ISSN: 2241-4665
4 Σεπτεμβρίου 2020
«Η σπουδαιότητα της ενεργητικής
ακρόασης κατά την επικοινωνία με τους γονείς»
Καραγιάννης Αθανάσιος
Δάσκαλος,
Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Γρεβενών
«The importance of active listening
when communicating with parents»
Karagiannis Athanasios
Teacher, Directorate of
Primary Education Grevena
Περίληψη
Η
εργασία έχει ως σκοπό της να αναδείξει τη σπουδαιότητα της ενεργητικής ακρόασης, κατά την επικοινωνία και
συνεργασία ενός σχολικού οργανισμού με τους γονείς. Ειδικότερα, κατά την επαφή
των εκπαιδευτικών με τους γονείς η ενεργητική ακρόαση, ως επικοινωνιακή δεξιότητα,
συμβάλει στην εδραίωση μιας αποτελεσματικής επικοινωνίας, χωρίς εντάσεις και
συγκρούσεις, στην αλληλοκατανόηση των προσδοκιών του άλλου, στη βελτίωση των
σχέσεων τους καθώς και στη διαμόρφωση περιβάλλοντος κατανόησης, αποδοχής,
ειλικρινούς σχέσης, συνεργασίας και εμπιστοσύνης.
Διαπιστώνεται ότι η αξία της ενεργητικής
ακρόασης, οφείλεται στην καθαρότητα και σαφήνεια των μηνυμάτων που λαμβάνει ο
δέκτης από τον πομπό, χωρίς την ύπαρξη παρεμβολών και διακοπών. Η αξιοποίησή
της, δίνει τη δυνατότητα στα άτομα της προσεκτικής ακοής των συνομιλητών τους,
της επεξεργασίας των λεγομένων τους, της χρησιμοποίησης κατάλληλων λέξεων και
εκφράσεων, της διατύπωσης ερωτήσεων σε ασαφή θέματα, και γενικότερα κλίματος
προσήλωσης και αποδοχής. Η ενεργητική ακρόαση συμβάλει στην αντιμετώπιση των
συγκρούσεων στον σχολικό οργανισμό, αφού τονίζει τον σεβασμό και την κατανόηση
του ρόλου του άλλου και των προσωπικών του ορίων, επιτρέπει τη διατύπωση
διαφορετικής γνώμης χωρίς αυτή να ταυτίζεται με τη σύγκρουση, και κατά συνέπεια
βοηθά στην ανάληψη ευθυνών και δέσμευσης, αφού ο λόγος που διατυπώνεται
εκφράζει προσωπικές απόψεις, στην κατανόηση μεταξύ των μελών και στην ανάπτυξη
της συνεργασίας.
Abstract
The aim of the work is to highlight the importance of active
listening, in the communication and cooperation of a school organization with
parents. In particular, in the contact of teachers with parents, active
listening, as a communication skill, contributes to the consolidation of an
effective communication, without tensions and conflicts, to the mutual
understanding of the other's expectations, to the improvement of their
relations as well as to the formation of an environment of understanding,
acceptance, sincere relationship, cooperation and trust.
It is ascertained that the value of active listening is
due to the clarity and perspicuity of the messages received by the receiver
from the transmitter, without the presence of interference and interruptions. Utilizing
it, enables people to listen carefully to their interlocutors, to process what
they are saying, to use appropriate words and expressions, to ask questions on
vague topics, and in general a climate of dedication and acceptance. Active
listening helps to deal with conflicts in the school organization, as it
emphasizes respect and understanding of the role of the other and his personal
boundaries, allows the expression of a different opinion without being
identified with the conflict, and therefore helps to take responsibility and
commitment, as the reason given expresses personal views, understanding between
members and the development of cooperation.
Η
επικοινωνία είναι καθοριστικός παράγοντας τόσο για την υλοποίηση των στόχων των
οργανισμών, όσο και για την αποτελεσματική λειτουργία τους. Συγκεκριμένα, στις
σχολικές μονάδες, η επικοινωνία έχει ιδιαίτερη αξία αφού αφενός το διδακτικό
έργο επιτυγχάνεται διαμέσου λεκτικών ή μη λεκτικών τρόπων επικοινωνίας και
αφετέρου, λόγω του αντικειμένου εργασιών των εκπαιδευτικών μονάδων, οι άμεσα
συμμετέχοντες στην εκπαιδευτική διαδικασία (μαθητές, καθηγητές, γονείς)
επιζητούν πληρέστερη ενημέρωση από τον εκπαιδευτικό οργανισμό
(Αθανασούλα–Ρέππα, 2008)[1].
Η επικοινωνία, ως όρος, εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Πλάτωνα με την
έννοια της «αμοιβαίας σχέσης» (Γεωργίου, 2019β)[2].
Επικοινωνία ονομάζεται «η τέχνη της αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών
που ολοκληρώνεται με την εδραίωση αμοιβαίας κατανόησης ανάμεσα σε δυο ή
περισσότερα άτομα, ανάμεσα σε ένα πρόσωπο και μια ομάδα ή ανάμεσα σε δυο ή
περισσότερες ομάδες ατόμων» (Γεωργίου, 2019α: 13)[3].
Κατά την Αθανασούλα–Ρέππα (2008)[4], η επικοινωνία αφορά τη μετάδοση
και λήψη μηνυμάτων – πληροφοριών μέσω συμβόλων γλωσσικών, χειρονομιών και
σημάτων μεταξύ ατόμων ή οργανισμών. Η επικοινωνία μπορεί να πάρει διάφορες
μορφές: «προσωπική, ηλεκτρονική, ταχυδρομική, τηλεγραφική, καθώς και
πνευματική/ψυχική, αισθητική» (Καρατάσιος, 2014)[5]. Στον χώρο της
εκπαίδευσης, παρουσιάζεται ως μια διαδικασία πολύπλευρη, ανάπτυξης επαφών
μεταξύ ατόμων, η οποία ικανοποιεί σημαντικές ανάγκες, μέσω τρόπων δράσης και
κοινών δραστηριοτήτων (Γεωργίου, 2019β)[6].
Ο Verderber (1998)[7] προσδιόρισε τις παρακάτω
μεταβλητές του πλαισίου επικοινωνίας: τον φυσικό χώρο μέσα στον οποίο
πραγματώνεται η επικοινωνία, την ιστορική άποψη που διαμορφώνεται τόσο από το
περιεχόμενο όσο και από το νόημα των λεγομένων προγενέστερων επικοινωνιακών
διαδικασιών, την ψυχολογική, που αναφέρεται στην αυτοαντίληψη του υποκειμένου
που επικοινωνεί αλλά και του τρόπου με τον οποίο καταλαβαίνει αυτούς με τους
οποίους αλληλεπιδρά, καθώς και την κουλτούρα των συνομιλητών, η οποία
διαμορφώνει το σύστημα αξιών και αντιλήψεων, και καθορίζει τον επικοινωνιακό
τρόπο συμπεριφοράς των ατόμων.
Οι βασικές δεξιότητες της διαπροσωπικής επικοινωνίας είναι (Καρούσιου,
2016)[8]: η ενσυναίσθηση (δηλαδή η ικανότητα αντίληψης των αναγκών
και των συναισθημάτων του άλλου καθώς και η αποδοχή της διαφορετικότητάς του),
η ενεργητική ακρόαση (δηλαδή η ικανότητα επίτευξης οικοδόμησης ισχυρών σχέσεων
μεταξύ των ατόμων, η σωστή εκτέλεση των οδηγιών, η κατανόηση και η εμπέδωση των
προσδοκιών τους αλλά και η επίλυση προβλημάτων και συγκρούσεων), η συναισθηματική
νοημοσύνη (δηλαδή η ικανότητα αντίληψης, κατανόησης και διαχείρισης των
συναισθημάτων μας καθώς και των συνομιλητών μας, που διασφαλίζει την
καλλιέργεια κλίματος θετικού στο σχολείο, την αφοσίωση των μελών του και
επιτρέπει στα άτομα να εκφράζουν, χωρίς φόβο, αυτό που αισθάνονται) και το
χιούμορ (δηλαδή η ικανότητα δημιουργίας ευχάριστης ψυχολογικής διάθεσης και
ατμόσφαιρας).
Στην παρούσα εργασία επικεντρώνεται τον ενδιαφέρον μας στη δεξιότητα
της ενεργητικής ακρόασης. Ακούω ενεργητικά (αφουγκράζομαι) σημαίνει «ότι
επιχειρώ να βιώσω τον άλλον (ενεργητική προσπάθεια) με όλες μου τις αισθήσεις»
(Βασιλείου & Κεχάογλου, 2015)[9]. Βασικές «έννοιες-κλειδιά» στην
ενεργητική ακρόαση είναι «η προσοχή και παρατηρητικότητα, η αποδοχή, η
γνησιότητα και η ενσυναίσθηση» (Κουτής, 2018: 22)[10]. Στις
ενότητες που ακολουθούν, αναλύεται η έννοια της ενεργητικής ακρόασης,
εξετάζονται η λειτουργία της στην αποτελεσματική επικοινωνία αλλά και τα
προβλήματα που δημιουργούνται από την έλλειψή της με την παρουσίαση συγκεκριμένων
παραδειγμάτων, και στο τέλος καταγράφονται τα συμπεράσματά μας.
Η
ενεργητική ακρόαση είναι μια μέθοδος συνέντευξης και μια επικοινωνιακή
δεξιότητα που έχει την εφαρμογή της τόσο σε ομαδικό, όσο σε διαπροσωπικό
επίπεδο και αποσκοπεί στη διευκόλυνση και στην ενίσχυση της προσωπικής επαφής,
καθώς επίσης βοηθά στην καλύτερη κατανόηση του ομιλητή και στη δημιουργία
κλίματος εμπιστοσύνης. Οφείλει την προέλευσή της στην επιστήμη της συμβουλευτικής
ψυχολογίας και αξιοποιείται πλέον ευρύτατα στην εκπαίδευση (Διαμαντίδου, 2014)[11].
Ειδικότερα στις μέρες μας, η ενεργητική ακρόαση, ως επικοινωνιακή δεξιότητα, επιτελεί
σημαντικό ρόλο καθώς συμβάλει στην επίτευξη μιας σωστής επικοινωνίας, στην
αποφυγή εντάσεων και συγκρούσεων, στην κατανόηση των απαιτήσεων και των
προσδοκιών των άλλων όπως επίσης και στη διευθέτηση προβλημάτων που ανακύπτουν
μέσα στο πλαίσιο ενός οργανισμού (Κουτής, 2018)[12]. Οι βασικές
αρχές και μέθοδοι της ενεργητικής ακρόασης, κατά τη Διαμαντίδου (2014)[13],
είναι:
Α) Η παρατηρητικότητα και η προσοχή. Αφορά τον λεκτικό τρόπο
επικοινωνίας και τη μη λεκτική στάση και επιτυγχάνεται με τη διατήρηση οπτικής
επαφής με τον άλλο, με την παρακολούθηση της σωματικής στάσης και του τόνου της
φωνής του άλλου, με την παραμονή εντός του πλαισίου της θεματικής του άλλου, με
τον σεβασμό της ομιλίας του άλλου χωρίς διακοπές και τη διατύπωση σχετικών
απόψεων και εμπειριών.
Β) Η αποδοχή χωρίς όρους και προϋποθέσεις του άλλου. Αποδέχομαι τον
άλλον χωρίς όρους, σημαίνει ότι διατυπώνω κριτική για τις απόψεις του άλλου και
όχι για το πρόσωπό του. Η διαφωνία μπορεί να παρουσιάζεται ως μια προσωπική
άποψη, που δεν απαιτεί να την ενστερνιστεί ο δέκτης.
Γ) Η γνησιότητα που αναφέρεται στη στάση του ακροατή να αποφεύγει να
παρεμποδίζει τον ομιλητή διατυπώνοντας τις προσωπικές του απόψεις. Τα
συναισθήματα και οι προσωπικές σκέψεις του ακροατή μπορούν να διατυπωθούν όταν
πρέπει, που σημαίνει σεβασμός στην εκφορά του λόγου του άλλου, χωρίς διακοπές.
Δ) Η ενσυναίσθηση αναφέρεται στην κατανόηση του άλλου και προϋποθέτει
αποδοχή του άλλου και γνησιότητα. Ο όρος «προέρχεται από το ρήμα “εμπάσχω”
που σημαίνει ζω/βρίσκομαι στη συναισθηματική θέση του άλλου. Η στάση αυτή
εκφράζεται με την επικέντρωση, την κατανόηση και την ανάπλαση των λεγομένων»
(Διαμαντίδου, 2014: 7)[13].
Ε) Η κατανόηση. Αναφέρεται στην κατανόηση των εμπειριών αλλά και των
λεγομένων των άλλων, πράγμα που σημαίνει
ότι κατανοούνται αυτά που λέγονται και όπως τα εννοεί ο ομιλητής χωρίς άσκηση
κριτικής, σύγκρισης ή αξιολόγησης.
ΣΤ) Η ανάπλαση αφορά τη διαδικασία λεκτικής παρέμβασης που κάνει ο
ακροατής για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας με στόχο να διαπιστώσει ότι
πράγματι έχει αντιληφθεί σωστά το προσλαμβανόμενο μήνυμα. Η ανάπλαση μπορεί να
γίνει με την επανάληψη λεγομένων (όπου ο ακροατής επαναλαμβάνει ή τονίζει τις
σημαντικότερες φράσεις, δίνοντας ανατροφοδότηση στον ομιλητή), με τη σύνθεση
του περιεχομένου (κατά την οποία συνοψίζονται αυτά που έχουν ειπωθεί, με έμφαση
στα κύρια σημεία), με την αντανάκλαση συναισθημάτων (όπου μεταφέρονται λεκτικά
τα συναισθήματα που εκφράστηκαν και ελέγχονται αν κατανοήθηκαν τα συναισθήματα
του ομιλητή του).
Η
επικοινωνία κρίνεται αποτελεσματική όταν ο δέκτης του μηνύματος επεξεργάζεται,
δηλαδή «φιλτράρει» το μήνυμα του πομπού, έχοντας ως αναφορά τις εμπειρίες και
τις αξίες του, και το καταλαβαίνει αποδίδοντας σε αυτό το νόημα που έχει για
τον πομπό (Καρούσιου, 2016)[14]. Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι
η αξιοπιστία του αποστολέα. Την αντίληψη, δηλαδή, που έχει διαμορφώσει ο δέκτης
του μηνύματος για τον αποστολέα, αν είναι ειλικρινής, έμπιστος,
αποτελεσματικός, ικανός, έντιμος και γενικά άτομο το οποίο μπορούν οι άλλοι να
εμπιστευτούν (Καρατάσιος, 2014)[15].
Η ικανότητα της ενεργούς ακρόασης είναι η πιο σημαντική παράμετρος για
την προώθηση της αποτελεσματικής επικοινωνίας αφού συνδέεται με τη δημιουργία
κλίματος ασφάλειας μεταξύ των εμπλεκομένων και συναισθηματικής σχέσης των
συνομιλητών. Σε αυτό φαίνεται να δρα ενισχυτικά η διατήρηση οπτικής επαφής με
τον συνομιλητή καθώς και η ενθάρρυνσή του μέσα από μεθόδους λεκτικής και μη,
ανατροφοδότησης (Κατσαρός, 2008)[16]. Η σπουδαιότητα αυτής της
πρακτικής, οφείλεται στο γεγονός ότι ο δέκτης αντιλαμβάνεται σωστά αυτά που
επιχειρεί να του μεταβιβάσει ο πομπός χωρίς παρεμβολές και διακοπές. Η χρήση
της προϋποθέτει, ότι τα άτομα, ακούνε προσεκτικά τους συνομιλητές τους,
επεξεργάζονται τα λεγόμενά τους, τα αξιοποιούν, θέτουν ερωτήσεις όταν δεν
κατανοούν κάτι, και γενικότερα βρίσκονται σε κατάσταση προσήλωσης και αποδοχής
(Κουτής, 2018)[17]. Η ενεργητική ακρόαση δρα βοηθητικά στη
διαχείριση των συγκρούσεων που μπορεί να προκύψουν στο πλαίσιο της ομάδας, αφού
στηρίζεται στον σεβασμό του συνομιλητή,
στην αποσαφήνιση των προσωπικών ορίων αλλά και του ρόλου κάθε ατόμου, αφήνει
«χώρο» στην έκφραση διαφορετικών αντιλήψεων και απόψεων χωρίς αυτή να
ταυτίζεται με τη σύγκρουση, και με αυτόν τον τρόπο συντελεί στην ανάληψη
δέσμευσης και προσωπικής ευθύνης, εφόσον βέβαια ο λόγος που αναπτύσσεται είναι
προσωπικός και τέλος συμβάλλει στην ανάπτυξη της συνεργασίας και της κατανόησης
ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέλη (Διαμαντίδου, 2014)[18].
Κατά την επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων ενός σχολικού
οργανισμού, η αξιοποίηση των μεθόδων της ενεργητικής ακρόασης βοηθά καθοριστικά
στη βελτίωση των σχέσεων τους καθώς και στη διαμόρφωση περιβάλλοντος
κατανόησης, αποδοχής του άλλου, ειλικρινούς σχέσης, συνεργασίας και
εμπιστοσύνης.
Η
πολυπλοκότητα του σχολικού συστήματος δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για την
ανάπτυξη συγκρούσεων στον σχολικό οργανισμό. Σύμφωνα με τον Σαΐτη (2014)[19]
η κακή επικοινωνία, οι ατομικές διαφορές, οι οργανωσιακές αδυναμίες, οι
λιγοστοί πόροι, οι συγκρουόμενοι στόχοι και οι εξωτερικοί παράγοντες, είναι οι
σημαντικότερες αιτίες συγκρούσεων στα σχολεία. Πιο αναλυτικά η κακή επικοινωνία
ανάμεσα στα μέλη του σχολικού οργανισμού δυσχεραίνει την καλή μετάδοση των
πληροφοριών, οδηγεί σε λανθασμένη αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων με αποτέλεσμα
τη δημιουργία παρανοήσεων και την έλλειψη αλληλοκατανόησης, παράγοντες που
επιφέρουν συγκρούσεις (Μόσχου, 2018)[20]. Οι σημαντικότεροι
παράγοντες που αποτελούν εμπόδια στην αποτελεσματική επικοινωνία είναι (Καρατάσιος,
2014: 37-38)[21]: «τα γλωσσικά ή εννοιολογικά προβλήματα, η
κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση του μηνύματος, τα προβλήματα συμπεριφοράς, οι
διαφορετικές αντιλήψεις στην ανάγνωση του προβλήματος, η επιλεκτική μνήμη, η
απόκρυψη της πληροφορίας, η πρόωρη εκτίμηση σε ό,τι έχει ειπωθεί, ο τεχνητός
τοίχος σιωπής, η λανθασμένη επιλογή διαύλου επικοινωνίας, η φυσική
επιφυλακτικότητα, ο φόβος ή η έλλειψη εμπιστοσύνης». Οι ανωτέρω παράγοντες δυσχεραίνουν την ανάπτυξη
των διαπροσωπικών ικανοτήτων, ειδικότερα της ενεργητικής ακρόασης, και κατά συνέπεια
δημιουργούν προϋποθέσεις αντιπαραθέσεων, συγκρούσεων και εμποδίζουν τη
συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων.
Η επικοινωνία και η συνεργασία αποτελούν έννοιες αλληλένδετες. Σύμφωνα
με τον Πέτρου (2010) «αν οι άνθρωποι αδυνατούν να συνθέσουν ένα μήνυμα, να
το κωδικοποιήσουν, να το στείλουν στον δέκτη και ο δέκτης με τη σειρά του να αντιδράσει
ανάλογα και συνεπώς να ανοιχτεί ένας δίαυλος επικοινωνίας, τότε είναι ανέφικτη
η επικοινωνία και κατ’ επέκταση η συνεργασία» (Γεωργίου, 2019β)[22].
Η συνεργασία είναι μια διαδικασία στην οποία οι δύο πλευρές εργάζονται από
κοινού για να προσδιορίσουν τα προβλήματά τους και να συμμετέχουν έπειτα στην
επίλυσή τους και συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο που διαμορφώνει ένα κλίμα
«ανοίγματος», ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης (Αθανασούλα-Ρέππα, 2008)[23].
Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας πρέπει να ωθεί τους εκπαιδευτικούς να
συζητούν με ειλικρίνεια και διακριτικότητα τα θέματα εκείνα που ενδεχομένως να
αποτελούν σημεία «σύγκρουσης» με τους γονείς, ώστε να επιλύονται πριν ακόμα
οδηγήσουν σε αυτή. Οφείλει να αφουγκράζεται τις ανάγκες και τα αιτήματα των
μελών του οργανισμού και να προσπαθεί να τα διευθετεί με δίκαιο τρόπο, έτσι
ώστε να καλλιεργείται η συνεργασία. Πρέπει να φροντίζει για την εδραίωση και
ενίσχυση κλίματος εμπιστοσύνης στο σχολείο και να διαθέτει συναισθηματική
νοημοσύνη, δηλαδή να διακατέχεται από
βαθιά γνώση και κατανόηση των ανθρωπίνων σχέσεων (Μόσχου, 2018)[24].
Ένας
γονέας, κατά την επίσκεψή του στη σχολική μονάδα, έχει επιθετική συμπεριφορά
διαμαρτυρόμενος για τη βαθμολογία του παιδιού του στα μαθήματα. Προσπαθούμε να
παρατηρήσουμε τα λεκτικά και μη λεκτικά μηνύματα που αποστέλλονται. Ακούμε με
προσοχή τον γονέα για να συγκεντρώσουμε τις απαραίτητες πληροφορίες, για να
καταλάβουμε τις ανάγκες του, τις έγνοιες του και τις δυσκολίες του. Τον
καθησυχάσουμε και ακούμε προσεκτικά
αυτό που επιχειρεί να μας πει, εστιάζοντας στο περιεχόμενο του λόγου του και
όχι στον τρόπο που το διατυπώνει. Παίρνουμε τον χρόνο μας έτσι ώστε να
εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους ενεργήσαμε, την πρακτική και τον τρόπο
λειτουργία μας και όχι για να αμυνθούμε ασκώντας κριτική. Μοιραζόμαστε τις
προθέσεις και τις προσδοκίες μας ώστε να αναπτυχθεί ένα πλαίσιο συνεννόησης και
συνεργασίας.
Ένας
γονέας, κατά την επίσκεψή του στη σχολική μονάδα, επιτίθεται προσωπικά σε
εκπαιδευτικό για απρεπή συμπεριφορά στο παιδί του. Προσπαθούμε να του δώσουμε
χώρο για να εκφράσει τα συναισθήματά του, χωρίς να διατηρούμε αμυντική στάση.
Καταβάλουμε ενέργειες για να τον αφουγκραστούμε, να αναγνωρίσουμε τα
συναισθήματά του, να διαγνώσουμε πως βλέπει ο ίδιος τα πράγματα και να
αποσαφηνίσουμε το νόημα των λεγομένων του χωρίς να παρερμηνευτούν. Εστιάζουμε
στο περιεχόμενο του λόγου και στην ουσία της κριτικής του και όχι στον τρόπο
διατύπωσής της. Αξιοποιούμε την ευκαιρία για να εξηγήσουμε τους λόγους που
κρύβονται πίσω από αυτή την συμπεριφορά. Επιχειρούμε αποκλιμάκωση της έντασης,
με την παραδοχή και λαθών, αν υπάρχουν, και αποτύπωσης της κατάστασης από τη
δική μας οπτική γωνία. Καταβάλουμε προσπάθεια δημιουργίας αισθημάτων ασφάλειας,
κατανόησης, αποδοχής και εμπιστοσύνης στον γονέα ώστε να δημιουργηθεί ένα
πλαίσιο συνεννόησης και καλής συνεργασίας.
Ένας
γονέας, κατά την επίσκεψή του στη σχολική μονάδα, διαμαρτύρεται έντονα για
εκφοβισμό του παιδιού του κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, ασκώντας κριτική
για τις μεθόδους διδασκαλίας, την ποιότητα των εκπαιδευτικών και το επίπεδο της
παρεχόμενης μάθησης. Αξιοποιούμε της
μεθόδους της ενεργητικής ακρόασης για να αφουγκραστούμε τον γονέα και να αποσαφηνίσουμε το νόημα των λεγομένων
του χωρίς να παρερμηνευτούν. Εστιάζουμε στο περιεχόμενο της κριτικής του και
όχι στον τρόπο που ασκείται. Αξιοποιούμε την ευκαιρία για να εξηγήσουμε τους
λόγους που κρύβονται πίσω από αυτή την συμπεριφορά. Επιχειρούμε αποκλιμάκωση
της έντασης και δημιουργίας αισθημάτων ασφάλειας κι εμπιστοσύνης στον γονέα ότι
θα επιληφθούμε του θέματος ουσιαστικά, ώστε να αναπτυχθεί ένα πλαίσιο
συνεννόησης και συνεργασίας. Αν η
ένταση δεν υποχωρήσει, επιχειρούμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια επικοινωνίας
αλλάζοντας θέμα συζήτησης με σκοπό να δώσουμε χρόνο ώστε να εκτονωθεί η ένταση.
Αν παρόλη την προσπάθειά μας δεν υπάρχει αποτέλεσμα καλής επικοινωνίας,
προγραμματίζουμε μία νέα συνάντηση προκειμένου να επαναπροσδιορίσουμε το
επίμαχο ζήτημα.
Από
τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας διαπιστώνεται ότι η ενεργητική ακρόαση
αποτελεί μια επικοινωνιακή μέθοδο συνέντευξης που λαμβάνει χώρα είτε σε ατομικό
επίπεδο, είτε σε ομαδικό και στόχος της είναι να ενισχύσει και να διευκολύνει
την προσωπική επαφή, αλλά και να συμβάλει στη πληρέστερη κατανόηση του
ομιλούντα και στην ενίσχυση κλίματος εμπιστοσύνης. Ειδικότερα στις μέρες μας, η
ενεργός ακρόαση ως επικοινωνιακή πρακτική, προωθεί τη σωστή επικοινωνία, χωρίς
την παρουσία εντάσεων και συγκρούσεων, συμβάλλει στην κατανόηση των αιτημάτων
και των προσδοκιών των εμπλεκομένων καθώς και στην επίλυση προβλημάτων που
μπορεί να προκύπτουν σε έναν οργανισμό.
Η σπουδαιότητά της οφείλεται στο γεγονός ότι ο δέκτης λαμβάνει με
σαφήνεια αυτά που του μεταδίδει ο πομπός, χωρίς την ύπαρξη διακοπών και
παρεμβολών. Η πρακτική της ενεργούς ακρόασης προϋποθέτει την προσεκτική ακρόαση
του συνομιλητή μας, την επεξεργασία των λεγομένων του, τη χρήση λέξεων και
εκφράσεών του, την υποβολή ερωτήσεων σε περίπτωση μη κατανόησης του
περιεχομένου και γενικά προϋποθέτει την ύπαρξη αισθήματος προσήλωσης και
αποδοχής. Η ενεργητική ακρόαση εξυπηρετεί την καλή διαχείριση των συγκρούσεων
στον οργανισμό, καθώς εστιάζει στον σεβασμό του συνομιλητή, αποσαφηνίζει τα
προσωπικά όρια και τον ρόλο του καθενός, αφήνει περιθώρια διαφωνίας, χωρίς αυτό
να σημαίνει σύγκρουση, και με αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στη δέσμευση και την
προσωπική ευθύνη του εκπαιδευτικού (ή του ατόμου) αλλά και στην καλλιέργεια
κλίματος συνεργασίας και κατανόησης μεταξύ των εμπλεκομένων. Ταυτόχρονα, όμως,
η απουσία της μπορεί αν επιφέρει παρεξηγήσεις και τριβές, οι επιπτώσεις των
οποίων δυσχεραίνουν τις σχέσεις των εκπαιδευτικών, των γονέων, με αποδέκτες
αναπόφευκτα τους ίδιους τους μαθητές.
Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας θα πρέπει να ενθαρρύνει τους
εκπαιδευτικούς να συζητούν με ειλικρίνεια και διακριτικότητα τα ζητήματα που
αποτελούν σημεία τριβής με τους γονείς, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η διευθέτησή
τους με τον καλύτερο τρόπο. Οφείλει να είναι ενεργός ακροατής των θεμάτων των
μελών της σχολικής κοινότητας και με τη χρήση αντίστοιχων πρακτικών να προωθεί
την επίλυσή τους μέσω της συνεργασίας και της καλλιέργειας κλίματος
εμπιστοσύνης. Πρέπει να διακατέχεται από κατανόηση και βαθιά γνώση των
ανθρώπινων σχέσεων, δηλαδή να διαθέτει την απαραίτητη συναισθηματική νοημοσύνη
ώστε να διαχειριστεί και να εμπνεύσει κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας.
Καθίσταται αναγκαία η εγκαθίδρυση μιας διαφορετικής κουλτούρας που θα
προωθεί την βελτίωση της επικοινωνίας στις σχολικές μονάδες. Μιας κουλτούρας
που θα διακρίνεται από κλίμα ανοικτό υποστηρικτικό επικοινωνιακό, που θα κάνει
εκπαιδευτικούς και γονείς να αισθάνονται ασφαλείς για να μιλούν και να ενεργούν
ελεύθερα και χωρίς φόβο, που θα ενθαρρύνεται η συνεργασία, που θα προάγεται η
υποστήριξη, η αλληλοκατανόηση, η ισοτιμία και θα εφαρμόζεται πολιτική ανοικτών
θυρών (Αθανασούλα–Ρέππα, 2008)[25].
[1] Αθανασούλα –
Ρέππα, Α. (2008). Εκπαιδευτική Διοίκηση
και Οργανωσιακή Συμπεριφορά. Αθήνα: Έλλην.
[2] Γεωργίου, Σ.
(2019β). Η Ηθική της
επικοινωνίας κατά τον Habermas
[υποστηρικτικό υλικό μεταπτυχιακού μαθήματος]. Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου.
Εαρινό εξάμηνο 2018-2019. Πάφος.
[3] Γεωργίου, Σ.
(2019α). Επικοινωνία και
συνεργασία στη σχολική μονάδα. [σημειώσεις μεταπτυχιακού μαθήματος].
Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Εαρινό εξάμηνο 2018-2019. Πάφος.
[4] Αθανασούλα –
Ρέππα, Α. (2008). Εκπαιδευτική Διοίκηση
και Οργανωσιακή Συμπεριφορά. Αθήνα: Έλλην.
[5] Καρατάσιος, Γ.
(2014). Επικοινωνία και Συνεργασία στη
Σχολική Μονάδα [υποστηρικτικό υλικό μεταπτυχιακού μαθήματος]. Πανεπιστήμιο
Νεάπολις Πάφου. Εαρινό εξάμηνο 2018-2019. Πάφος.
[6] Γεωργίου, Σ.
(2019β). Η Ηθική της
επικοινωνίας κατά τον Habermas
[υποστηρικτικό υλικό μεταπτυχιακού μαθήματος]. Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου.
Εαρινό εξάμηνο 2018-2019. Πάφος.
[7] Vederber, R. (1998). Η
Τέχνη της Επικοινωνίας.. Αθήνα: Έλλην.
[8] Καρούσιου, Χ.
(2016). Η συμβολή της διαπροσωπικής επικοινωνίας στην αναβάθμιση της ποιότητας
του έργου της σχολικής μονάδας. Στο Α. Πέτρου & Π. Αγγελίδης (επιμ.), Εκπαιδευτική Διοίκηση και Ηγεσία (σσ.
315-339). Αθήνα: Διάδραση.
[9] Βασιλείου, Α.
& Κεχάογλου, Ν. (2015). Διαχείριση
Συγκρούσεων και Επικοινωνία [υποστηρικτικό υλικό μεταπτυχιακού μαθήματος].
Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Εαρινό εξάμηνο 2018-2019. Πάφος.
[10] Κουτής, Χ. (2018).
Η διερεύνηση απόψεων των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη
σε σχέση με τις επικοινωνιακές δεξιότητες των διευθυντών τους. Ανάκτηση
21.04.2019 από https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/22006/4/KoutisChralambos2018.pdf
[11] Διαμαντίδου, Κ
(2014). Διαπροσωπικές σχέσεις στη σχολική τάξη και δεξιότητες
αποτελεσματικής επικοινωνίας. Στο Ε. Κατσαρού & Μ. Λιακοπούλου (επιμ.). Θέματα
διδασκαλίας και αγωγής στο πολυπολιτισμικό σχολείο . (σσ. 465-480).
Θεσσαλονίκη: ΥΠΠΕΘ.
[12] Κουτής, Χ. (2018).
Η διερεύνηση απόψεων των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη
σε σχέση με τις επικοινωνιακές δεξιότητες των διευθυντών τους. Ανάκτηση
21.04.2019 από https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/22006/4/KoutisChralambos2018.pdf
[13] Διαμαντίδου, Κ
(2014). Διαπροσωπικές σχέσεις στη σχολική τάξη και δεξιότητες
αποτελεσματικής επικοινωνίας. Στο Ε. Κατσαρού & Μ. Λιακοπούλου (επιμ.). Θέματα
διδασκαλίας και αγωγής στο πολυπολιτισμικό σχολείο . (σσ. 465-480).
Θεσσαλονίκη: ΥΠΠΕΘ.
[14] Καρούσιου, Χ.
(2016). Η συμβολή της διαπροσωπικής επικοινωνίας στην αναβάθμιση της ποιότητας
του έργου της σχολικής μονάδας. Στο Α. Πέτρου & Π. Αγγελίδης (επιμ.), Εκπαιδευτική Διοίκηση και Ηγεσία (σσ.
315-339). Αθήνα: Διάδραση.
[15] Καρατάσιος,
Γ. (2014). Επικοινωνία και Συνεργασία στη
Σχολική Μονάδα [υποστηρικτικό υλικό μεταπτυχιακού μαθήματος]. Πανεπιστήμιο
Νεάπολις Πάφου. Εαρινό εξάμηνο 2018-2019. Πάφος.
[16] Κατσαρός, Ι.
(2008). Οργάνωση και Διοίκησης της Εκπαίδευσης. Ανάκτηση 22.04.2019 από http://www.pi-schools.gr/programs/epim_stelexoi/epim_yliko/book3.pdf
[17] Κουτής, Χ. (2018).
Η διερεύνηση απόψεων των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη
σε σχέση με τις επικοινωνιακές δεξιότητες των διευθυντών τους. Ανάκτηση
21.04.2019 από https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/22006/4/KoutisChralambos2018.pdf
[18] Διαμαντίδου, Κ
(2014). Διαπροσωπικές σχέσεις στη σχολική τάξη και δεξιότητες
αποτελεσματικής επικοινωνίας. Στο Ε. Κατσαρού & Μ. Λιακοπούλου (επιμ.). Θέματα
διδασκαλίας και αγωγής στο πολυπολιτισμικό σχολείο . (σσ. 465-480).
Θεσσαλονίκη: ΥΠΠΕΘ.
[19] Σαΐτης, Χ. (2014). Μύηση των Εκπαιδευτικών στα μυστικά της Σχολικής Ηγεσίας. Αθήνα.
[20] Μόσχου, Κ. (2018).
Απόψεις των διευθυντών δημοτικών σχολείων για τις συγκρούσεις στο πλαίσιο της
σχολικής μονάδας: Η περίπτωση διευθυντών της Περιφερειακής Ενότητας Πέλλας.
Ανάκτηση 22.04.2019 από https://dspace.uowm.gr/xmlui/handle/123456789/920
[21] Καρατάσιος,
Γ. (2014). Επικοινωνία και Συνεργασία στη
Σχολική Μονάδα [υποστηρικτικό υλικό μεταπτυχιακού μαθήματος]. Πανεπιστήμιο
Νεάπολις Πάφου. Εαρινό εξάμηνο 2018-2019. Πάφος.
[22] Γεωργίου, Σ.
(2019β). Η Ηθική της
επικοινωνίας κατά τον Habermas [υποστηρικτικό
υλικό μεταπτυχιακού μαθήματος]. Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Εαρινό εξάμηνο
2018-2019. Πάφος.
[23] Αθανασούλα –
Ρέππα, Α. (2008). Εκπαιδευτική Διοίκηση
και Οργανωσιακή Συμπεριφορά. Αθήνα: Έλλην.
[24] Μόσχου, Κ. (2018). Απόψεις των διευθυντών δημοτικών
σχολείων για τις συγκρούσεις στο πλαίσιο της σχολικής μονάδας: Η περίπτωση
διευθυντών της Περιφερειακής Ενότητας Πέλλας. Ανάκτηση 22.04.2019 από https://dspace.uowm.gr/xmlui/handle/123456789/920
[25] Αθανασούλα –
Ρέππα, Α. (2008). Εκπαιδευτική Διοίκηση
και Οργανωσιακή Συμπεριφορά. Αθήνα: Έλλην.
Ο κ. Καραγιάννης Αθανάσιος είναι δάσκαλος και
υπηρετεί στη Διεύθυνση Π.Ε. Γρεβενών ως Προϊστάμενος του Τμήματος Εκπαιδευτικών
Θεμάτων. Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων με Κατεύθυνση
Πληροφοριακά Συστήματα Διοίκησης του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Τ.Ε.Ι.
Δυτικής Μακεδονίας, Μεταπτυχιακού Τίτλου στη Δημόσια Διοίκηση με Κατεύθυνση
Εκπαιδευτική Διοίκηση του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου Κύπρου, Πτυχίου του Τμήματος
Διοίκησης Επιχειρήσεων του Τ.Ε.Ι. Δυτικής Μακεδονίας και απόφοιτος της
Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Κοζάνης με Ειδίκευση στη Συμβουλευτική και τον Προσανατολισμό.
Εξελέγη Δήμαρχος του Δήμου Ηρακλεωτών Νομού Γρεβενών τη δημοτική περίοδο
2007-2010 και ανέλαβε καθήκοντα Αντιδημάρχου Διοικητικών/Οικονομικών υπηρεσιών
του Δήμου Γρεβενών από 01-01-2011 έως 31-12-2012 καθώς και Αντιδημάρχου του
τομέα Παιδείας, Πολιτισμού & Αθλητισμού από 01-01-2013 έως 31-08-2013.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved