ISSN: 2241-4665
1 Φεβρουαρίου 2021
«ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΟΦΕΛΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ
ΗΛΙΚΙΑ»
Κασκάνη Ευαγγελία- Άννα (Λιάνα)
«THEORETICAL APPROACHES TO THE
DEVELOPMENT BENEFITS OF UTILIZATION OF THE NATURAL ENVIRONMENT IN CHILDHOOD»
Kaskani E. A.
Περίληψη
Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μεγάλη
αύξηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που διοργανώνουν σχολεία και φορείς στην
Ελλάδα, σχεδιασμένα για παιδιά της προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης,
αξιοποιώντας το φυσικό περιβάλλον κατά την εκπαιδευτική τους διαδικασία.
Η ψηφιακή εποχή συνδυαστικά με την εξάπλωση
των κατοικημένων περιοχών, την ανυπολόγιστη κυκλοφορία, την έλλειψη χώρων
πρασίνου, την πολύωρη εργασία των γονέων και το απαιτητικό πρόγραμμα, έχει
στερήσει το δικαίωμα για ελεύθερο παιχνίδι στην ύπαιθρο των σημερινών παιδιών,
σε αντίθεση με τις περασμένες δεκαετίες.
Οι «διαταραχές της
απομάκρυνσης από την φύση» στην ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού, όπως διατύπωσε
ο Richard Louv (2005), έχουν ερευνηθεί και γνωστοποιηθεί τα τελευταία
χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ψυχολογικά προβλήματα, όπως το άγχος, το
στρες, οι νευρώσεις, οι φοβίες αλλά και η αποδυνάμωση των αντιληπτικών
ικανοτήτων, όπως η ακοή. Ομοίως οι επιπτώσεις στην σωματική υγεία των παιδιών
έχουν αυξηθεί με την παχυσαρκία, την ανεπάρκεια της βιταμίνης D και τον ανθυγιεινό τρόπο διατροφής τους.
Αρκετοί γονείς και εκπαιδευτικοί όντας
ενημερωμένοι για τις συνέπειες της αποξένωσης του ανθρώπου από την φύση, έχουν
αλλάξει τον τρόπο διαπαιδαγώγησης, εντάσσοντας περισσότερο το φυσικό περιβάλλον
στην καθημερινότητα του παιδιού, όπως αποδεικνύεται από τον αριθμό συμμετοχών
στις προαναφερόμενες δράσεις.
Το συγκεκριμένο άρθρο
εστιάζει στα οφέλη που προσφέρει η αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος στον
άνθρωπο, στηριζόμενη στις θεωρητικές προσεγγίσεις παιδαγωγών και φιλοσόφων.
Πιο συγκεκριμένα, θα
γίνει μια μικρή εισαγωγή και στην συνέχεια θα αναλυθούν στο κυρίως μέρος της,
οι θεωρητικές προσεγγίσεις του Πλάτωνα, του J. J. Rousseau, της M. Montessori, του J. Dewey καθώς και
του R. Steiner που αφορούν το φυσικό περιβάλλον, ύστερα από εκτενή
βιογραφική αναζήτηση. Στο επόμενο κεφάλαιο θα αναφερθούν τα συμπεράσματα της έρευνας και στο τέλος θα
δοθούν ορισμένες προτάσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την επαφή του
ανθρώπου με την φύση στην καθημερινότητά του.
Εισαγωγή
Όπως αναφέρει ο Rousseau,
στο έργο του “Αιμίλιος ή περί αγωγής”(2001), εκτός από το παιδί και η
παιδαγωγός στην ύπαιθρο αισθάνεται ελεύθερη, απομακρυσμένη από την κριτική
ματιά των συνανθρώπων της και μπορεί να επιτελέσει καλύτερα το έργο της. Αποκτά
σιγουριά στις δράσεις της ασκώντας καλύτερα τον έλεγχο της παρουσίασης των
πραγμάτων στα παιδιά (Καπλάνη, 2018). Η αίσθηση της προσωπικής ελευθερίας,
επιτρέπει να είναι πιο ήρεμη, πιο ευχάριστη, ειλικρινής και πιο αποτελεσματική
κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Έτσι δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα και οι
συνθήκες βοηθούν τον μαθητή κατά την διάρκεια της μάθησης, να νιώθει ασφάλεια
και να μένει συγκεντρωμένος. Μέσω της παρατήρησης και της καταγραφής των
θετικών αποτελεσμάτων που φέρουν οι εξωτερικές εμπειρίες των μαθητών στην
ύπαιθρο, καθώς και τα οφέλη στην ολόπλευρη ανάπτυξη τους με την συνεχή και
σταθερή δράση τους εκεί, οι παιδαγωγοί αντιλαμβάνονται παιδαγωγικά την
προστιθέμενη αξία της συγκριμένης προσέγγισης. Ωστόσο πολλές φορές αδυνατούν να
τεκμηριώσουν σε γονείς και συναδέλφους τα οφέλη που υπάρχουν στην εν λόγω
μέθοδο. Για τον λόγο αυτό, στα πλαίσια της ερευνητικής εργασίας: “Καινοτόμα
Μοντέλα Αγωγής με έμφαση στην αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος”,
παρουσιάστηκαν οι θεωρητικές προσεγγίσεις αδιαμφισβήτητων παιδαγωγών που
τεκμηριώνουν την προστιθέμενη αξία που προσφέρει το φυσικό περιβάλλον στην
διαδικασία της μάθησης, κυρίως στην προσχολική ηλικία.
1.1. Πλάτωνας:
O Πλάτωνας γεννήθηκε στην
Αθήνα το 427π.Χ. και πέθανε το 347π.Χ. Το συνολικό του έργο τον κατατάσσει μεταξύ
των κορυφαίων παγκοσμίων προσωπικοτήτων με την μεγαλύτερη επιρροή, με πολλές
αναλύσεις και κριτικές. Λόγο του μεγάλου εύρους του έργου και των απόψεων του,
θα εξεταστούν μόνο αυτές που αφορούν την εκπαίδευση των παιδιών στην προσχολική
ηλικία εν συντομία. Στα μέσα του 5ου αιώνα, που μέχρι τότε το εκπαιδευτικό
ιδεώδες της Αθήνας, στηριζόταν στην θρησκευτική, ηθική και πολιτική ενότητα της
αρχαίας πόλης, αρχίζει η παιδευτική προσπάθεια του Πλάτωνα, θέτοντας ως στόχος
της παιδείας την αναζήτηση της αλήθειας από τα βάθη της ψυχής του ανθρώπου.
(Σίτος, 1990). Ξεκινά η συγγραφή των 2 τελευταίων και πολύ σημαντικών διαλόγων
του, της Πολιτείας το 380π.Χ. και οι Νόμοι, που αποτέλεσαν τον εκτενέστερο
διάλογο, στο τέλος της ζωής του. Με το πρώτο να αποσκοπεί στην διαμόρφωση, μέσω
της παιδείας, ηθικών πολιτών που θα δημιουργήσουν την ιδανική πολιτεία,
στηριζόμενοι στην δικαιοσύνη. Στο αλληγορικό του έργου, παρουσιάζει τους
δεσμώτες οι οποίοι ζουν στην σπηλιά, να προσπαθούν να σπάσουν τα δεσμά τους για
να φτάσουν στον ήλιο. Ο ήλιος παρουσιάζεται ως σύμβολο της απόλυτης αλήθειας,
που μπορεί να τον αντικρίσει μονάχα όποιος έχει την γνώση, δηλαδή την αλήθεια.
Ο ήλιος είναι αναγκαίος για την ύπαρξη της φύσης , όπως η γνώση για την ζωή του
ανθρώπου. Ο φιλόσοφος, στην «Πολιτεία» υποστηρίζει, ότι η φύση παρέχει στον
άνθρωπο τα καλύτερα δημιουργήματα της, τα οποία αν μελετηθούν από τον άνθρωπο
τον οδηγούν στην κατάκτηση της γνώσης, συμπληρώνοντας την θεωρία του στο
επόμενο έργο του «Νόμοι». Σε αυτό, αρχικά, η παιδεία παρουσιάζεται από τον
φιλόσοφο ως κοινωνικό αγαθό, με την αγωγή των ανθρώπων να ξεκινά πριν ακόμα από
την γέννηση τους. Μετά την γέννηση του παιδιού την ανατροφή του την αναλαμβάνει
η τροφός/επόπτρια, η οποία οφείλει να οδηγήσει τα παιδιά στην εξάσκηση του
σώματος και της ψυχής και τονίζει ότι μπορεί κανείς να αποκτήσει τις
πνευματικές αρετές ενόσω εξασκείται σωστά στις σωματικές (Ζέππου, 2006). Η
εξάσκηση του σώματος θα πρέπει να γίνεται με αυθόρμητες κινητικές και ρυθμικές
ασκήσεις που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη. Το παιδί θα καλλιεργείται ψυχικά με
συναισθηματικά ερεθίσματα που θα δίνονται πολύ προσεκτικά, διότι αυτή η ηλικία
είναι ιδιαίτερα τρυφερή και δεν θα πρέπει να τραυματιστεί το παιδί. Η περίοδος
αυτή για τον Πλάτωνα θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική καθώς αναπτύσσεται η
καλαισθησία, που θέτει σε αρμονία το σώμα με την ψυχή, για τον λόγο αυτό κρίνει
αναγκαίο τα παιδιά με τις τροφούς να πραγματοποιούν περιπάτους στην φύση ή σε
ιερά άλση (Σακορράφου, 1957). Η σπουδαιότητα των πρώτων χρόνων επισφραγίζεται
με την συνεχή επίβλεψη και τιμωρία από τον νόμο στις τροφούς, εάν δεν
υλοποιήσουν σωστά το έργο τους. Από το 3ο έως το 6ο της ζωής τους τα παιδιά θα
πρέπει να αφήνονται ελεύθερα για να μπορούν να ερευνήσουν και να ανακαλύψουν
μόνα τους τον κόσμο. Με τον τρόπο αυτό θα μάθουν να αυτενεργούν. Κατά τον
Πλάτωνα, μέσω των ελεύθερων ενεργειών πραγματοποιείται το παιχνίδι, το οποίο θα
πρέπει να γίνεται χωρίς την παρέμβαση του γονέα ή της τροφού αλλά ταυτόχρονα θα
πρέπει να επιβλέπονται και να ενισχύουν μονάχα με τις ηθικές αρχές, οι οποίες
θα πρέπει να γίνουν συνήθεια στον τρόπο συμπεριφοράς των παιδιών. Για τον λόγο
αυτό θα πρέπει να πηγαίνουν στους ναούς και στα άλση του χωριού με σκοπό να
βρίσκονται όλα τα παιδιά μαζί, έτσι θα τους δίνεται η ευκαιρία γνωριμίας και
σταδιακής ανάπτυξης της φιλίας (Σακορράφου, 1957). Στην Πλατωνική εκπαίδευση,
το υπαίθριο περιβάλλον παρουσιάζεται ιδανικό για την κατανόηση και εξάσκηση της
πρακτικής αριθμητικής και γεωμετρίας, για τα μετέπειτα στάδια μάθησης του
παιδιού. Κατά την διαδικασία μάθησης τα παιδιά θα πρέπει να αντιλαμβάνονται την
χρήση και αξία των γνωστικών αντικειμένων των παραπάνω επιστημών μέσα από την
καθημερινή χρήση τους, ώστε να αποκτούν ενδιαφέρον και αγάπη για αυτές. Εν
κατακλείδι, για τον μεγάλο φιλόσοφο τα παιδιά θα πρέπει ελεύθερα να αναπτυχθούν
σύμφωνα με την φύση τους μέχρι την ηλικία των 6 ετών, με την επίβλεψη της
τροφού που θα επεμβαίνει για να επαναφέρει τις ηθικές αξίες, διαμορφώνοντας τον
χαρακτήρα τους. Μέσω του ελεύθερου παιχνιδιού στα ιερά θα μαθαίνουν να ανακαλύπτουν,
να σκέπτονται, να γνωρίζουν τον εαυτό τους και τα 8 όρια τους, να επικοινωνούν,
να αναπτύσσουν φιλίες και να γυμνάζουν το σώμα και την ψυχή τους. Διαπιστώνεται
λοιπόν, ότι “πρώτος ο Πλάτωνα διατύπωσε τις βασικές αρχές της σύγχρονης
διδακτικής, δηλαδή την αυτενέργεια, την εποπτεία και τη συναισθηματική
συμμετοχή στο διδασκόμενο αντικείμενο”(Γεραρής, 2014).
1.2. Rousseau Ο Jean-Jacques Rousseau
γεννήθηκε το 1712 στην Γενεύη και μεγάλωσε από τα πρώτα παιδικά του χρόνια με
τον πατέρα του, αφού η μητέρα του πέθανε νωρίς. Το φτωχικό περιβάλλον της
οικογένειας του τον ανάγκασε από μικρή ηλικία να εργαστεί ως υπηρέτης. Μια από
τις οικογένειες στις οποίες εργάστηκε στο Τορίνο, ήταν αυτή της ντε Βαρέν. Η
ίδια συνέβαλλε σημαντικά στην προσωπικότητα του Rousseau, αφού τον έκανε να
αγαπήσει την μουσική και στην συνέχεια ταξίδεψαν μαζί σε άλλες χώρες. Το 1740
εργάζεται για πρώτη φορά ως παιδαγωγός. Έχοντας εντάξει την φιλοσοφική
αναζήτηση στα ενδιαφέροντα του, σπούδασε το 1742 στην Ακαδημία των Επιστημών.
Λίγα χρόνια αργότερα τολμά να συγγράψει το πρώτο του έργο με τίτλο «Λόγος περί
των Επιστημών και των Τεχνών», το οποίο βραβεύτηκε. Στην συνέχεια της ζωής του
τον απασχόλησαν κοινωνικά θέματα όπως τα δικαιώματα των πολιτών, η πολιτική
οικονομία, η ανισότητα και η πρόοδος της κοινωνίας, τα οποία εντάσσονται στα
έργα του. Όλα αυτά τον οδηγούν το 1762 να συγγράψει ένα επαναστατικό ,
πρωτοποριακό για την εποχή, έργο με νέες ιδέες για την αγωγή. Στο πεντάτομο
αυτό έργο του, «Αιμίλιος ή Περί Αγωγής», o Rousseau προβάλλει τις ριζοσπαστικές
θεωρίες του και παρουσιάζεται ως υπέρμαχος της "φυσικής αγωγής".
Αναφέρεται σε μια αγωγή που λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον ανεξάρτητο από τις
επιδράσεις του πολιτισμού. Πρόκειται για ένα σύγγραμμα που δεν αντιμετωπίζεται
ως παιδαγωγική μέθοδος ή διδακτική πρόταση αλλά ως μια υπόθεση, ένα όραμα για
την αγωγή (May, 1980). Στο έργο εξαρχής διαχωρίζει την έννοια του ανθρώπου με
αυτή του πολίτη προσδιορίζοντάς τους ως "υποχρεωμένοι να καταπολεμήσουμε
τη φύση ή τους κοινωνικούς θεσµούς πρέπει να επιλέξουμε ανάµεσα στο να
διαμορφώσουμε έναν άνθρωπο ή έναν πολίτη, διότι δεν µπορούµε να κάνουµε
ταυτόχρονα και τα δύο"(Rousseau,1966: 38-39). Καθ όλη την έκτασή του
ξεχωρίζει τη φυσική κατάσταση απ΄ την ανθρώπινη φύση, θεωρώντας ως φυσική την
ικανότητα του ανθρώπου να ανταποκρίνεται σε όλες τις συνθήκες (Chateau,1962).
"O άνθρωπος της φύσης είναι ένα όλον για τον εαυτό του"(Rousseau,
1762:39). Στο πρώτο βιβλίο, που σχετίζεται με την "φυσική ηλικία”, όπως
χαρακτηριστικά καταγράφει την βρεφική περίοδο, τονίζει πόσο σημαντική είναι η
σύνδεση της αγωγής με την φύση, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά "Η εσωτερική
ανάπτυξη των ικανοτήτων και των οργάνων µας είναι η αγωγή µέσω της φύσης(...)
Σκληραγωγήστε τα σώµατά τους (ενν. των παιδιών) στις αλλαγές των εποχών, των
κλιµάτων, των στοιχείων της φύσης, στην πείνα, τη δίψα, την κόπωση. (Rousseau,
1762: 49). Σύμφωνα με τις απόψεις του το παιδί δομεί τον αισθητηριακό του κόσμο
μέσω της επαφής του με τα αντικείμενα του πραγματικού κόσμου (φυσικά στοιχεία)
και όχι μέσω των αναπαραστάσεων του. Το παιδί πρέπει να είναι ελεύθερο να
εξερευνά και να ανακαλύπτει αβίαστα την μεταξύ του σχέση, με τον δάσκαλο σε
ρόλο ενεργοποιητή της αυτοδιδασκαλίας του. Πρέπει να το αφήνει ελεύθερο να
ακολουθεί την πιο σωστή μέθοδο, να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που θέτει το
ίδιο το φυσικό περιβάλλον, ενδυναμώνοντας το σώμα και το πνεύμα του με τον
τρόπο που επιτυγχάνει η εμπειρική μάθηση. Η φύση, λοιπόν, του διδάσκει συνεχώς
να παρατηρεί, να δρα, να βρίσκει λύσεις, να επιθυμεί, να δημιουργεί, να
μαθαίνει την σχέση του σώματος με το πνεύμα αλλά και με το περιβάλλον. “Οι άνθρωποι δεν είναι φτιαγμένοι για να
στοιβάζονται σε μυρμηγκοφωλιές, αλλά για να ζουν διάσπαρτοι στη γη, που
οφείλουν να καλλιεργούν. Όσο περισσότερο συγκεντρώνονται, τόσο πιο πολύ
διαφθείρονται. Οι αναπηρίες του σώµατος, καθώς και τα πάθη της ψυχής, είναι το
αναπόφευκτο αποτέλεσµα αυτής της τόσο συχνής σύμπραξης. Στο ζωικό βασίλειο, ο
άνθρωπος είναι εκείνος που ζει πιο δύσκολα σε αγέλες. Άνθρωποι στριμωγμένοι σαν
τα πρόβατα θα πέθαιναν σε ελάχιστο χρόνο. Η ανάσα του ανθρώπου είναι θανατηφόρα
για τους οµοίους του: κι αυτό αληθεύει τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Οι
πόλεις είναι η άβυσσος του ανθρώπινου γένους. Ύστερα από λίγες γενιές, οι φυλές
φθείρονται ή εκφυλίζονται. Πρέπει να τις ανανεώσουμε και πάντα η ύπαιθρος είναι
αυτή που τροφοδοτεί την ανανέωση των φυλών" (Rousseau,2001: 66). Ο
δάσκαλος στο φυσικό περιβάλλον μπορεί αρχικά να έχει απόσταση και ως
παρατηρητής στο στάδιο της εξερεύνησης του παιδιού, να εμπλέκεται ως μέτοχος
της διαδικασίας με ανάλυση των αισθήσεων του παιδιού και οδηγώντας αυτό στην
εξαγωγή των συμπερασμάτων του. Όπως αναφέρει στον Αιμίλιο “να προκαλείται επιδέξια αυτή την επιθυμία (για μάθηση) και να τον
εφοδιάζεται με τα μέσα για να την ικανοποιήσει” (Rousseau, 2001:236). Από
το πρώτο στάδιο, που ξεκινά αμέσως μετά την γέννα και κατά την οποία "όλη η μάθηση των παιδιών εντοπίζεται
αποκλειστικά στην αίσθηση” (Rousseau, 1762: 40-41) οι μητέρες πρέπει να
περνούν με το βρέφος χρόνο στην ύπαιθρο, όπου το βρέφος θα αναπνέει καθαρό αέρα
και θα ακολουθεί τους ρυθμούς της φύσης που είναι ο πρώτος παιδαγωγός, σύμφωνα
με τον Rousseau. Στο στάδιο της "ηλικίας της φύσης", στην ύπαιθρο
μαθαίνει να περπατά, να τρέχει, να πέφτει, να απολαμβάνει την ελευθερία του. Βιώνοντας
το παιδί την ελευθερία της υπαίθρου δεν τον αφήνει να διαμαρτυρηθεί για τις
σωματικές πληγές που ενδέχεται να υποστεί στο εκεί παιχνίδι, σε αντίθεση με την
οργανωμένη κοινωνία όπου η ελευθερία είναι ατελής και το παιδί διαμαρτύρεται
για αυτό. 'Όντας ελεύθερο στην ύπαιθρο, αποδεσμεύεται από τα όρια και την
υποταγή και βασίζεται στις δικές του δυνάμεις και επιθυμίες, βρίσκει τα όρια
του αλλά και τα όρια των ιδιοτήτων των πραγμάτων γύρω του. Αναπτύσσεται με τους
δικούς του ρυθμούς και δεν περιορίζεται στις υποδείξεις άλλων, αλλά μπορεί να
συνεργαστεί αρμονικά μαζί τους. "Ζήσε
σύμφωνα με τη φύση. Να είσαι υπομονετικός.." (Rousseau, 1966:98). Στην
φράση του αυτή, προβάλλει την ελευθερία των ορίων της εξερεύνησης και κατ’
εξακολούθηση της παρατήρησης και της μάθησης, όσο και των προσωπικών ελευθεριών
μαθαίνοντας το ίδιο το παιδί πώς να συμπεριφέρεται στις εκάστοτε συνθήκες,
επικεντρώνοντας το ίδιο στον εαυτό του. Για τον παιδαγωγό η ζωή στη φύση είναι
το θεμέλιο της ουσιαστικής μάθησης. "Προτιμώ
να μου δείξει (ο Αιμίλιος) το φύλλο κάποιου φυτού και ας ζωγραφίσει με
μικρότερη επιτυχία το φύλλωμα ενός κορινθιακού κιονόκρανου"(Rousseau,
1966:183). Για το αναπτυξιακό στάδιο που σηματοδοτεί την έναρξη της γλωσσικής
ομιλίας ο ίδιος επιλέγει ως κατάλληλο περιβάλλον την ύπαιθρο, εκεί όπου τα
παιδιά μιλούν με καθαρή ομιλία, όπως εκείνα θέλουν. Σε αντίθεση, τα παιδιά της
πόλης μαθαίνουν να μιλούν με επιτηδευμένο λόγο, μιμούμενα τους υποκριτικούς
τύπους ευγένειας. Ως προς την παιδαγωγό, στο περιβάλλον της υπαίθρου, νιώθει
ελεύθερη και αποκτά σιγουριά στο έργο της ασκώντας καλύτερα τον έλεγχο της
παρουσίασης των πραγμάτων στα παιδιά.(Καπλάνη, 2018). Σε πολλά από τα έργα του Rousseau,
όπως τα «Ονειροπολήσεις ενός μοναχικού οδοιπόρου», «Εξομολογήσεις» και
«Επιστολών των βουνών» η φύση προσφέρεται εξιδανικευμένη. Κατά τον συγγραφέα
είναι πηγή ηρεμίας, γαλήνης και αναστοχασμού. Εκεί, αποκομμένος από την
τελειομανία του ανθρώπινου πολιτισμού, μπορεί να απολαύσει την αβίαστη ανάπτυξη
των φυσικών στοιχείων που αποτελεί για
τον ίδιο πηγή ευτυχίας, έμπνευσης, απόλαυσης και ελευθερίας. Για το παιδί,
τονίζει ότι δεν χρειάζονται περίσσιες πολυτέλειες για να είναι ευτυχισμένο, το
περιβάλλον του προσφέρει από μόνο του τις ευκαιρίες που είναι ανάλογες με τις
δυνάμεις του(Rousseau,2001:16). Καταλήγοντας στην παιδαγωγική προσέγγιση του
παιδαγωγού ,η "φυσική αγωγή" του παιδιού έχει περισσότερα οφέλη στην
ύπαιθρο, η οποία εμπεριέχει, προοδευτικά για την εποχή, στοιχεία όπως η
αυτονομία και η ανεξαρτησία του ατόμου από τις σκοπιμότητες και τους
περιορισμούς που ορίζει η κοινωνία. Έτσι οδηγούμαστε στην ελεύθερη ανάπτυξη
διαφορετικών προσωπικοτήτων, όπως ακριβώς αναπτύχθηκε και που αποδεικνύει με
την ζωή του ο Rousseau, ως παράδειγμα φυσικής εκπαίδευσης. Ο παιδαγωγός λοιπόν,
ζητά μέσα από το έργο του την απομάκρυνση
από τις σχηματοποιημένες καταστάσεις της κοινωνικής ζωής και μας προτρέπει στην
επιστροφή στο φυσικό περιβάλλον.
1.3. M. Μontessori Η Maria Montessori ήρθε σε επαφή
με τα παιδιά το 1896, ξεκινώντας το έργο της με την ιδιότητα της γιατρού στην
Κλινική Ψυχιατρική του Πανεπιστημίου της Ρώμης. Οι ανάγκες των παιδιών του
ασύλου όπου εργαζόταν, την οδήγησε στην μελέτη θεμάτων περισσότερο παιδαγωγικών
παρά ιατρικών. Με αφετηρία αυτό, ξεκίνησε να εργάζεται με τον ρόλο της
παρατηρήτριας σε διάφορα άσυλα της Ιταλίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας. Το
1907 ιδρύει το πρώτο «Σπίτι των παιδιών», με κύριο στόχο στο έργο της την
βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η δράση της
πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή βασισμένη στην παιδοκεντρική αντίληψη του Rousseau
και πιο συγκεκριμένα, στα δικαιώματα και τις ανάγκες του. Την εποχή εκείνη,
ξεκινά την συγγραφή των έργων της και ακολουθούν διαλέξεις και σεμινάρια με τις
απόψεις της, οι οποίες είναι βασισμένες σε αντιλήψεις του 19ου αιώνα, που
καταγράφηκαν σε έργα ποιητών και ζωγράφων. Την ίδια χρονική περίοδο λειτουργούν
τα πρώτα σχολεία που φέρνουν το όνομά της. Η βασική παιδαγωγική θεωρία της Montessori
είναι η ανάγκη της ανάπτυξης των παιδιών σύμφωνα με τους νόμους της φύσης. Πιο
αναλυτικά, υποστήριζε ότι το άτομο γεννιέται με προκαθορισμένη προσωπικότητα, η
οποία δεν μπορεί να αλλάξει, όμως με την κατάλληλη αγωγή και το κατάλληλο
περιβάλλον μπορεί να ανατρέψει, να αλλοιώσει ή να εμποδίσει ότι είναι
καταγεγραμμένο στο γονιμοποιημένο ωάριο (Houssaye, 2000). Μελετώντας η ίδια το
πρώτο στάδιο ανάπτυξης των παιδιών προσχολικής ηλικίας, αναφέρεται στην
ανάπτυξη των νευρικών συνάψεων. Πιο αναλυτικά, η πρώιμη εμπειρία στα
ερεθίσματα, ενεργοποιεί μια νευρική υποκίνηση, η οποία με την σειρά της
αποθηκεύει ένα χημικό σχήμα (συνάψεις). Η επανειλημμένη ενεργοποίηση αυτού του
σχήματος αυξάνει την σταθεροποίησή του. Οι παιδαγωγοί προσχολικής ηλικίας, στο
στάδιο αυτό βοηθούν να αυξήσουν τις συνάψεις του εγκεφάλου παρέχοντας τα
κατάλληλα ερεθίσματα. Το παιδί από την βρεφική ηλικία έχει αισθητήρια σχέση με
την μητέρα του, η οποία συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο με το φυσικό περιβάλλον.
“O κόσμος της φύσης δεν είναι σκηνή, ούτε
ακόμα και τοπίο. Η φύση για το παιδί είναι καθαρή αισθητηριακή εμπειρία.”
Cobb (1977). Με την θεωρία αυτή, γίνεται αντιληπτό πως η επιλογή του κατάλληλου
περιβάλλοντος για την αγωγή του μικρού παιδιού θα πρέπει να είναι αντίστοιχο
στις εκάστοτε αναπτυξιακές του ανάγκες, με σκοπό το παιδί να μπορεί να
ανταποκριθεί σε αυτό με αυθόρμητες δράσεις. Ως αυθόρμητη δράση εννοείται αυτή
που προσφέρει ένα αίσθημα ικανοποίησης και οδηγεί στην ανάπτυξη, όχι την
παρορμητική (Γιαγλής, 1983). Για την Montessori το κάθε παιδί διαθέτει την
ικανότητα της αυθόρμητης οργανικής ανάπτυξης, που το κατευθύνει να επιλέξει το
αντικείμενο που θέλει να μελετήσει την εκάστοτε στιγμή. O Haggerty (1974)
χαρακτηρίζει την αγωγή της ως “ένα
πειραματικά κατασκευασμένο σύστημα για την ανθρώπινη ανάπτυξη μέσω της
εξατομικευμένης μάθησης”. Ένα παραδοσιακό σχολείο σε σχέση με ένα
Μοντεσσοριανό, διαφέρει ως προς την διαμόρφωση του περιβάλλοντός του. Το πρώτο
προσφέρει ένα δύσκολο περιβάλλον για την χρήση του από τα παιδιά, που τα
αναγκάζει να υποδηλώνονται στον ενήλικο δάσκαλο, παραμένοντας σιωπηλά και
παθητικά, καταπιέζοντας έτσι τις ανάγκες τους (Houssaye, 2000). Συνοψίζοντας τα
παραπάνω, η Montessori υποστήριζε ως το πλέον ιδανικό περιβάλλον για το πρώτο
στάδιο, τη φύση. Στο βιβλίο της «The discovery of the Child» αναφέρει
χαρακτηριστικά ότι “μόνο οι ποιητές και τα μικρά παιδιά αισθάνονται την γοητεία
ενός μικροσκοπικού ποταμού που ρέει πάνω στα βότσαλα” (Montessori, 1988) καταγράφοντας έτσι την ευαίσθητη αισθητηριακή
αντίληψη που βιώνουν τα παιδιά αυτής της ηλικίας στην θέαση του φυσικού τοπίου
και συνεπώς στα οφέλη που 13 προσκομίζουν από αυτό με την αντίστοιχη
επεξεργασία τους. Για να μπορέσει το παιδί να αναπτύξει την φαντασία και τη
σκέψη του θα πρέπει να έχει κατανοήσει την πραγματικότητα. Η φύση είναι η
πραγματικότητα, για την παιδαγωγό, η οποία δημιουργεί στο παιδί την αίσθηση της
σταθερότητας, της γνώσης και της ασφάλειας που θα το βοηθήσει να εξελιχθεί. Του
προσφέρει τα κατάλληλα αισθητηριακά υλικά μέσω των οποίων μαθαίνει τα χρώματα,
τις διαστάσεις, τα σχήματα, την αφή και τους ήχους που δημιουργούν εντυπώσεις
που οδηγούν στις πρώτες νοητικές και μαθηματικές έννοιες και μελλοντικά στην
κατηγοριοποίηση και ταξινόμηση αυτών. Σύμφωνα με την Μontessori, η επιλογή του εξωτερικού περιβάλλοντος ενισχύει μεταξύ
άλλων και την γλωσσική κατάρτιση. Στην προσπάθεια της παιδαγωγού για ενίσχυση
και εμπλουτισμό του λεξιλογίου του μαθητή, θα πρέπει να περιγράφει τις
καθημερινές περιπέτειες που ζει, εμπλουτισμένες με ενδιαφέρουσες ιστορίες,
ποιήματα και μελλοντικές συζητήσεις ή ερωτήματα που αφορούν το παιδί.
Επιπρόσθετα διδάσκει βασικές αρχές, όπως η ελευθερία , η ομορφιά η τάξη και η
ανάπτυξη. Στη μοντεσορριανή αγωγή, η ολιστική εκπαίδευση εξετάζει με ισορροπία
τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης – σωματική, γνωστική, συναισθηματική,
πνευματική και προσπαθεί να τις συνδέσει μεταξύ τους (O’Shaughnessy, 1999). Το
μεγαλύτερο δώρο που μπορούμε να δώσουμε στον αυθόρμητο εξερευνητή είναι ο
χρόνος και η ευκαιρία - χρόνος για να δημιουργήσουμε οικειότητα με τον κόσμο,
χρόνο για ελεύθερο παιχνίδι, χρόνο για να αναρωτηθούμε, χρόνος για να
διεγείρουμε τα συναισθήματα και χρόνος μαζί μας ως πιστός σύντροφος για να
μοιραστούμε τις ανακαλύψεις ένα δεύτερο μυστήριο του κόσμου. Σε αυτό το στάδιο
είναι πιο σημαντικό να νιώθεις από το να γνωρίζεις. (Whiteman, 1993). Οι
απόψεις της για την ανθρώπινη φύση, είναι παρόμοιες με του Rousseau, καθώς και
η ίδια θεωρούσε τους ενήλικες διεφθαρμένους, ενώ το παιδί φύση καλό (Γιαγλής,
1983). Θέλοντας να αφήσει ανεπηρέαστο το αίσθημα της ειρήνης που ενυπάρχει στα
παιδιά, πιστεύει ότι η φυσιολογική τους ανάπτυξη θα πρέπει να παραμένει
ανεπηρέαστη από τους ενήλικες. Σε ένα από τα βιβλία της επισημαίνει σχετικά με
την παιδικότητα ότι “το περιβάλλον των ενηλίκων δεν είναι ένα ζωογόνο
περιβάλλον για το παιδί” (Μοντεσσόρι, 1966). Σε παρακάτω κεφάλαιο, σχετικά με
την Μοντεσσοριανή Εκπαίδευσης παρουσιάζονται θεωρητικές προσεγγίσεις της
παιδαγωγού μέσα από την εκπαιδευτική 14 πράξη που εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα
με ρυθμούς ταχύτατης εξέλιξης.
1.4. John Dewey O John Dewey
,παιδαγωγός και φιλόσοφος, γεννήθηκε το 1859 και μεγάλωσε στο Vermont του
Burlingtonσε ένα επαρχιακό και ιδιαίτερα θρησκευτικό περιβάλλον (Houssaye, 2000:
157-159). Στην προσπάθεια του να εντάξει την φιλοσοφία του ως πραγματιστής και
νατουραλιστής που ήταν μέσα στην καθημερινή παιδαγωγική πράξη, χρειάστηκε να
αγωνιστεί ενάντια στο συντηρητισμό της εποχής εκείνης. Με την πραγματιστική
θεώρηση της παιδείας, υποστήριζε ότι άνθρωπος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της
φύσης και υπάρχει συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ τους (Χριστόπουλος, 2005). Ο Dewey, παρομοιάζει τα παιδιά με τον ήλιο, γύρω από τον οποίο
περιστρέφονται τα μέσα εκπαίδευσης και οργανώνεται η μάθηση, εισάγοντας έτσι
την παιδοκεντρική προσέγγιση, που στόχο είχε να εγείρει ερωτήματα και να
κατευθύνεται από τον ίδιο τον μαθητή. Με το παιδαγωγικό του έργο πάλεψε να
αγωνιστεί το παραδοσιακό σχολείο, το οποίο εστιάζει στην συσσώρευση όσο
περισσότερων πληροφοριών μπορεί, προσπαθώντας να τις μεταδώσει με τρόπο
παθητικό, σαν "αποταμίευση” γνώσεων. Στο κεντρικό θέμα του βιβλίου του «To
σχολείο που μ’ αρέσει», συγκρίνει τις υπάρχουσες σχολικές δομές με τις
σύγχρονες, για την εποχή, εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που προτείνει.
Αναφερόμενος στις πρώτες διαπιστώνει ότι η γνώση στα σχολεία είναι απομονωμένη
και αποτελεί αυτοσκοπό, δεν υπάρχει σύνδεση της αισθητικής εκπαίδευσης με τις
λογικές λειτουργίες της καθημερινής ζωής και υπάρχει έλλειψη ουσιαστικού
ενδιαφέροντος από το μαθητή. Αυτό συνέβαινε διότι η γνώση μεταβιβάζεται από το
δάσκαλο σαν απλή πληροφόρηση, εντελώς επιφανειακά. Αντιθέτως, υποστηρίζει την
βιωματική μάθηση τονίζοντας ότι "οι εκπαιδευτικές ανάγκες πληρώνονται, αν
φέρουμε το παιδικό μυαλό σε άμεση σχέση με τα διάφορα εξωτερικά γεγονότα, που
αναφέρονται στην γεωγραφία, στην αριθμητική, στη γραμματική κ.ο.κ" (Dewey,
1982: 94). Επιπρόσθετα, ως θετικό στοιχείο των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που
παρουσιάζει για το περιβάλλον, υποστηρίζει την κατάργηση της κατάτμησης των
γνώσεων βάση ενός προκατασκευαστικού συστήματος γνώσεων, αλλά προτείνει την
επιλογή και αξιολόγηση της μαθητικής ύλης βάση της ανάπτυξης των κυρίαρχων
δραστηριοτήτων στην εκάστοτε περίοδο της ζωής του παιδιού. Στην 15 προσχολική
ηλικία η διδακτέα ύλη είναι παρμένη από την ζωή του και τον κοινωνικό περίγυρο
και μεταδίδεται στα παιδιά σαν εμπειρία μέσα από τις δικές τους δράσεις,
διαμορφώνοντας και εμπλουτίζοντάς τες, συνδέοντας ταυτόχρονα την πράξη με την
γνώση. Μαθαίνοντας καλά τις μεθόδους, τους μηχανισμούς της σκέψης, της επίλυσης
των προβλημάτων, της έρευνας και της πράξης των δικών του εμπειριών θα μπορέσει
να δώσει το προβάδισμα και να συνειδητοποιήσει την επιδεξιότητα του σε κάποιο
κλάδο. “H πρώτη προσέγγιση σε οποιοδήποτε μάθημα στο σχολείο, αν πρόκειται να
ενεργοποιηθεί η σκέψη και όχι να μαθευτούν απλώς λέξεις πρέπει να είναι όσο το
δυνατόν αντισχολική” (Dewey, 1982: 60). Η προσοχή, το αυθόρμητο ενδιαφέρον των
παιδιών και η ζωντανή εξωστρεφή δράση έρχεται στο προσκήνιο με την χειρωνακτική
εργασία στο σχολείο. Μέσω της κοινής δημιουργικής δραστηριότητας, τα παιδιά μαθαίνουν
πως να συνεργάζονται , να ανταλλάζουν ιδέες ,εμπειρίες και να αξιολογούν τον
συμμαθητής τους ποιοτικά, βοηθώντας τους στην ομαλή ένταξη της κοινωνικής ζωής.
Το σχολείο δεν λειτουργεί απομακρυσμένο από την πραγματική μελλοντική ζωή ,
αλλά προετοιμάζει του μαθητές του για αυτήν. Στο σημείο αυτό, εύλογα
δημιουργείται το ερώτημα της οργάνωσης αυτών των δραστηριοτήτων με σκοπό να
οδηγήσουν σε αξιόλογα αποτελέσματα της αγωγής. Ο Dewey, στην προσπάθειά του να απαντήσει με το έργο του σε αυτό
ξεκινάει από το ενδιαφέρον, τις γνώσεις και τις παρορμήσεις των παιδιών. Αν
λάβουμε υπόψη μας αυτά, αμέσως έχουμε κερδίσει την προσοχή και την συμμετοχή
των παιδιών που γεννά μια πειθαρχία ιδιότυπη και βαθιά. Στην συνέχεια ο
παιδαγωγός πρέπει να οργανώσει τα εποπτικά μέσα και την ύλη και να κατευθύνει
τις παιδικές δραστηριότητες εξασκώντας τις μέσα σε ορισμένα πλαίσια. (Ντιούι,
1982). Με τον τρόπο αυτό πραγματώνεται η παρόρμησή του παιδιού και το
ενδιαφέρον του να δει τι θα συμβεί ως αποτέλεσμα των δράσεων του. Στην συνέχεια
ο παιδαγωγός θα πρέπει θα κρίνει αν τελικά το παιδί οδηγείται σε ανώτερο
επίπεδο συνειδητοποίησης και δράσης, ορίζοντας το, χωρίς να αναπαράγει μονάχα
την καθημερινή ζωή για διασκέδαση αλλά και για διαπαιδαγώγηση. Στόχος είναι το
παιδί να έρχεται στο σχολείο με την πείρα που απέκτησε έξω από αυτό και να
επιστρέφει σπίτι με κάτι νέο, εξίσου χρήσιμο. Ως πείρα, κατά τον παιδαγωγό,
χαρακτηρίζεται η γεωγραφία, η φυσική, η χημεία, τα μαθηματικά, η ιστορία που
υπεισέρχονται σε κάθε δράση και υλικό. Ο ίδιος εστιάζει στην διδασκαλία της
γλώσσας για να κάνει πιο έντονη την σημασία της αβίαστης μάθησης. Το παιδί
ξεκινά να μιλά για πράγματα που το ενδιαφέρουν, όταν όμως στο σχολείο υπάρχουν
πράγματα αδιάφορα, που πρέπει μονάχα να πει κάτι που έμαθα, παύει η γλώσσα να χρησιμοποιείται
σαν τρόπος έκφρασης των δικών του σκέψεων, αλλά σαν αναμεταδότης. Αντιθέτως,
όταν το παιδί έχει διάθεση να μεταδώσει την αλήθεια των δικών του γνώσεων και
εμπειριών τότε η γλώσσα αποκτά την ιδιότητα που της αξίζει. Το μυαλό του και η
φαντασία του είναι ελεύθερα να εκφράζουν ότι θέλει να μεταφέρει στο έξω κόσμο.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού σε αυτή την περίπτωση είναι πιο ουσιαστικός, καθώς
δεν κατευθύνει απλώς τη σκέψη του μαθητή σε δράσεις που εξωτερικεύουν τη γνώση
του, αλλά πλάθει τις εμπειρίες του αυτές που συντελούν στη νόηση. Η εμπειρική
μάθηση επιτυγχάνεται επομένως με δύο τρόπους: τη συνέχεια και την
αλληλεπίδραση. (Carroi-Aeblie, 1950). "Όσα
μαθήματα κι αν πάρουν τα παιδιά με σκοπό την πληροφόρηση τους πάνω στα διάφορα
αντικείμενα, δεν μπορούν ν’ αντικαταστήσουν ούτε στο ελάχιστο τη ζωντανή
γνωριμία με τα φυτά και τα ζώα στο κτήμα ή στον κήπο, που αποκτιέται με τη
συνεχή επαφή και τη φροντίδα γι' αυτά. Καμία αισθητηριακή εκπαίδευση στο
σχολείο δεν μπορεί να συγκριθεί με την καθημερινή τριβή και το ενδιαφέρον για
τις οικογενειακές ασχολίες." (Dewey,1982: 11). Σήμερα παρατηρούμαι ότι
οι εργαζόμενοι λειτουργούν σαν μηχανές, χωρίς φαντασία και αγάπη στις
κοινωνικές και επιστημονικές αξίες που κρύβονται στο έργο τους. Αν γυρίσουμε
στα σχολικά χρόνια αυτών , θα καταλάβουμε πως αναπαράγουν όσα έμαθαν στο
δασκαλοκεντρικό σχολείο. Να λειτουργούν, δηλαδή, χωρίς πραγματικό κίνητρο.
Αναφερόμενος στο Πλάτωνα, ο Ντιούι αναφέρει ότι " σκλάβος είναι αυτός που
οι ιδέες του δεν εκφράζουν τις δικές του ιδέες, αλλά τις ιδέες κάποιου άλλου.
Εκείνος που εκτελεί πρέπει να συνειδητοποιεί τη σημασία, τη μέθοδο και το σκοπό
του έργου." (Dewey, 1982: 22). Συμπεραίνοντας ότι αν οι εκπαιδευτικές
μεθόδους δραστηριότητας δεν είχαν τόσο απόλυτους σκοπούς και στόχους θα δινόταν
περισσότερο χώρος για πιο ουσιαστική, παρατεταμένη μόρφωση. Με τις παραπάνω
εκπαιδευτικές θεωρίες του και την εμπειρία του ως καθηγητής, τo 1899,
δημιουργεί το πειραματικό σχολείο, στο οποίο εισάγει χειρωνακτικές εργασίες,
όπως η ξυλουργική, η μαγειρική και η υφαντική. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να
δυναμώνει και να πλαταίνει την σκέψη του μαθητή. Πιο συγκεκριμένα, στις
ενασχολήσεις αυτές, πετυχαίνει η συστηματική ενασχόληση με το μυαλό σε
συνδυασμό με τις δραστηριότητες του σώματος. Από την μια πνευματική δυσκολία
μεταφέρεται στην άλλη, εμβαθύνοντας στα αισθητήρια όργανα της αφής και της
όρασης, του συντονισμού στο μάτι και στην κίνηση, στην μνήμη και στην κρίση,
στην προσαρμογή στο στόχο, στην καθαριότητα, στις γνώσεις της φυσικής και της
χημείας στα υλικά, στην ιστορική εξέλιξη αυτών, στην χρήση των μαθηματικών
εννοιών και των αριθμών και τέλος στην οργάνωση όλων αυτών. Όλα αυτά αποτελούν
τις βάσεις για την μετέπειτα επιστημονική έρευνα των ίδιων των μαθητών. Για να
μπορέσουν όμως να υλοποιηθούν όλες αυτές οι δραστηριότητες, που θα οδηγήσουν
στην μάθηση το παιδί θα πρέπει να αισθάνεται ελεύθερο τόσο σωματικά, όσο και
ψυχικά. Στην αίθουσα διδασκαλίας είναι δύσκολο να αισθανθεί εξίσου ελεύθερο,
για τον λόγο αυτό προτείνει την επιπλέον ένταξη του ελεύθερου περιβάλλοντος
δράσης, κάνοντας αναφορά στις κηπουρικές ασχολίες και κατασκευές. Εκεί θα
μπορέσει το παιδί μόνο του να αποκτήσει αυτοέλεγχο στις δράσεις του. Το γεγονός
ότι το εξωτερικό περιβάλλον συνεχώς μεταβάλλεται και ο άνθρωπος αποτελεί μέρος
αυτού, δημιουργούνται συνεχώς καινούργιες δράσεις μεταξύ του παιδιού και του
περιβάλλοντος. Η συνεχόμενη δράση και απόλαυση αυτών, κατά τον Dewey δημιουργεί συνθήκες μάθησης εκ πείρας (undergoing). Η
επαναλαμβανόμενη αυτή δράση δημιουργεί την γνωσιακή εμπειρία για τον μαθητή. Εν
κατακλείδι, ο ίδος “θέλοντας να απλοποιήσει την κοινωνική ζωή, δεδομένης της
πολυπλοκότητας του κόσμου των ενηλίκων και του τεράστιου όγκου των γνώσεων”
(Houssaye,2000: 164), πρότεινε την παιδοκεντρική μάθηση με δράσεις από την
καθημερινή ζωή και το περιβάλλον, που θα εγείρουν το ενδιαφέρον του μαθητή και
εμπειρικά θα τον οδηγήσουν στην γνώση.
1.5. Rudolf Steiner Ο
Rudolf Steiner, ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στο
Kraljever της Ουγγαρίας, το 1861 και μεγάλωσε από φτωχή οικογένεια κοντά στην
ύπαιθρο. Το 1879 παρακολούθησε μαθήματα φυσικών επιστημών στο Πολυτεχνείο της
Βιέννης, όμως το ενδιαφέρον του εστιαζόταν στην φιλοσοφία. Το 1884 ξεκίνησε να
εργάζεται ως ιδιωτικός εκπαιδευτής σε μια εύπορη οικογένεια, ο γιος της οποίας
ήταν ο Otto Spechit, ο οποίος ήταν υδροκέφαλος και καθυστερημένος στην εξέλιξή
του. Στην 18 προσπάθεια του, o Steiner διαπίστωσε ότι ο συγκεκριμένος μαθητής
μέσα σε δυο χρόνια, με την σύνδεση του πνεύματος, της ψυχής και του σώματος
μπόρεσε να εκπαιδευτεί με επιτυχία (Sassmannshausen,2008). Έτσι, από τα πρώτα
κιόλας χρόνια της ζωής του διατυπώνει την πρώτη του θεωρία, που κατέχει
σημαντική θέση στην μετέπειτα πορεία του έργου του. Το 1886 δημοσιεύει το πρώτο
του βιβλίο “The Theory of Knowledge Implicit in Goethe's World Conception” στο
οποίο προσεγγίζει το επιστημονικό ερώτημα του πώς μαθαίνει κανείς, στηριζόμενος
στα έργα του Γκαίτε. Στην πορεία εργάστηκε, από το 1888 και για άλλα 8 χρόνια
ως επιστημονικός συντάκτης και ανέλαβε τις εκδόσεις των επιστημονικών έργων του
Γκαίτε (Rudolf Steiner, 2015). Ολοκληρώνοντας το διδακτορικό του συγγράφει το
κύριο φιλοσοφικό του έργο «Η φιλοσοφία της ελευθερίας», αποτυπώνοντας τις
κεντρικές του ιδέες σχετικά με τον άνθρωπο, ο οποίος αν “ αναπτύξει την απαραίτητη
δύναμη σκέψης, μπορεί ακριβώς να συλλάβει τις καθαρές, «απελευθερωμένες από τις
αισθήσεις» ιδέες και να ξεπεράσει τα «όρια της γνώσης», ώστε να γίνει ένας
ελεύθερος πολίτης στον ιδεατό-πνευματικό κόσμο.”(Ο Rudolf Steiner και η
Ανθρωποσοφία, 2011). Την εποχή εκείνη είχε στραφεί προς την Θεοσοφία μια
παγκόσμια αρχαϊκή θρησκεία, η οποία συνδυάζει τα αρχαία μυστήρια, την φιλοσοφία
και την ψυχική έρευνα. Aπό το 1902 και επηρεασμένος από τις συνθήκες της
εποχής, στράφηκε στην Ανθρωποσοφία, ως εξέλιξη της Θεοσοφίας. Πρόκειται για ένα
"συνονθύλευμα από το 19ο αιώνα του ρομαντισμού, από τον μυστικισμό της
Ανατολής και τις διάφορες φιλοσοφικές έννοιες" (McGrath:1977). Ως
υποστηρικτής του Γκαίτε, του Καντ και του Νίτσε και απόφοιτος πλέον με
διδακτορικό από την Φιλοσοφική Σχολή, το 1913 ιδρύει την Ανθρωποσοφιστική
Εταιρεία, στην Ελβετία. Στην δημιουργία αυτή, προσπαθεί να συνδυάσει νέους
τρόπους ψυχικών ερευνών συνδεδεμένους με την επιστημονική γνώση. Βασική θεωρία
της ανθρωποσοφίας, είναι ότι εκτός από τα πραγματικά αντικείμενα στον κόσμο,
υπάρχουν και τα “πρωταρχικά αντικείμενα”, τα οποία είναι οι ιδέες αυτών. Κάθε
αντικείμενο που γνωρίζει ο άνθρωπος εμπειρικά, αντιστοιχεί σε μια πνευματική
ιδέα (Ανθρωποσοφία, 1981). Ρόλος της ανθρωποσοφίας είναι να συνδέσει τις δυο
αυτές διαφορετικές γνώσεις (του πραγματικού και του πνευματικού), μέσω της
εξάσκησης μια τρίτης ψυχικής κατάστασης, αυτής που οδηγεί στον οραματισμό (Houssaye,
2000: 147-150). H εξάσκηση αυτή που οδηγεί στην σύνδεση σώματος, πνεύματος και
ψυχής, επιτυγχάνεται μέσω της τέχνης. Η προσέγγιση αυτή από εκπαιδευτική
σκοπιά, εξετάζει την ψυχική και πνευματική κατάσταση των μαθητών σε συνδυασμό
με την σωματική τους φύση, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πρακτική. Η πρακτική
αυτή περιλαμβάνει συγκεκριμένες εργασίες και καλλιτεχνικές δράσεις, οι οποίες
οδηγούν στην ολόπλευρη ανάπτυξη του ατόμου (Leber, 1996). Μερικά χρόνια
αργότερα, στις 23 Απριλίου 1919, ο Rudolf Steiner έδωσε μια σημαντική για την
εξέλιξή του διάλεξη, στην αποθήκη καπνού του εργοστασίου τσιγάρων
Waldorf-Astoria στη Στουτγάρδη της Γερμανίας (Carlgren,1981). Οι άνθρωποι τότε
ανησυχούσαν για την οικονομία που κατέρρεε και τις κοινωνικές αναταραχές που
υπήρχαν, ήταν κουρασμένοι και φοβόντουσαν για νέο πόλεμο. Τότε ο Στάινερ
παρουσίασε την ιδέα ότι τρεις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, η
πνευματικήπολιτιστική, η νοµική και η οικονοµική πρέπει να αποκεντρωθούν στο
σύγχρονο κράτος. “Προσφέροντας ελπίδα για μια νέα κοινωνική/παγκόσμια τάξη,
υποδηλώνει ότι η εκπαίδευση θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη
διαμόρφωση της κοινωνίας. Κατά την άποψή του, τα συνταγματικά κράτη πρέπει να
περιοριστούν στην θέσπιση και την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των
πολιτών τους, και να μην συμμετέχουν σε οικονομικές ή πολιτιστικές υποθέσεις.”
(Uhrmacher, 1995). Τόνισε, επηρεάζοντας το ακροατήριό του, τον σημαντικό ρόλο
της διαμόρφωσης ξεχωριστών προσωπικοτήτων μέσα από ένα εκπαιδευτικό σύστημα το
οποίο θα σέβεται την διαφορετικότητα και δεν θα υπηρετεί τους σκοπούς της
κοινωνίας. Λέγοντας χαρακτηριστικά: “Όλοι εσείς, όπως καθίσετε εδώ
(…)υποφέρεται από το γεγονός ότι η πραγματική σας προσωπικότητα είναι θαμμένη
από μια συγκεκριμένη στιγμή επειδή υπήρχε μόνο το σκληρό σχολείο και δεν υπήρχε
η πραγματική εκπαίδευση "(Carlgren 1981:15). O διευθυντής της
καπνοβιομηχανίας εντυπωσιασμένος από τον λόγο του, του ζητά να ανοίξει ένα
σχολείο το οποίο θα λειτουργεί σύμφωνα με τις θεωρίες του. Ο Στάινερ, δέχεται
με το όραμα ενός νέου δικτύου εκπαίδευσης στο οποίο οι εκπαιδευτικοί θα μπορούν
να διδάξουν διαφορετικά απ’ ότι μέχρι τώρα, προσεγγίζοντας εκπαιδευτικά θέματα
τα οποία στο παραδοσιακό σχολείο έχουν ξεχαστεί. Λίγους μήνες αργότερα, στο
Βερολίνο ιδρύεται το πρώτο σχολείο Waldorf (διατηρώντας τον τίτλο του
εργοστασίου τσιγάρων) με τους όρους να είναι ανοιχτό σε όλα τα παιδία
ανεξάρτητα από το κοινωνικό και οικονοµικό τους υπόβαθρο, να είναι ενιαίο και
δωδεκαετές και να µην έχει θρησκευτικές κατευθύνσεις (Barnes, 1980). Η θεωρητική
προσέγγιση του Stainer ήταν ιδιαίτερη πρωτοποριακή για την εποχή, διότι
υποστήριζε ότι δεν υπάρχει βασική εκπαίδευση των μαθητών, παρά μόνο
αυτοδιδασκαλία, ανεξαρτήτως επιπέδου (Stainer, 1996). Πιο συγκεκριμένα,
επηρεασμένος από την θεωρία της Ανθρωποσοφίας, πίστευε ότι η συνειδητή γνώση
είναι αποτέλεσμα της πνευματικής διερεύνησης που έρχεται μονάχα μέσω της
επαναλαμβανόμενης επαφής του ανθρώπου με την φύση. Ο ρόλος του δασκάλου
έγκειται στην παροχή του κατάλληλου περιβάλλοντος, παρέχοντας ευνοϊκές συνθήκες
μέσω των βοηθειών που προσφέρει όποτε χρειαστεί. Αυτή την στάση πρέπει να έχουν
όλοι οι εκπαιδευτικοί απέναντι στα παιδιά, έχοντας συνειδητοποιήσει την σημασία
της αυτοδιδασκαλίας. Για τον λόγο αυτό σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή της θεωρίας
του έχει το περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί με τα σωστά έπιπλα, τις κατάλληλες
δραστηριότητες, τον σωστό προγραμματισμό αλλά και με την καλή σχέση μεταξύ των
ενηλίκων (γονείς και παιδαγωγοί). Όλα αυτά διαμορφώνουν τις εσωτερικές και
εξωτερικές εμπειρίες που βιώνουν τα παιδιά προσχολικής ηλικίας και στην
συνέχεια μετατρέπονται σε νόρμες. Για να μπορέσει λοιπόν, σύμφωνα με την
παιδαγωγική του Σταίνερ να εκπαιδεύσει με υγιή τρόπο ένα παιδί θα πρέπει να
διαθέτει τις παρακάτω ιδιότητες (Stainer, 1996): Αγάπη και ζεστασιά, φροντίδα
για το περιβάλλον και για τις αισθήσεις, δημιουργική και καλλιτεχνική εμπειρία,
σημαντική ενήλικη δραστηριότητα ως παράδειγμα για την παιδική απομίμηση,
ελεύθερο και ευφάνταστο παιχνίδι ,να παρέχει προστασία στα παιδιά, να νιώθει
ευγνωμοσύνη, ευλάβεια και θαυμασμό , να είναι χαρούμενος και ευτυχισμένος, να
έχει χιούμορ και να έχει μια πορεία εσωτερικής ανάπτυξης. Τα παιδιά θα πρέπει
να περιβάλλονται αρχικά από αγάπη, ζεστασιά και υποστήριξη για να μπορέσουν να
νιώσουν ασφάλεια και να επεξεργαστούν το φυσικό περιβάλλον. Η επεξεργασία
γίνεται μέσω της αισθητηριακής εμπειρίας στο ηλικιακό στάδιο των νηπίων,
παρέχοντας ποικίλες ευκαιρίες για την ενεργή αυτοδιδασκαλία του παιδιού. Με την
ενσωμάτωση διαφόρων στοιχείων και τη μετάβασή τους σε μια εύλογη, κατανοητή και
αρμονική σειρά, ο ενήλικας παρέχει ένα περιβάλλον που είναι προσβάσιμο στην
κατανόηση, το αίσθημα και την ενεργό βούληση του μικρού παιδιού. Τέτοια
περιβάλλοντα αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη μιας αίσθησης συνοχής. Το παιδί
ασυνείδητα βιώνει την αγάπη, τη φροντίδα, τις προθέσεις και τη συνείδηση που
εκφράζονται μέσα από τα εξωτερικά έπιπλα και τα υλικά της τάξης(..). Ο ενήλικος
σχηματίζει όχι μόνο το χωρικό περιβάλλον, αλλά και το χρονικό περιβάλλον,
δημιουργώντας ένα περιβάλλον αγάπης αλλά και την ομαλή "αναπνοή" μέσω
του ρυθμού και της επανάληψης. Μέσω αυτής της υγιούς αναπνοής, το παιδί αποκτά
το αίσθημα της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης στη σχέση του με τον κόσμο
(Howard, 2012). Επιπρόσθετα η αισθητική προσέγγιση στην διαπαιδαγώγηση των
παιδιών προσχολικής ηλικίας έχει αναπτυχτεί αναλυτικά στην προσέγγιση Στάινερ.
Ο παιδαγωγός παρομοιάζεται σαν καλλιτέχνης που “χορογραφεί” τους ρυθμούς της
λειτουργίας προσφέροντας στα παιδιά ευκαιρίες για καλλιτεχνική εμπειρία μέσω
της ενασχόλησής του με την μουσική, τα τραγούδια, τα όργανα, την κίνηση, την
ζωγραφική, τις χειροτεχνίες, την ποίηση, το κουκλοθέατρο, τις μαριονέτες, τις
αφηγήσεις ιστοριών και τα ρυθμικά τραγούδια και την ευρυθμία που προέρχονται
απευθείας από τα βιώματα της ζωής των παιδιών (Stainer, 1923). Μερικά χρόνια
αργότερα, ενισχύοντας τις θεωρίες του για την εκπαίδευση αναφέρεται στην
σημασία που έχει η μίμηση και η εμπλοκή των παιδιών στις καθημερινές εργασίας
στο σχολικό πρόγραμμα, που θα αναφερθούν εκτενέστερα στους τρόπους λειτουργίας
των σχολείων Waldorf, σε επόμενο κεφάλαιο(Stainer, 1971). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει η παιδαγωγική ευρυθμία που πραγματοποιείται στα σχολεία του
Στάινερ, σύμφωνα με την οποία το γλωσσικό περιεχόμενο προσεγγίζεται περισσότερο
μέσω του ήχου και του τόνου της γλώσσας και λιγότερο ως προς το περιεχόμενο
του. Ο λόγος πρέπει να εμπλουτίζεται με μουσική και σωματικές κινήσεις,
εμπλέκοντας το παιδί στην πιο βαθιά κατανόηση, από αυτή της απλής ακρόασης.
Αυτή η θεωρητική προσέγγιση που εντάσσεται στην καθημερινή παιδαγωγική
διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα ανάπτυξη της σωματικής κίνησης που είναι
προϋπόθεση της γλωσσικής ανάπτυξης, που με την σειρά της αναπτύσσεται η σκέψη.
Οι παιδαγωγοί για τον λόγο αυτό εκπαιδεύονται να αφηγούνται με συναίσθημα, με
χρήση ομοιοκαταληξίας και με ρυθμό (Uhrmacher, 1995: 394). Ως αποκλειστικό
σκοπό, η εκπαίδευση των σχολείων του, όπως ο ίδιος ο παιδαγωγός αναφέρει με το
έργο του είναι: “.. να προάγουμε
ελεύθερους ανθρώπους, ικανούς να δίνουν οι ίδιοι νόημα και κατεύθυνση στη ζωή
τους”(Steiner, 1971). Πρόκειται για ένα “παιδοκεντρικό» σύστημα , το οποίο
είναι επηρεασμένο από την φιλοσοφία της Ανθρωποσοφίας (Houssaye, 2000: 142-143),
και εστιάζει στην ψυχική, φυσική και σωματική καλλιέργεια του ατόμου. Πιο
συγκεκριμένα, ως φυσική χαρακτηρίζεται η ανάπτυξη του ατόμου μέσω των
αισθησιακών εμπειριών που προσφέρονται από το περιβάλλον. Δίνοντας βαρύτητα
στην φαντασία και την επιθυμία του παιδιού, εστιάζουν στην ψυχική καλλιέργεια
και τέλος, ως πνευματική αναφέρονται στις γνωστικές λειτουργίες της συνείδησης
του ατόμου, όπως η αυτογνωσία, στις οποίες το άτομο φθάνει μέσω των πρακτικών,
τεχνολογικών και καλλιτεχνικών μαθημάτων (Richter, 2010). Συμπερασματικά, ο Rudolf
Steiner είναι ο δημιουργός της ολιστικής παιδαγωγικής θεώρησης και της ίδρυσης
των σχολείων Waldorf, τα οποία μέχρι και σήμερα παγκοσμίως λειτουργούν με βάση
το τρίπτυχο «νους-καρδιά-χέρια» και τις αρχές της Ανθρωποσοφίας που μετέδωσε με
το έργο του, δημιουργώντας υγιούς ενεργούς πολίτες, με αυτοπεποίθηση, κριτική
σκέψη, φαντασία, ανεπτυγμένη αίσθηση της ενσυναίσθηση και αγάπη προς το φυσικό
και κοινωνικό περιβάλλον.
2.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σύμφωνα με τις θεωρητικές
προσεγγίσεις των διαχρονικών παιδαγωγών και φιλοσόφων, σχετικά με τις ανάγκες
του παιδιού κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής τους και τις ευκαιρίες
που παρέχει η φύση για εξερεύνηση, μάθηση και στοχασμό καταλήγουμε στην προστιθέμενη
εκπαιδευτική αξία που παρέχει για την ολόπλευρη ανάπτυξη του. Πιο συγκεκριμένα,
σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η φύση και τα δημιουργήματά της αποτελούν τον οδηγό
μάθησης, καθώς μέσω της μελέτης και της παρατήρησης αυτών το παιδί οδηγείται
στην γνώση. Η ψυχική και σωματική του καλλιέργεια αναπτύσσεται από την βρεφική
ηλικία μέχρι τα 6, απολαμβάνοντας αρχικά περιπάτους και στην συνέχεια ελεύθερο
παιχνίδι με τους συνομηλίκους του στην ύπαιθρο. Κατά τον Rousseau, οι δυσκολίες
του φυσικού περιβάλλοντος που μπορεί να αντιμετωπίσει το παιδί ενδυναμώνουν το
πνεύμα και το σώμα του, μέσω της αυτενέργειας του και της διαχείρισης των
προσωπικών του ορίων. Το περιβάλλον δίνεται ανεπηρέαστο από τις παρεμβάσεις του
ενήλικου ανθρώπου προσφέροντας αρμονικές στιγμές κάλους που συνδυαστικά οδηγούν
στην εμβάθυνση και κατανόηση του εαυτού. Το παιδί στο φυσικό περιβάλλον
αναπτύσσεται με ανεξαρτησία και αυτοπεποίθηση. Το μόνο που χρειάζεται να
διαθέσουμε στα παιδιά ως ενήλικες, είναι χρόνο και ελευθερία στην φύση, σύμφωνα
με την Μοντεσσόρι, χωρίς κατευθύνσεις και παρεμβάσεις. Οι αυθόρμητες δράσεις θα
προσφέρουν την ικανοποίηση και την γνώση του πραγματικού κόσμου, που θα
οδηγήσει στην κατανόηση του εαυτού. Με την αυτογνωσία θα αισθανθεί ασφάλεια και
θα μπορέσει να συνδεθεί νους και σώμα. Για την διατήρηση του ενδιαφέροντος του
μαθητή στο φυσικό περιβάλλον, φροντίζει η ίδια η φύση με τις συνεχείς εναλλαγές
της σύμφωνα με την εποχή, προσφέροντας ευκαιρίες για παρατήρηση και επεξεργασία
που οδηγούν σε συμπεράσματα .Αυτή η συνεχής μεταβολή του φυσικού τοπιού
εναρμονίζεται με την ανάπτυξη και την εναλλαγή του ίδιου του παιδιού που
αναπτύσσεται παράλληλα με αυτή.
Σύμφωνα με τον Dewey, η γνώση θα πρέπει να σχετίζεται με την πρακτική
εφαρμογή στην καθημερινή ζωή και να είναι αντίστοιχη του επιπέδου κάθε μαθητή
ξεχωριστά. Ρόλος του δασκάλου είναι να προσφέρει τα κατάλληλα εποπτικά υλικά
και να κατευθύνει σε συγκεκριμένα πλαίσια την δράση παρέχοντας κίνητρα και
προσωπικές εμπειρίες του μαθητή που θα οδηγήσουν στην ουσιαστική γνώση και μετέπειτα
στην επιστημονική κατάρτιση. Το φυσικό περιβάλλον προσφέρει ευκαιρίες για
πάμπολλες εναλλακτικές δραστηριότητες, κατάλληλες για κάθε παιδί, αντίστοιχα με
το επίπεδο δυσκολίας που μπορεί να διαχειριστεί και επιλέγει. Ο μαθητής
καθημερινά προβληματίζεται και βιωματικά ανακαλύπτει τις ιδιότητες των φυσικών
στοιχείων, θέτοντας τις βάσεις για τις πρώτες γνώσεις των επιστημών, όπως η
φυσική και η βιολογία. Τέλος, προσθέτοντας την ολιστική προσέγγιση του Στάινερ,
με την σύνδεση νου, σώματος και ψυχής κατά την διαδικασία της μάθησης, ο
δάσκαλος θα πρέπει να αφήνει και να κατανοεί πραγματικά την σημασία της
αυτενέργειας. Εφόσον, ο ίδιος ο εκπαιδευτικός αγαπά αληθινά το φυσικό
περιβάλλον, είναι στοργικός, χαρούμενος και φιλικός κατά την επαφή του με τα
παιδιά, θα δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον για συνειδητή γνώση.
3.
Προτάσεις
Αρχικό μέλημα είναι η
διεπιστημονική ενημέρωση των γονέων, από παιδαγωγούς, παιδιάτρους και
ψυχολόγους, για τα οφέλη του φυσικού περιβάλλοντος στην ολόπλευρη ανάπτυξη των
παιδιών, καθώς και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν με την απομάκρυνση τους από αυτό.
Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να οργανώνονται από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς
περισσότερες ημερίδες και σεμινάρια, τα οποία θα γνωστοποιούνται από τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης. Στόχος είναι αρχικά ο προβληματισμός και στην συνέχεια η
συνειδητή γνώση, που θα φέρει πιο κοντά τον σύγχρονο άνθρωπο της πόλης με το
φυσικό περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό, θα δημιουργηθεί η ανάγκη για δημιουργία
νέων χώρων πρασίνου στο αστικό τοπίο, δημιουργώντας νέα πάρκα, με την αλλαγή
του χωροταξικού σχεδιασμού της πόλης, επιτρέποντας στα παιδιά να αθλούνται και
να παίζουν με ασφάλεια.
Αντίστοιχη με την προώθηση του ψηφιακού
γραμματισμού θα πρέπει να είναι και η θέση του εξωτερικού ελεύθερου παιχνιδιού
στα σχολεία, όντας θεμελιωμένο δικαίωμα των παιδιών, ενσωματώνοντας στο
ωρολογιακό πρόγραμμα. Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να παροτρύνουν τους
γονείς για εξωσχολικές δράσεις στην ύπαιθρο, προτείνοντάς τους ιδέες.
Τέλος, θα πρέπει Να
υπάρχει συστηματική επιμόρφωση των εργαζομένων για τις νέες έρευνες και
εξελίξεις της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας των παιδαγωγών προσχολικής
ηλικίας, καθώς και συνεργασία/ επικοινωνία μαζί τους για τον εμπλουτισμό και
την ανταλλαγή γνώσεων, εμπειριών και ιδεών με την χρήση της τεχνολογίας.
Βιβλιογραφία:
Βιογραφικό σημείωμα
συγγραφέως
Προσωπικά Στοιχεία:
Όνομα: Ευαγγελία-
Άννα (Λιάνα)
Επώνυμο: Κασκάνη
Εκπαίδευση:
2017-2019
Μεταπτυχιακές Σπουδές στο
Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής στο τμήμα «Παιδαγωγικά μέσω Καινοτόμων Προσεγγίσεων, Τεχνολογίες και Εκπαίδευση»
2010-2015 Σπουδές στο Τμήμα Προσχολικής
Αγωγής Στο Ανώτατο Τεχνολογικό Ίδρυμα Αθηνών (Α.Τ.Ε.Ι.)
1998-2010 Δημόσια
Σχολεία Κηφισίας
Ερευνητικές Εργασίες:
2019
Διπλωματική
Εργασία «Καινοτόμα Μοντέλα
Αγωγής με έμφαση στην Αξιοποίηση
Φυσικού Περιβάλλοντος»
2015
Πτυχιακή
Εργασία με Ψυχοπαιδαγωγικό Θέμα «Αυτοεκτίμηση: Η σημασία
της και η ενισχυτική παρέμβαση
στο χώρο του Παιδικού Σταθμού Προσχολικής Ηλικίας»
Εργασιακή Εμπειρία:
Κατά την διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών μου το 2010 έως και σήμερα,
εργάζομαι με παιδιά προσχολικής ηλικίας σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.
Ταυτόχρονα, παρακολουθώ και μελετώ τις τελευταίες επιστήμονες εξελίξεις του
αντικειμένου μου, συνδυαστικά με την πρακτική εμπειρία στο χώρο του σχολείο
καθημερινά, αλλά και στα σύγχρονα εκπαιδευτικά μοντέλα δραστηριοποίησης των
παιδιών. Συμμετέχω τόσο στον σχεδιασμό ορισμένων, όσο και στην υλοποίηση τους.
Στόχος μου, είναι η επιστημονική συνεισφορά μου στο κλάδο των παιδαγωγικών, με
ιδιαίτερη έμφαση στα πρώιμα χρόνια της ζωής του ανθρώπου.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved