνο
2017-2018. Κοζάνη.
[8] Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και
του Εφήβου, (2008). Ενδοσχολική βία και
εκφοβισμός – Μίλα μη φοβάσαι.[Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από την ψηφιακή
βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[9] Γιοβαζολιάς, Θ., Κουρκούτας, Η. &
Μητσοπούλου, Ε. (2018). Το φαινόμενο του
εκφοβισμού (bullying) στο
δημοτικό σχολείο. (Παρουσίαση)
Πανεπιστήμιο Κρήτης [Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του
Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[10] Κυριακίδης, Σ.
(2018). Συμβουλευτική στη διά βίου
ανάπτυξη [σημειώσεις μαθήματος]. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. ΠΕΣΥΠ. Εαρινό εξάμηνο
2017-2018. Κοζάνη.
[11] Μαντέλη, Α. (2014). Σχολικός εκφοβισμός και εθνοπολιτισμική ετερότητα. Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων. [Ανακτήθηκε στις
02/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://olympias.lib.uoi.gr/jspui/bitstream/123456789/7092/1/%CE%9C.%CE%95.-%20%CE%9C%CE%91%CE%9D%CE%A4%CE%95%CE%9B%CE%97%20%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%95%CE%A4%CE%91.pdf ].
[12] Κυριακίδης,
Σ. (2018). Συμβουλευτική στη διά βίου
ανάπτυξη [σημειώσεις μαθήματος]. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. ΠΕΣΥΠ. Εαρινό εξάμηνο
2017-2018. Κοζάνη.
[13] Καραγκούνη, Ε. & Παπάνης, Ε. (2018). Σχολικός εκφοβισμός. Ανέκδοτο υλικό του
Πανεπιστημίου Αιγαίου. [Ανακτήθηκε στις 07/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη
του Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[14] Καμιναρίδη, Β. (2016). Σχολικός εκφοβισμός (BULLYING) μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και
τρόποι παρέμβασης των εκπαιδευτικών: μια ποιοτική προσέγγιση. (Παρουσίαση) Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου. [Ανακτήθηκε
στις 03/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://www.e-abc.eu/files/1/PDF/News/news_25_07_2016.pdf ].
[15] Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού
και του Εφήβου, (2008). Ενδοσχολική βία
και εκφοβισμός – Μίλα μη φοβάσαι.[Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από την
ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[16] Σμυρναίου, Ζ. (2018). Εννοιολογική οριοθέτηση του φαινομένου της σχολικής βίας και του
εκφοβισμού και σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. ΕΚΠΑ. [Ανακτήθηκε στις
02/10/2018 από τον δικτυακό τόπο https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/PPP240/%CE%A3%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82%20%CE%95%CE%BA%CF%86%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82.pdf ].
[17] Καραγκούνη, Ε. & Παπάνης, Ε. (2018). Σχολικός εκφοβισμός. Ανέκδοτο υλικό του
Πανεπιστημίου Αιγαίου. [Ανακτήθηκε στις 07/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη
του Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[18] Γιαννακοπούλου, Α. (2014). Ο σχολικός εκφοβισμός ως βιωμένη εμπειρία:
οι αφηγήσεις των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Ν. Αχαΐας. Πανεπιστήμιο
Πατρών. [Ανακτήθηκε στις 08/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/bitstream/10889/7502/1/PDF-%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%94%CE%B9%CF%80%CE%BB%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%20%CE%95%CE%B9%CF%81%CE%B7%CE%BD%CE%B7%20%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85.pdf ].
[19] Καραγκούνη, Ε. & Παπάνης, Ε. (2018). Σχολικός εκφοβισμός. Ανέκδοτο υλικό του
Πανεπιστημίου Αιγαίου. [Ανακτήθηκε στις 07/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη
του Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[20] Γιαννακοπούλου, Α. (2014). Ο σχολικός εκφοβισμός ως βιωμένη εμπειρία:
οι αφηγήσεις των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Ν. Αχαΐας. Πανεπιστήμιο
Πατρών. [Ανακτήθηκε στις 08/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/bitstream/10889/7502/1/PDF-%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%94%CE%B9%CF%80%CE%BB%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%20%CE%95%CE%B9%CF%81%CE%B7%CE%BD%CE%B7%20%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85.pdf ].
[21] Καραγκούνη, Ε. & Παπάνης, Ε. (2018). Σχολικός εκφοβισμός. Ανέκδοτο υλικό του
Πανεπιστημίου Αιγαίου. [Ανακτήθηκε στις 07/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη
του Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[22] Γιαννακοπούλου, Α. (2014). Ο σχολικός εκφοβισμός ως βιωμένη εμπειρία:
οι αφηγήσεις των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Ν. Αχαΐας. Πανεπιστήμιο
Πατρών. [Ανακτήθηκε στις 08/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/bitstream/10889/7502/1/PDF-%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%94%CE%B9%CF%80%CE%BB%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%20%CE%95%CE%B9%CF%81%CE%B7%CE%BD%CE%B7%20%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85.pdf ].
[23] Σμυρναίου, Ζ. (2018). Εννοιολογική οριοθέτηση του φαινομένου της σχολικής βίας και του
εκφοβισμού και σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. ΕΚΠΑ. [Ανακτήθηκε στις
02/10/2018 από τον δικτυακό τόπο https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/PPP240/%CE%A3%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82%20%CE%95%CE%BA%CF%86%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82.pdf ].
[24] Μαρκογιαννάκης, Γ. (2015). Οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών της
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σχετικά με το φαινόμενο του Σχολικού εκφοβισμού..
Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. (Π.Ε.ΣΥ.Π.). [Ανακτήθηκε στις 03/10/2018 από τον δικτυακό
τόπο http://files.aspete.gr/eppaikpesyp/diplomatikes/2015/2015geo.mar.pdf.pdf ].
[25] Καμιναρίδη, Β. (2016). Σχολικός εκφοβισμός (BULLYING) μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και τρόποι
παρέμβασης των εκπαιδευτικών: μια ποιοτική προσέγγιση. (Παρουσίαση) Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου. [Ανακτήθηκε
στις 03/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://www.e-abc.eu/files/1/PDF/News/news_25_07_2016.pdf ].
[26] Γιοβαζολιάς, Θ., Κουρκούτας, Η. &
Μητσοπούλου, Ε. (2018). Το φαινόμενο του
εκφοβισμού (bullying) στο
δημοτικό σχολείο. (Παρουσίαση)
Πανεπιστήμιο Κρήτης [Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του
Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[27] Δημητροπούλου, Α. & Σβάρνας, Ν. (2016). Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.(ΕΠΠΑΙΚ).
[Ανακτήθηκε στις 07/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://argos.aspete.gr/images/docs/ptyhiakes/2015-16/2015-16_DimitropoulouAgg-SvarnasNik_KarountzouGeo.pdf ].
[28] Σακκάτου, Α., Σιδέρη, Δ. & Σκιαδά, Π.
(2017). Μελέτη του σχολικού εκφοβισμού σε
δημοτικά σχολεία της Δυτικής Ελλάδος. Τ.Ε.Ι. Δυτικής Ελλάδας. [Ανακτήθηκε
στις 03/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://repository.library.teimes.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/6036/%CE%9C%CE%95%CE%9B%CE%95%CE%A4%CE%97%20%CE%A4%CE%9F%CE%A5%20%CE%A3%CE%A7%CE%9F%CE%9B%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%A5%20%CE%95%CE%9A%CE%A6%CE%9F%CE%92%CE%99%CE%A3%CE%9C%CE%9F%CE%A5%20%CE%A3%CE%95%20%CE%94%CE%97%CE%9C%CE%9F%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%91%20%CE%A3%CE%A7%CE%9F%CE%9B%CE%95%CE%99%CE%91%20%CE%A4%CE%97%CE%A3%20%CE%94%CE%A5%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%97%CE%A3%20%CE%95%CE%9B%CE%9B%CE%91%CE%94%CE%9F%CE%A3..pdf?sequence=1&isAllowed=y ]
[29] Καμιναρίδη, Β. (2016). Σχολικός εκφοβισμός (BULLYING) μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και
τρόποι παρέμβασης των εκπαιδευτικών: μια ποιοτική προσέγγιση. (Παρουσίαση) Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου. [Ανακτήθηκε
στις 03/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://www.e-abc.eu/files/1/PDF/News/news_25_07_2016.pdf ].
[30] Παπαζήση, Σ. (2016). Ο σχολικός εκφοβισμός σε παιδιά με ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες στο
γενικό και ειδικό σχολείο. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. [Ανακτήθηκε στις
07/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://ir.lib.uth.gr/bitstream/handle/11615/45834/14925.pdf?sequence=1 ]
[31] Μουρτζίλα, Α. (2014). Σχολική βία: Διερεύνηση των συναισθημάτων εξωτερικής και εσωτερικής
ντροπής και ο ρόλος τους στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Πανεπιστήμιο
Θεσσαλίας. [Ανακτήθηκε στις 07/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://ir.lib.uth.gr/bitstream/handle/11615/41684/12698.pdf?sequence=1 ]
[32] Γιοβαζολιάς, Θ., Κουρκούτας, Η. &
Μητσοπούλου, Ε. (2018). Το φαινόμενο του
εκφοβισμού (bullying) στο
δημοτικό σχολείο. (Παρουσίαση)
Πανεπιστήμιο Κρήτης [Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του
Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[33] Κυριακίδης, Σ.
(2018). Συμβουλευτική στη διά βίου
ανάπτυξη [σημειώσεις μαθήματος]. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. ΠΕΣΥΠ. Εαρινό εξάμηνο
2017-2018. Κοζάνη.
[34] Τσικρικά, Ό. (2009). Το φαινόμενο του Σχολικού Εκφοβισμού. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης. [Ανακτήθηκε στις 08/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://www.kosmosxorispolemous.gr/wp-content/uploads/2014/02/sxolikos-ekfovismos-olga-tsikrika.pdf ].
[35] Δημητροπούλου, Α. & Σβάρνας, Ν. (2016). Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.(ΕΠΠΑΙΚ).
[Ανακτήθηκε στις 07/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://argos.aspete.gr/images/docs/ptyhiakes/2015-16/2015-16_DimitropoulouAgg-SvarnasNik_KarountzouGeo.pdf ].
[36] Κόρτσα, Έ., Τζουγανάτου, Ι. &
Παπαλεωνιδόπουλος, Γ. (2008) Η επιθετικότητα και το φαινόμενο του
σχολικού εκφοβισμού ανάμεσα στους μαθητές του δημοτικού σχολείου. Α.Τ.Ε.Ι.
Πατρών. [Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του
Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[37] Δημητροπούλου, Α. & Σβάρνας, Ν. (2016). Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.(ΕΠΠΑΙΚ).
[Ανακτήθηκε στις 07/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://argos.aspete.gr/images/docs/ptyhiakes/2015-16/2015-16_DimitropoulouAgg-SvarnasNik_KarountzouGeo.pdf ].
[38] ] Μαντέλη, Α. (2014). Σχολικός εκφοβισμός και εθνοπολιτισμική ετερότητα. Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων. [Ανακτήθηκε στις
02/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://olympias.lib.uoi.gr/jspui/bitstream/123456789/7092/1/%CE%9C.%CE%95.-%20%CE%9C%CE%91%CE%9D%CE%A4%CE%95%CE%9B%CE%97%20%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%95%CE%A4%CE%91.pdf ].
[39] Δημητροπούλου, Α. & Σβάρνας, Ν. (2016). Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.(ΕΠΠΑΙΚ).
[Ανακτήθηκε στις 07/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://argos.aspete.gr/images/docs/ptyhiakes/2015-16/2015-16_DimitropoulouAgg-SvarnasNik_KarountzouGeo.pdf ].
[40] Κυριακίδης,
Σ. (2018). Συμβουλευτική στη διά βίου
ανάπτυξη [σημειώσεις μαθήματος]. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. ΠΕΣΥΠ. Εαρινό εξάμηνο
2017-2018. Κοζάνη.
[41] Δημητροπούλου, Α. & Σβάρνας, Ν. (2016). Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.(ΕΠΠΑΙΚ).
[Ανακτήθηκε στις 07/10/2018 από τον δικτυακό τόπο http://argos.aspete.gr/images/docs/ptyhiakes/2015-16/2015-16_DimitropoulouAgg-SvarnasNik_KarountzouGeo.pdf].
[42] Κόρτσα, Έ., Τζουγανάτου, Ι. &
Παπαλεωνιδόπουλος, Γ. (2008). Η
επιθετικότητα και το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού ανάμεσα στους μαθητές
του δημοτικού σχολείου. Α.Τ.Ε.Ι. Πατρών. [Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από
την ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[43] Γιοβαζολιάς, Θ., Κουρκούτας, Η. &
Μητσοπούλου, Ε. (2018). Το φαινόμενο του
εκφοβισμού (bullying) στο
δημοτικό σχολείο. (Παρουσίαση)
Πανεπιστήμιο Κρήτης [Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του
Πανεπιστημίου Αιγαίου].
[44] Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού
και του Εφήβου, (2008). Ενδοσχολική βία
και εκφοβισμός – Μίλα μη φοβάσαι.[Ανακτήθηκε στις 01/10/2018 από την
ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Αιγαίου].
Ο κ. Καραγιάννης Αθανάσιος είναι δάσκαλος και
υπηρετεί στη Διεύθυνση Π.Ε. Γρεβενών ως Προϊστάμενος του Τμήματος Εκπαιδευτικών
Θεμάτων. Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων με Κατεύθυνση
Πληροφοριακά Συστήματα Διοίκησης του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Τ.Ε.Ι.
Δυτικής Μακεδονίας, Μεταπτυχιακού Τίτλου στη Δημόσια Διοίκηση με Κατεύθυνση
Εκπαιδευτική Διοίκηση του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου Κύπρου, Πτυχίου του
Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Τ.Ε.Ι. Δυτικής Μακεδονίας και απόφοιτος της
Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Κοζάνης με Ειδίκευση στη Συμβουλευτική και τον Προσανατολισμό.
Εξελέγη Δήμαρχος του Δήμου Ηρακλεωτών Νομού Γρεβενών τη δημοτική περίοδο 2007-2010
και ανέλαβε καθήκοντα Αντιδημάρχου Διοικητικών/Οικονομικών υπηρεσιών του Δήμου
Γρεβενών από 01-01-2011 έως 31-12-2012 καθώς και Αντιδημάρχου του τομέα
Παιδείας, Πολιτισμού & Αθλητισμού από 01-01-2013 έως 31-08-2013.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved