Σύντομη βιογραφία της συγγραφέως |
ISSN: 2241-4665
Ημερομηνία
έκδοσης: Αθήνα 9 Απριλίου 2022
«Τηλεοπτική
βία και παιδί»
Κατσάρα
Ασπασία,
Δασκάλα,
Μεταπτυχιακό στις Επιστήμες της Αγωγής
“TV Violence and children”
Katsara Aspasia,
Primary school
teacher,
Master in Education
Η τηλεόραση
φαίνεται να διατηρεί υψηλή θέση στις προτιμήσεις των παιδιών και να αποτελεί
στοιχείο της καθημερινότητάς τους παρά την εξάπλωση των ψηφιακών μέσων.
Αναμφισβήτητα, η βία αποτελεί συστατικό των τηλεοπτικών κειμένων, οπότε και τα
παιδιά εκτίθενται σε αυτή μέσω της τηλεθέασης. Σκοπός της παρούσας μελέτης
είναι να διερευνηθούν τα χαρακτηριστικά και οι διαστάσεις της σχέσης της
τηλεοπτικής βίας με το παιδί εστιάζοντας κυρίως στο ζήτημα της παιδικής
επιθετικότητας.
Despite the extensive use of other
digital media, the TV seems to maintain high levels of preference by children
and to be a large part of their daily routine. Without doubt, violence is an
intrinsic part of TV scripts, so children are exposed to it through TV viewing.
The purpose of the present study is to research the characteristics and the
extent of the relationship between TV violence and children, focusing mainly on
the issue of child aggressiveness.
Η σχέση
τηλεοπτικής βίας και παιδιού είναι ένα διαχρονικό ζήτημα που έχει απασχολήσει
και συνεχίζει να απασχολεί εκπαιδευτικούς, γονείς, ερευνητές κ.ά. Στις μέρες
μας, η τηλεόραση, παρόλη την ψηφιακή έκρηξη, εξακολουθεί να αποτελεί ένα
εξαιρετικά δημοφιλές μέσο για τα παιδιά. Τα παιδιά από την προσχολική έως την
εφηβική ηλικία παρακολουθούν κατά μέσο όρο δύο με τρεις ώρες τηλεόραση την
ημέρα με διαφορετικές προτιμήσεις ανά ηλικιακή κατηγορία (Σεμεντεριάδης, 2017).
Η βία είναι ένα δομικό στοιχείο των τηλεοπτικών κειμένων. Είτε αναφερόμαστε στα
κινούμενα σχέδια, είτε στις νεανικές σειρές, είτε σε οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα
που επιλέγουν τα παιδιά οι σκηνές κάθε μορφής τηλεοπτικής βίας κυριαρχούν.
Είναι χαρακτηριστικό πως τα παιδιά γίνονται κοινωνοί περίπου 20.000 φόνων και
100.000 άλλων ειδών πράξεων βίας μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών (Lemish,
2009). Βέβαια, τα διαφορετικά τηλεοπτικά είδη παρουσιάζουν τη βία με
διαφορετικό τρόπο· για παράδειγμα, οι ταινίες προβάλλουν τη βία με ρεαλισμό και
συμπεριλαμβάνουν πιο αιματηρές σκηνές από ό,τι τα άλλα τηλεοπτικά είδη, ενώ τα
κινούμενα σχέδια δεν παρουσιάζουν τις συνέπειες των πράξεων βίας, τις οποίες
τις εντάσσουν συνήθως σε χιουμοριστικό πλαίσιο (Lemish, 2009).
Υπάρχουν δύο
βασικές σχολές σκέψης που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη σχέση τηλεοπτικής βίας
με την παιδική επιθετικότητα. Η πρώτη, που είναι γνωστή ως προσέγγιση της
επίδρασης, θεωρεί ότι η τηλεοπτική βία παρακινεί τα παιδιά σε βίαιη συμπεριφορά
Η δεύτερη, που
είναι γνωστή ως προσέγγιση των πολιτισμικών σπουδών, εστιάζει την προσοχή της
στον τρόπο με τον οποίο τα μοναδικά χαρακτηριστικά των παιδιών διαμεσολαβούν με
τις επιδράσεις της τηλεοπτικής βίας (Lemish, 2009). Οι θεωρητικές οπτικές από
τις οποίες συνίσταται η λογική των πολιτισμικών σπουδών είναι οι ακόλουθες: α)η
θεωρία της μη επίδρασης, που υποστηρίζει ότι οι τηλεοπτικές σκηνές βίας και
επιθετικότητας, ιδιαίτερα οι επινοημένες, δε διαδραματίζουν κανέναν ουσιαστικό
ρόλο στην ανάπτυξη επιθετικής συμπεριφοράς από τα παιδιά (Greenwald, 1975), β)η
θεωρία του εθισμού, σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατόν η θέαση ελάχιστης
τηλεοπτικής βίας να προκαλέσει επιθετική συμπεριφορά, διότι η σταδιακή εξάλειψη
των συναισθηματικών αντιδράσεων που προκύπτουν από τη συνεχή θέαση σκηνών βίας
οδηγούν στην εξασθένησή της (Βουϊδάσκης, 1992), γ)η θεωρία της κάθαρσης, που
εκτιμά πως η επιθετικότητα προέρχεται από τη ματαίωση· με αυτόν τον τρόπο, η
προβολή σκηνών βίας και επιθετικότητας στην τηλεόραση λειτουργεί καθαρτικά και
μειώνει το επιθετικό δυναμικό του ατόμου και της κοινωνίας γενικότερα
(Feshbach, 1961), δ)η θεωρία της αναστολής, που υποστηρίζει ότι η εξαφάνιση των
επιθετικών αντιδράσεων μετά τις απεικονίσεις βίας στην τηλεόραση δεν οφείλεται
ούτε στη μείωση των επιθετικών τάσεων της συμπεριφοράς που διενεργείται με την
ταύτιση του τηλεθεατή ούτε σε μια διαδικασία εθισμού, αλλά σε ενισχυμένες
αναστολές αναφορικά με την εκδήλωση επιθετικότητας (Berkowitz, Corwin, & Heironimus,
1963), ε)η θεωρία της νοητικής υποστήριξης, που δίνει έμφαση στον ρόλο που
παίζει η φαντασία ως μηχανισμός προσαρμογής και ελέγχου της εκδήλωσης
επιθετικής συμπεριφοράς, ιδιαίτερα ατόμων χαμηλής νοητικής ανάπτυξης (Feshbach
& Singer, 1971). Πέρα από τις θεωρητικές, όμως, θέσεις και τα διαφορετικά
σημεία εκκίνησης της κάθε προσέγγισης, πολλοί ερευνητές τείνουν να καταλήξουν
σε κοινές παραδοχές, όπως αυτές προκύπτουν από τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα.
Συγκεκριμένα, οι περισσότερες μελέτες συμπεραίνουν ότι υπάρχουν θετικές
συσχετίσεις, αν και χαμηλές, ανάμεσα στην παιδική επιθετικότητα και την έκθεση
στην τηλεοπτική βία. Η συσχέτιση αυτή, όμως, δεν είναι μονής κατεύθυνσης, αλλά
κυκλική. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα παιδιά με επιθετικές τάσεις παρακολουθούν
περισσότερο βίαιη τηλεόραση, αλλά την ίδια στιγμή προκύπτει ότι η παρακολούθηση
βίαιης συμπεριφοράς στην τηλεόραση ενθαρρύνει την επιθετική συμπεριφορά ακόμα
και στα παιδιά που δεν έχουν αντίστοιχες τάσεις (Lemish, 2009).
Ανεξάρτητα από
την επίδραση ή μη της τηλεοπτικής βίας στα παιδιά, ο τηλεοπτικός αλφαβητισμός
στα παιδιά θεωρείται μια αναγκαιότητα. Εκφραστές του τηλεοπτικού αλφαβητισμού
θεωρούνται κυρίως το σχολείο και η οικογένεια. Ο όρος τηλεοπτικός αλφαβητισμός
αναφέρεται στις γνώσεις, στις δεξιότητες και στις ικανότητες που είναι
αναγκαίες για τη χρήση και την ερμηνεία της τηλεόρασης. Ο τηλεοπτικός
αλφαβητισμός στην προέκτασή του αναφέρεται σε μια μορφή κριτικού αλφαβητισμού,
ο οποίος έχει ως βάσεις την ανάλυση, την αξιολόγηση και τον κριτικό αναστοχασμό
(Buckingham, 2008). Όσον αφορά στο σχολείο, ο τηλεοπτικός αλφαβητισμός μπορεί
να εφαρμοστεί με την ένταξή του στο αναλυτικό πρόγραμμα είτε ως αυτόνομης
θεματικής ενότητας είτε ως διαθεματικής ενότητας (Σεμεντεριάδης, 2011). Στην
πρώτη περίπτωση ακολουθείται το μοντέλο της σπειροειδούς διδασκαλίας του Bruner
(1960). Στη δεύτερη περίπτωση, ο τηλεοπτικός αλφαβητισμός προωθείται ως δυνάμει
διαθεματική ενότητα του αναλυτικού προγράμματος. Όσον αφορά στην οικογένεια,
είναι κοινός τόπος ότι αποτελεί σημαντικό παράγοντα εφαρμογής του τηλεοπτικού
αλφαβητισμού με τους γονείς να συμμετέχουν ενεργά και όχι απλώς να θεωρούνται
παθητικοί δέκτες οδηγιών από «ειδικούς». Είναι απαραίτητο όλες οι εκπαιδευτικές
πρωτοβουλίες που απευθύνονται στους γονείς να τους θεωρούν ενεργούς συμμέτοχους
στη διαδικασία του τηλεοπτικού αλφαβητισμού και να λαμβάνουν υπόψη τους τα
κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντά
τους, καθώς και τις δυσκολίες που προκύπτουν στην ανατροφή των παιδιών
(Buckingham, 2008). Ο ρόλος των γονέων στη διαδικασία δεν πρέπει να
χαρακτηρίζεται από μια λογική κανονιστικών ρυθμίσεων και προστατευτισμού των
«αδύναμων» παιδιών από την «κακή» τηλεόραση. Η τηλεόραση αποτελεί σημαντική
έκφραση «πολιτισμού» του παιδικού δωματίου· είναι αναπόσπαστο τμήμα της
καθημερινής ζωής των παιδιών και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να
δαιμονοποιηθεί. Η τηλεόραση, όπως όλα τα μέσα, ανεξάρτητα από τις τεχνικές της
δυνατότητες που ολοένα και περισσότερο διευρύνονται στο πλαίσιο της σύγκλισης
των μέσων, είναι ένα ουδέτερο μέσο· «καλή» ή «κακή» για το κοινό της την
καθιστά η χρήση της. Γενικότερα, η τηλεθέαση των παιδιών -και όχι μόνο-
θεωρείται και είναι μια δυναμική διαδικασία που απαιτεί ενεργητικούς τηλεθεατές
που βρίσκονται σε μια διαρκή διαπραγμάτευση με το περιεχόμενο των τηλεοπτικών
προγραμμάτων στις διάφορες εκφάνσεις του. Η διαχείριση των προβλημάτων που
προκύπτουν σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες κατά τη διάρκεια της τηλεθέασης και
μετέπειτα κρίνεται αναγκαίο να διέπεται από μια ολιστική λογική που να λαμβάνει
υπόψη της το σύνολο των χαρακτηριστικών των εταίρων της επικοινωνιακής
διαδικασίας. Πομπός και δέκτης, τηλεόραση και παιδί δηλαδή, διαρκώς
διαφοροποιούνται, αλλάζουν χαρακτηριστικά και τείνουν να προσαρμόζονται στα
διαρκώς μεταβαλλόμενα δεδομένα (Buckingham, 2008).
Εν κατακλείδι,
γίνεται αποδεκτό πως η τηλεοπτική βία δε θεωρείται γενεσιουργός αιτία της
παιδικής επιθετικότητας, αλλά, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να
λειτουργήσει ενισχυτικά. Οι ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως η
αλήθεια για τη σχέση τηλεοπτικής βίας και παιδικής επιθετικότητας αναζητείται
στη συνισταμένη τους. Η τηλεόραση και το κοινό της δεν μπορούν να εγκλωβιστούν
σε απολυτότητες, θέσφατες θέσεις και ανελαστικές οπτικές. Οι ερευνητές είναι
αναγκαίο να προσαρμόζουν και να προσαρμόζονται, να είναι ευέλικτοι και να
διερευνούν παλαιά φαινόμενα με νέες πρακτικές. Στις μέρες μας το τηλεοπτικό
φαινόμενο όχι μόνο δεν οδηγείται σε εξάλειψη, όπως πολλοί προέβλεψαν, αλλά αντίθετα
επιδεικνύει αξιοσημείωτη αντοχή.
Bandura, A.
(1965). Influence of models' reinforcement contingencies on the acquisition
of imitative responses. Journal of Personality and Social Psychology, 1(6),
589–595.
Berkowitz, L. (1964).
Aggressive cues in aggressive behavior and hostility catharsis. Psychological
Review, 71(2), 104-122.
Berkowitz, L.,
Corwin, R., & Heironimus, M. (1963). Film violence and subsequent
aggressive tendencies. Public Opinion Quarterly, 27, 217-229.
Bruner, J. S.
(1960). The Process of Education. Cambridge: Harvard University Press.
Buckingham, D.
(2008). Εκπαίδευση στα ΜΜΕ. (Ε. Κούρτη, Επιμ., & Ι. Σκαρβέλη, Μεταφρ.)
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Feshbach, S.
(1961). The stimulating versus cathartic effects of a vicarious aggressive
activity. Journal of Abnormal and Social Psychology, 63, 381-385.
Feshbach, S.,
& Singer, R. D. (1971). Television and Aggression. San Francisco:
Jossey-Bass.
Greenwald, A. G.
(1975). Consequences of prejudice against the null hypothesis. Psychological Bulletin, 82(1),
1-20. doi:https://doi.org/10.1037/h0076157
Lemish, D. (2009). Παιδιά
και τηλεόραση. Μια παγκόσμια προοπτική. (Ε. Κούρτη , Επιμ., & Ά.
Γολέμη, Μεταφρ.) Αθήνα: Τόπος.
Miller, N. E., & Dollard, J. (1941). Social Learning
and Imitation. New Haven: Yale University Press.
Tannenbaum, P.
Η., & Zillmann, D. (1975). Emotional Arousal in the Facilitation of
Aggression Through Communication. In L. Berkowitz, & L. Berkowitz (Ed.), Advances
in Experimental Social Psychology, 8, 149-192.
Van Evra, J.
(2004). Television and Child Development. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum
Associates.
Βουϊδάσκης, Β. (1992). Η τηλεοπτική βία και
επιθετικότητα και οι επιδράσεις τους στα παιδιά και στους νέους. Αθήνα:
Γρηγόρης.
Σεμεντεριάδης, Θ. (Επιμ.). (2017). Τα Μέσα
Επικοινωνίας στην εκπαίδευση των μικρών παιδιών. Εφαρμογές στον παιδικό
σταθμό. Αθήνα: Λεξίτυπον.
Σεμεντεριάδης, Θ. (2011). Εκπαίδευση στα ΜΜΕ στο
Δημοτικό Σχολείο. Νέα Παιδεία(139), 138-147.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved