Περιγραφή: Περιγραφή: Περιγραφή: scientific-journal-articles

Περιγραφή: Περιγραφή: Περιγραφή: CVPekpaideusis

ISSN : 2241-4665

Αρχική σελίδα περιοδικού C.V.P. Παιδαγωγικής & Εκπαίδευσης

Σύντομη βιογραφία του συγγραφέα

Κριτικές του άρθρου

Περιγραφή: Περιγραφή: Περιγραφή: vipapharm-greek

Περιγραφή: Περιγραφή: Περιγραφή: linep5

ISSN : 2241-4665

Ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 6 Μαΐου 2021

«ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΜΑΘΗΣΗΣ (ΕΚΜ): ΕΝΑ ΜΟΝΤΕΛΟ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ»

 

Ντρίμερης Γεώργιος

 

Εκπαιδευτικός στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Μed  στα Αναλυτικά Προγράμματα και τη Διδασκαλία

 

 

«PROFESSIONAL LEARNING COMMUNITIES (PLC): A MODEL OF SCΗOOL ORGANIZATION»

 

Ntrimeris Georgios

 

Teacher in secondary education, Med in Curriculum Development and Instruction

 

http://www.scientific-journal-articles.org/greek/free-online-journals/education/education-articles/ntrimeris-georgios/beliefs-of-middle-school-students-about-the-use-of-new-technologies-in-mathematics-teaching-ntrimeris-georgios.files/image006.gif

 

Περίληψη

Η παρούσα μελέτη προσεγγίζει την έννοια των Επαγγελματικών Κοινοτήτων Μάθησης εκπαιδευτικών στον χώρο του σχολείου. Οι επαγγελματικές κοινότητες μάθησης (ΕΚΜ) αποτελούν μια καινοτόμο προσπάθεια, ένα μοντέλο οργάνωσης του σχολείου που επιδρά θετικά στους μαθητές, στους εκπαιδευτικούς και στην ίδια τη σχολική μονάδα, το οποίο παγκοσμίως κερδίζει συνεχώς έδαφος στον εκπαιδευτικό χώρο. Αντικείμενο της μελέτης αυτής σχετικά με τις ΕΚΜ αποτελεί η κατανεμημένη ηγεσία, ο ρόλος του διευθυντή του σχολείου, το όραμα και οι αξίες που πρέπει να ρυθμίζουν τη λειτουργία του σχολείου, η συνεργασία των εκπαιδευτικών και τα αποτελέσματά της σε μαθησιακό και σχολικό επίπεδο, η ανάπτυξη και διατήρηση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στο εκπαιδευτικό προσωπικό καθώς επίσης μεταξύ του σχολείου και της ευρύτερης σχολικής κοινότητας. Επιπροσθέτως, εξετάζονται οι πιθανότητες επιτυχίας του μοντέλου των ΕΚΜ στην Ελλάδα και οι συνθήκες που πρέπει να εξασφαλισθούν, όχι απλά για να ενσωματωθούν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δομές που παραπέμπουν στις ΕΚΜ , αλλά για να επιτευχθούν και τα αναμενόμενα αποτελέσματα.  

Abstract

            The present study approaches the concept of Professional Learning Communities of teachers in the school environment. Professional Learning Communities (PLC) are an innovative endeavor, a model of school organization that has a positive impact on students, teachers and school unit in general, which is constantly gaining ground in the world of education. The object of this study on PLC is the distributed leadership, the role of the school principal, the vision and values ​​that should regulate the operation of the school, the cooperation of teachers and its results at the learning and school level, the development and maintenance trust between teaching staff as well as between the school and the wider school community. In addition, the chances of success of the PLC model in Greece and the conditions that must be ensured are examined, not only in order to integrate structures that refer to PLC in the Greek educational system, but also to achieve the expected results.     

http://www.scientific-journal-articles.org/greek/free-online-journals/education/education-articles/ntrimeris-georgios/beliefs-of-middle-school-students-about-the-use-of-new-technologies-in-mathematics-teaching-ntrimeris-georgios.files/image006.gif

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Περίληψη

Abstract

Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή

Κεφάλαιο 2: Συνθήκες υποστήριξης των ΕΚΜ

Κεφάλαιο 3: Οι διαστάσεις των επαγγελματικών κοινοτήτων μάθησης

Κεφάλαιο 4: Συντήρηση και Διατήρηση των ΕΚΜ

Κεφάλαιο 5: Πιθανότητες επιτυχίας των ΕΚΜ στην Ελλάδα Συμπεράσματα

Βιβλιογραφία

http://www.scientific-journal-articles.org/greek/free-online-journals/education/education-articles/ntrimeris-georgios/beliefs-of-middle-school-students-about-the-use-of-new-technologies-in-mathematics-teaching-ntrimeris-georgios.files/image006.gif

 

Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή

Οι Επαγγελματικές Κοινότητες Μάθησης (ΕΚΜ) έρχονται να δώσουν απάντηση στο ερώτημα : «πώς βελτιώνουμε την  ποιότητα εκπαιδευτικών;», καθώς αυτή αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα βελτίωσης των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Η λέξη Επαγγελματικές σχετίζεται με το επάγγελμα του εκπαιδευτικού (υστερεί σε γόητρο, γίνεται προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του επαγγέλματος), η λέξη Κοινότητες παραπέμπει σε ανθρώπους με κοινά στοιχεία (συνυπάρχουν στον ίδιο εργασιακό χώρο, έχουν κοινούς στόχους, οράματα και αξίες) και η λέξη Μάθησης αναφέρεται στην έμφαση που δίδεται στη μάθηση  η οποία είναι η ουσιαστική - κεντρική λέξη (τι μαθαίνει; τι μπορεί να κάνει ο μαθητής στο σχολείο;). Επιπροσθέτως οι  ΕΚΜ δανείζονται επιστημονικούς οικονομικούς όρους όπως είναι το όραμα, η ηγεσία, η εμπιστοσύνη και οι σχέσεις, στους οποίους αποδίδουν εκπαιδευτική έννοια και περιεχόμενο (Hord, 1997). Για τις ΕΚΜ υπάρχει ένα πλήθος ορισμών, οι οποίοι εξαρτώνται από τους στόχους που περιγράφουν, από τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των ακαδημαϊκών που τα διατυπώνουν κ. α. Ο επικρατέστερος όμως ορισμός των ΕΚΜ είναι: ομάδες εκπαιδευτικών σε σχολικά περιβάλλοντα που εργάζονται συνεργατικά με στόχο τη βελτίωση των εκπαιδευτικών πρακτικών και στρατηγικών που χρησιμοποιούνται στο σχολείο, ώστε να υπάρξει βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων (NCTE, 2010).

Σύμφωνα με τον Ορφανό (2018) : 1) τα βασικά χαρακτηριστικά των ΕΚΜ είναι η συλλογική ηγεσία, οι κοινές αξίες και τα οράματα,   η έμφαση στη μάθηση, η έμφαση σε αποτελέσματα / συλλογή και ανάλυση δεδομένων και η έμφαση στις πρακτικές 2) τα θέματα / αντικείμενο των ΕΚΜ είναι  η μάθηση, οι αποφάσεις, η λύση προβλήματος και τα προγράμματα και 3) η αναγκαιότητα ανάπτυξης των ΕΚΜ επιβάλλεται από την απομόνωση των εκπαιδευτικών, την κοινωνική φύση της μάθησης, τη μάθηση στο χώρο εργασίας και τη σύνδεση έρευνας και πρακτικής.

Βασικά χαρακτηριστικών των ΕΚΜ:  α) Η συλλογική ηγεσία: όλοι αναδεικνύουν τις ηγετικές τους ικανότητες, διευθυντής και εκπαιδευτικοί αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και συνεργάζονται. β) Οι κοινές αξίες και οράματα: στόχοι βραχυπρόθεσμοι- μακροπρόθεσμοι, σε ποια επίπεδα αναμένουμε να φτάσουν οι μαθητές. γ) Η έμφαση στη μάθηση: ανάδειξη των καλύτερων πρακτικών και διόρθωση εσφαλμένων πρακτικών που υπάρχουν. δ) Η έμφαση σε αποτελέσματα / συλλογή και ανάλυση δεδομένων που σχετίζονται με τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις  συμπεριφορές των μαθητών. ε) Η έμφαση στις πρακτικές και όχι απλά σε δομές: δεν αρκεί να οριστεί συγκεκριμένος χώρος και χρόνος , ώρα ,μέρα συναντήσεων. Σημασία έχει τι κάνουν οι άνθρωποι, όταν βρίσκονται, δηλ. πώς συνεργάζονται για να βελτιώσουν τις διαδικασίες της μάθησης.     

Θέματα / αντικείμενο των ΕΚΜ: α) Η μάθηση: πώς βελτιώνουμε τις διαδικασίες μάθησης, πώς μαθαίνουν τα παιδιά, τι σημαίνει αποτελεσματική διδασκαλία; πώς την εφαρμόζουμε;. β) Οι αποφάσεις: βελτίωση της διαδικασίας λήψης απόφασης με τη συλλογή δεδομένων. γ) Η λύση προβλήματος: αντιμετώπιση απλών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι δάσκαλοι στις τάξεις τους. δ) Τα προγράμματα: ανάπτυξη συγκεκριμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων με τα οποία θα αντιμετωπιστούν συγκεκριμένες πτυχές της μαθησιακής διαδικασίας.

Η αναγκαιότητα ανάπτυξης των ΕΚΜ  επιβάλλεται από: α) την απομόνωση των εκπαιδευτικών: για να αντιμετωπιστεί η αντίληψη ότι το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι επάγγελμα απομόνωσης, ότι δηλαδή ο κάθε εκπαιδευτικός εργάζεται μόνος του πίσω από κλειστές πόρτες. Με τις ΕΚΜ όλοι συνεργάζονται από κοινού για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της μάθησης. β) την κοινωνική φύση της μάθησης: πάντα μαθαίνουμε στα πλαίσια της συνεργασίας με κοινωνικές ομάδες. γ) τη μάθηση στο χώρο εργασίας: είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα και οι προκλήσεις που έχουν οι εκπαιδευτικοί ως επαγγελματίες. δ) τη σύνδεση έρευνας και πρακτικής: οι έρευνες που δημοσιοποιούν κάποιοι ακαδημαϊκοί δεν ανταποκρίνονται ή δεν βρίσκουν εφαρμογή στα σχολεία. Αντίθετα στις ΕΚΜ όλες οι ενέργειες των δασκάλων κατευθύνονται στο να λύσουν επιμέρους καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν στη διδασκαλία τους.

Σύμφωνα με  τον DuFour (2004), στον πυρήνα των ΕΚΜ θα δούμε την ιδέα ότι οι μαθητές μαθαίνουν, ότι υπάρχει μια κουλτούρα συνεργασίας και ότι υπάρχουν φανερά αποτελέσματα, και επιπλέον ότι είναι  παγκοσμίως μια καινοτόμος προσπάθεια των τελευταίων χρόνων κατά την οποία η ιδέα της συνεργασίας των εκπαιδευτικών προωθήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Παρόλα αυτά δεν διαπιστώνεται υψηλό επίπεδο συνεργασίας και επικρατεί απομόνωση των εκπαιδευτικών. Ο Piercey (2010) ασχολήθηκε και προσπάθησε να δώσει  απάντηση σε  σχετιζόμενα με το θέμα αυτό ερωτήματα όπως: γιατί η συνεργασία είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, παρ’ όλο που από παιδαγωγική και επιστημονική πλευρά είναι μια αποτελεσματική πρακτική και για ποιους λόγους οι εκπαιδευτικοί αντιστέκονται; Για να δοθεί μια απάντηση σ’ αυτό είναι αναγκαίο να εστιάσουμε σε ζητήματα που αφορούν την ισότητα με την οποία οι εκπαιδευτικοί συμμετέχουν και συνεισφέρουν, στο διαμοιρασμό της ηγεσίας κλπ. που διαφοροποιούν τις ομάδες των εκπαιδευτικών και είναι αυτά τα οποία δε συναντώνται σε άλλες ομάδες (στις επιχειρήσεις, στα ομαδικά αθλήματα κλπ.). Επιπροσθέτως, δεν αποτελεί στόχο των ΕΚΜ να μάθουν οι νέοι εκπαιδευτικοί την τέχνη και τα μυστικά του επαγγέλματος κοντά στους έμπειρους εκπαιδευτικούς, αλλά όλοι ανεξάρτητα από ηλικία – εμπειρία μπορούν να μάθουν ο ένας από τον άλλον. Δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη ομοφωνίας και ταύτισης απόψεων σε μία ΕΚΜ, αλλά το ζητούμενο είναι η διαφωνία και η σύγκρουση να οδηγήσει σε αυτό που είναι χρήσιμο για τους μαθητές στα πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος. Δεν μπορεί να αποτελέσει μια οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων ΕΚΜ, αλλά για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται επίσης η ύπαρξη κοινών αξιών, στόχων και οραμάτων.

 Όπως αναφέρεται από τους Darling-Hammond, Linda, Ruth Chung Wei, Alethea Andree, Nikole Richardson, and Stelios Orphanos. (2009), έρευνες έδειξαν ότι η αποτελεσματική επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών οδηγεί σε καλύτερες επιδόσεις, λιγότερες απουσίες από το σχολείο και σε αύξηση του ενδιαφέροντος των μαθητών για τα σχολικά δρώμενα και συνεπώς η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών σχετίζεται άμεσα με τις μαθησιακές επιδόσεις. Η επαγγελματική ανάπτυξή τους πρέπει α) να είναι συνεχής, έντονη και όχι περιστασιακή, όπως ένα σεμινάριο μικρής διάρκειας, και επιπροσθέτως  να συνδέεται με πρακτικές εφαρμογές  αυτών που μαθαίνει ο εκπαιδευτικός και σχετίζονται με τη διδασκαλία και τον προγραμματισμό, ενώ κατά τη διδασκαλία πρέπει  να λαμβάνεται υπόψη το τοπικό σχολικό συγκείμενο β) να εστιάζεται στη μάθηση και να έχει  άμεση σχέση με το αναλυτικό πρόγραμμα. Να μην είναι μια απλή διδασκαλία τεχνικών και στρατηγικών, αλλά να γίνεται μοντελοποίηση, συζήτηση και ανάλυση, ώστε να εντοπίζονται τα λάθη και οι παρανοήσεις από τους μαθητές και να αναδεικνύονται οι κατάλληλες στρατηγικές για συγκεκριμένες ομάδες μαθητών γ) να είναι σχετική με τους στόχους που έχει θέσει το σχολείο και πώς θα επιτευχθεί η σχολική βελτίωση. Δεν πρέπει η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για παράδειγμα να είναι απομακρυσμένη από τις προτεραιότητες που έχει η σχολική μονάδα και δ) να εδραιώνει ισχυρές σχέσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών. Είναι απαραίτητο η μάθηση των εκπαιδευτικών να γίνεται στα πλαίσια μίας ΕΚΜ. Για παράδειγμα  η παρακολούθηση της διδασκαλίας συναδέλφων, ισχυροποιεί τις επαγγελματικές τους σχέσεις, τους κάνει ανοικτούς σε κριτική και παρέχει ανατροφοδότηση. Μέσα από μια τέτοια τεχνική μεγαλώνει η γνώση στρατηγικών, καλυτερεύει ο τρόπος διδασκαλίας και γίνεται εφαρμογή αποτελεσματικότερων μορφών διδασκαλίας.

Σχετικά με την εφαρμογή των ΕΚΜ, που αποτελούν το νέο μοντέλο οργάνωσης και μάθησης των εκπαιδευτικών οργανισμών, οι DuFour & Eaker  (1998), αναφέρονται σε τρεις βασικές ιδέες: α) τη διασφάλιση ότι οι μαθητές μαθαίνουν. Είναι αναγκαία η άμεση αναγνώριση των μαθητών που δυσκολεύονται, η παρέμβαση του σχολείου και η παροχή βοήθειας του σχολείου σε αυτούς β) τη δημιουργία συνεργατικού κλίματος. Οι εκπαιδευτικοί εργάζονται σε ομάδες, καλλιεργούν κοινές διαμορφωτικές αξιολογήσεις, αναζητούν στρατηγικές και ευθυγραμμίζουν τους ατομικούς στόχους με τους συλλογικούς και  γ) την εστίαση στα αποτελέσματα μέσω μιας συνεχόμενης διαδικασίας εξακρίβωσης του επιπέδου στο οποίο βρίσκεται ο μαθητής ενώ βασικό είναι η δέσμευση και η πίστη των ομάδων στη συνεχή βελτίωση.

Κεφάλαιο 2: Συνθήκες υποστήριξης των ΕΚΜ

Μία ΕΚΜ για καταφέρει να αναπτυχθεί και να δώσει αποτελέσματα στο χώρο της σχολικής μονάδας χρειάζεται η ύπαρξη συγκεκριμένων συνθηκών, οι οποίες σύμφωνα με τον Ορφανό (2018) μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο κατηγορίες:

Δομικές συνθήκες

Χρόνος για συναντήσεις

 Φυσική απόσταση

 Αλληλεπίδραση εκπαιδευτικών

 Δομές επικοινωνίας

Αυτονομία εκπαιδευτικών

Ανθρώπινες συνθήκες

 Ανοικτοί στη βελτίωση

Εμπιστοσύνη και σεβασμός

Συλλογική σοφία

Στήριξη από ηγεσία

Ενσωμάτωση νέων εκπαιδευτικών

Επιχειρώντας σύγκριση των παραπάνω συνθηκών, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, πως οι ανθρώπινες  συνθήκες είναι σημαντικότερες από τις δομικές. Δίχως τις ανθρώπινες ακόμα και οι εξαιρετικότερες δομικές συνθήκες δεν θα έχουν αποτέλεσμα. Σύμφωνα με την Hord (1997) ο χρόνος που διατίθεται για αλληλεπίδραση ενδέχεται να είναι ανεπαρκής ή για διάφορους λόγους, όπως προσωπικές υποχρεώσεις και προβλήματα, να μειώνεται, με αποτέλεσμα να πέφτει αρχικά το ενδιαφέρον των συμμετεχόντων και η ποιότητα του όλου εγχειρήματος.  Επιπλέον σύμφωνα με τον Ορφανό (2018),  η επικοινωνία και κυρίως οι συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των εκπαιδευτικών, ενδέχεται να μην έχουν οργανωθεί με τη δέουσα προσοχή ή ακόμα και να μην επικεντρώνονται στο κυρίαρχο θέμα της μάθησης. Από τα παραπάνω διαφαίνεται πως είναι επιβεβλημένη η μετατόπιση της έμφασης στις ανθρώπινες συνθήκες. 

Κεφάλαιο 3: Οι διαστάσεις των επαγγελματικών κοινοτήτων μάθησης

Ερευνητικά αποτελέσματα από συγκεκριμένες έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε ΗΠΑ, Αγγλία και Αυστραλία, όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά των ΕΚΜ δηλ. κοινοτήτων μάθησης στα σχολεία, δείχνουν, καθώς  φαίνεται, ότι υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά, συγκεκριμένες  διαστάσεις που είναι κοινές σε διάφορα σχολικά  συγκείμενα σε διάφορες χώρες Για παράδειγμα, βασικό συστατικό των ΕΚΜ είναι οι κοινές αξίες, το κοινό όραμα, η έμφαση στη μάθηση και στα μαθησιακά αποτελέσματα, η ανάληψη μια κριτικής στάσης έναντι των διδακτικών προσεγγίσεων και των συμπεριφορών των εκπαιδευτικών στα σχολεία, η συλλογική ηγεσία, ο πειραματισμός και η συνεργασία ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς. Συνοψίζοντας, σύμφωνα με τους ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με το θέμα αυτό, πέντε είναι οι βασικές διαστάσεις για τις οποίες υπάρχει μια σχετική συμφωνία ανάμεσα τους και οι οποίες σύμφωνα με τον Ορφανό (2018), είναι οι ακόλουθες:

Αναστοχαστικός διάλογος-Κριτική

Οι συζητήσεις λαμβάνουν χώρα στο σχολείο και αφορούν στο  περιεχόμενο των μαθημάτων, στην παρουσίαση περιεχομένου (μαθητές/ομάδες μαθητών), στις κοινωνικές συνθήκες του σχολείου, σε θέματα ισότητας και δίκαιης μεταχείρισης, στη γονική εμπλοκή και στην ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων και καινοτομίας. Σκοπός των συζητήσεων αυτών είναι να έρθουν στην επιφάνεια πρακτικές, πεποιθήσεις, στάσεις , αντιλήψεις , απόψεις για το πώς  προσεγγίζουν το μάθημα, τους μαθητές, τις διαδικασίες διδασκαλίας και μάθησης. Μέσα από τις συζητήσεις πραγματοποιείται αλλαγή διδακτικής συμπεριφοράς, διαμόρφωση καινούριου πλαισίου δράσης για τους δασκάλους και αυτό θα οδηγήσει σε νέες αποτελεσματικές συμπεριφορές για το μέλλον. Επιπροσθέτως στις συζητήσεις εντάσσονται ισότιμα εκπαιδευτικοί και γονείς αναζητώντας συνεχώς τις βέλτιστες λύσεις μεταξύ εκείνων που δοκιμάστηκαν κατά τη μαθησιακή διαδικασία.

Αλληλεπίδραση-Συνεργασία

Οι εκπαιδευτικοί παρακολουθούν, συζητούν και μοιράζονται μεθόδους και στρατηγικές διδασκαλίας. Επικρατεί διαφάνεια στη διδασκαλία / πρακτική, παρακολουθούν ο ένας τη διδασκαλία του άλλου , είναι ευπρόσδεκτοι σε οποιαδήποτε αίθουσα να παρακολουθήσουν μάθημα συναδέλφου και στη συνέχεια να το συζητήσουν μαζί του. Με συλλογική εργασία για ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού, νέες προσεγγίσεις στο περιεχόμενο του Αναλυτικού Προγράμματος και αξιολόγηση αυτών, ξεφεύγουμε από τη φυσική απομόνωση του δασκάλου και την ατομική εργασία και προχωρούμε στη διαφάνεια , τη συνεργασία και την αλληλεπίδραση. Αποτέλεσμα είναι η συλλογική σοφία και η αύξηση του ανθρώπινου κεφαλαίου στο σχολείο. Για την επίτευξη των παραπάνω απαιτείται εγκατάλειψη της παλαιάς νοοτροπίας σχετικά με τη θέση και τον τρόπο εργασίας των εκπαιδευτικών. Πρόκειται για μια  βασική αλλαγή στο χώρο της εκπαίδευσης και προφανώς απαιτείται χρόνος για να ξεπεραστούν αναχρονιστικές τακτικές και να εδραιωθούν νέες συμπεριφορές. Η συνεργασία για να πετύχει, πρέπει να έχει σωστή θεματολογία, σωστό περιεχόμενο στο οποίο περιλαμβάνονται ουσιαστικές συζητήσεις σχετικές με το αναλυτικό πρόγραμμα, μέθοδοι και σύστημα αξιολόγησης, φροντίδα για επαγγελματική ανάπτυξη, βελτίωση διδασκαλίας και ενδυνάμωση των υστερούντων σε μαθησιακό επίπεδο μαθητών. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αποτελεσματικών ομάδων είναι: η εμπιστοσύνη ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, η προσοχή σε αποτελέσματα δίνοντας έμφαση στο τι πετυχαίνει και πώς βελτιώνεται η ομάδα, η λογοδοσία που αποτελεί κίνητρο για βελτίωση, η αφοσίωσης στην επίτευξη των στόχων και αποβολή του φόβου της σύγκρουσης (ένας παραγωγικός διάλογος κάποιες φορές οδηγεί σε σύγκρουση που είναι φυσικό φαινόμενο και πρέπει να λαμβάνει χώρα).

Έμφαση στη μάθηση

Οι ΕΚΜ δίνουν έμφαση στα μαθησιακά αποτελέσματα. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να δημιουργεί την πεποίθηση πως μπορεί να επιτευχθεί  το ακατόρθωτο με οποιονδήποτε μαθητή του, να πιστεύει πως όλοι μπορούν να μάθουν,  όλοι μπορούν να φτάσουν σε σχετικά υψηλό επίπεδο, όταν τους προσφερθεί μια υψηλού επιπέδου διδασκαλία, να έχει έντονη αίσθηση ευθύνης και υποχρέωσης  απέναντι στους μαθητές και στην κοινωνία και τέλος πίστη πως μπορεί να βοηθήσει (οι εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουν την ισχυρή πεποίθηση και προσδοκίες για τους εαυτούς τους ότι μπορούν να βοηθήσουν τους ίδιους τους μαθητές). Δεν πρέπει να μιλάμε για την τυφλή πίστη του εκπαιδευτικού στον μαθητή αλλά για την πίστη του εκπαιδευτικού στις δικές του δυνατότητες.

Οράματα και Αξίες 

Επιβεβαίωση κοινών αξιών όσον αφορά ζωτικής σημασίας εκπαιδευτικά ζητήματα όπως είναι: οι μαθητές, η ικανότητά τους να μαθαίνουν, η επίδραση που έχει ο εκπαιδευτικός, οι προτεραιότητες για διδακτικό χρόνο, ο ρόλος των εκπαιδευτικών, των γονιών, των μαθητών και πώς αντιμετωπίζεται και πώς προλαμβάνεται μια αποτυχία. Έτσι σε κάποιο σχολείο με όραμα ακαδημαϊκής και κοινωνικής φύσεως, που οδηγεί στην υιοθέτηση αξιών όπως δικαιοσύνη και αφοσίωση, οι εκπαιδευτικοί οδηγούνται με τη σειρά τους σε συγκεκριμένες ενέργειες, όσον αφορά τη διαδικασία της μάθησης και διδασκαλίας, βελτιώνουν τη διδασκαλία τους και υιοθετούν προσεγγίσεις που διευκολύνουν τη μάθηση, και τον τρόπο που γίνεται η προσέγγιση του μαθήματος. Η διατύπωση του οράματος μιας σχολικής μονάδας εκφράζει το τελικό αποτέλεσμα, τον τελικό στόχο, που θέλουν να επιτύχουν οι εκπαιδευτικοί της και στον οποίο είναι όλοι συντεταγμένοι. Επιπροσθέτως εκφράζει και τις κυρίαρχες καθημερινές δραστηριότητες της μονάδας που απαιτούνται για να υλοποιηθεί ο στόχος. Το όραμα αναφέρεται σε κάτι μελλοντικό, είναι η τελική εικόνα του σχολείου μετά την υλοποίηση των προγραμματισθέντων, δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές για το τι πρέπει να γίνεται σε καθημερινή βάση, ενώ για να πετύχει χρειάζεται η συνεχής ανθρώπινη προσπάθεια όλων των εμπλεκομένων. Είναι μια μακροπρόθεσμη προοπτική που καθορίζεται από ερωτήματα όπως: πού θέλουμε να φτάσουμε, πότε και με ποιο τρόπο θα το καταφέρουμε, τι επιτάσσει η κατάσταση, ποιες καινοτομίες πρέπει να υιοθετήσουμε, ποιες είναι οι καλύτερες διδακτικές στρατηγικές που θα πρέπει να εφαρμόσουμε; Η κάθε σχολική μονάδα δύναται και οφείλει να έχει το δικό της όραμα το οποίο θα σχετίζεται και θα απαντά στο τι σχολείο θέλουμε να γίνουμε, ποια είναι η κατεύθυνση που θα ακολουθήσουμε μελλοντικά, ποιες αξίες θα διέπουν τη δράση μας κ.α. Νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα, παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα και οικονομική κρίση, δημιουργούν προβλήματα και καθώς η σχολική μονάδα δεν είναι αποκομμένη από την κοινωνία, το όραμα γι’ αυτήν έχει νόημα ύπαρξης και επιβάλλεται η σχολική μονάδα να διαθέτει το δικό της όραμα, αναφορικά με την ειδική αλλά και τη γενική θεώρηση της παρεχόμενης γνώσης.

Συλλογική Ηγεσία-Ηγεσία υποστήριξης των ΕΚΜ στα σχολεία

Είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας ηγεσίας υποστήριξης στις ΕΚΜ, όπως ισχύει σε κάθε προσπάθεια αλλαγής και εισαγωγής μιας καινοτομίας,  πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε σε ανάπτυξη κοινοτήτων ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς. Είναι επίσης απαραίτητη η αλλαγή στη θεώρηση του ρόλου του σχολικού ηγέτη, η αλλαγή στη δομή ηγεσίας στα σχολεία και ειδικότερα σε σχολεία με ΕΚΜ. Εγκαταλείπεται η εικόνα του παντοδύναμου διευθυντή και δίνει τη θέση της σε μια νέα δομή ηγεσίας στα σχολεία όπου όλοι μπορούν να είναι ηγέτες. Βασικό γνώρισμα της νέας αυτής δομής ηγεσίας είναι ο συμμετοχικός και διαμοιραζόμενος χαρακτήρας. Η σημερινή κατάσταση χαρακτηρίζεται από τη μετασχηματιστική ηγεσία, ενώ προϋπήρχαν δυο στάδια. Το πρώτο στάδιο ήταν η συναλλακτική μορφή ηγεσίας. Ο διευθυντής δέσμευε τον εκπαιδευτικό ότι θα έκανε συγκεκριμένες εργασίες με συγκεκριμένα ανταλλάγματα. Η δεύτερη προσέγγιση ήταν η επιμεριστική ηγεσία, όπου έχουμε κατανομή ευθυνών και αρμοδιοτήτων ανάμεσα στο εκπαιδευτικό προσωπικό, ευρεία συμμετοχή στα σχολικά δρώμενα, και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρχει στα σχολεία η μετασχηματιστική προσέγγιση η οποία βρίσκεται πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα. Ουσιαστικά, ευθύνη του σχολικού ηγέτη είναι η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, οι προσδοκίες για το καλύτερο αποτέλεσμα, η υπευθυνότητα και η αφοσίωση στους σχολικούς στόχους. Τα χαρακτηριστικά του μετασχηματιστικού ηγέτη είναι: ύπαρξη σπουδαίου οράματος και συμπεριφορά που εμπνέει τους άλλους να ακολουθήσουν, ικανότητα για παρακίνηση και δέσμευση, ενθάρρυνση για καινοτομία και δημιουργικότητα, ύπαρξη προσωπικής ευθύνης για τα άτομα στον οργανισμό. Οι ηγέτες σήμερα ηγούνται ακολουθώντας και υπηρετώντας, δείχνοντας πλέον ότι είναι συνεργάτες με τους εκπαιδευτικούς και όχι κάποιοι που κυριαρχούν. Ο ηγέτης ηγείται καλώντας τους άλλους να μοιραστούν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί όσον αφορά τη σχολική ηγεσία και οφείλει να παρέχει οργανωτική και δομική υποστήριξη στις ΕΚΜ, δίνοντας έμφαση στην αύξηση της συμμετοχής των εκπαιδευτικών στα σχολικά δρώμενα, στη δημιουργία, τη στήριξη και την ανάπτυξη ομάδων εργασίας και στην αύξηση της αφοσίωσης στα κοινά οράματα. Αποποιούμενος τον παραδοσιακό, συγκεντρωτικό ρόλο του παντοδύναμου διευθυντή ο μετασχηματιστικός ηγέτης: α) εμπνέει τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν και δημιουργεί ένα κοινό κλίμα κουλτούρας μεγάλων προσδοκιών, β) υιοθετεί και ενδυναμώνει τις αξίες της εμπιστοσύνης, της αμοιβαιότητας, της συνεργατικότητας, της αφοσίωσης και της συλλογικής δράσης, γ) υποστηρίζει τους εκπαιδευτικούς, που δοκιμάζουν καινούργιες τεχνικές, ενισχύοντας την αυτονομία και την ανάληψη ρίσκου, δ) εγκαινιάζει μια συνεργατική κουλτούρα στο σχολείο η οποία προάγει την καινοτομία και ευνοεί την παραγωγή και την υλοποίηση καινούργιων ιδεών, ε) εμπλέκει όλους τους εκπαιδευτικούς της σχολικής μονάδας στη λήψη των αποφάσεων, στ) κρατάει ενωμένα τα μέρη του οργανισμού και καθιστά τα άτομα συνυπεύθυνα για τις συνεισφορές τους στο συλλογικό αποτέλεσμα.

Κεφάλαιο 4: Συντήρηση και Διατήρηση των ΕΚΜ

Οι δυσκολίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι σχολικές μονάδες στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τις ΕΚΜ σε βάθος χρόνου, εντοπίζονται κυρίως σε Προσωπικό και Οργανωσιακό επίπεδο. Επίσης, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί λόγοι που μπορεί οι ΕΚΜ στα σχολεία να μην καταφέρνουν να αποκτήσουν δυναμική ή να καταρρεύσουν. Την αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτό, δεν φέρει μόνο ο ανθρώπινος παράγοντας (εκπαιδευτικός) ή μόνο ο παράγοντας σχολείο, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι συνδυασμός και των δύο αυτών παραγόντων.  Κατά την εφαρμογή μιας νέας πολιτικής, δίνεται κυρίως έμφαση και εστίαση σε δομικές αλλαγές, γιατί αυτές είναι πολύ πιο εμφανείς, ενώ υποτιμάται η κουλτούρα, η ατμόσφαιρα και ο ανθρώπινος παράγοντας. Αν οι δομικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα κατά τη λειτουργία των ΕΚΜ, δεν είναι σε συνάρτηση με αυτούς που θα κληθούν να τις εφαρμόσουν (δεν λαμβάνουν υπόψη σκέψεις, πεποιθήσεις, αντιλήψεις), είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκύψουν προβλήματα στη διατήρηση των αλλαγών που επιχειρούν οι ΕΚΜ να φέρουν.

 Όπως κάθε καινούριος θεσμός έτσι και οι ΕΚΜ επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στη ζωή των εκπαιδευτικών. Όμως πολλές φορές η αλλαγή δεν επιτυγχάνεται, διότι οι εκπαιδευτικοί έχουν διαφορετικές προτεραιότητες, πρόγραμμα και αντιλήψεις. Το προσωπικό ενδιαφέρον του κάθε εκπαιδευτικού αυξάνεται ή μειώνεται αναλόγως του βαθμού αλλαγής που θα επιφέρουν οι ΕΚΜ στην προσωπική του ζωή αλλά και στην καθημερινή του ρουτίνα στο σχολείο. Αυτά αποτελούν αιτίες για άμεση ή έμμεση προσωπική αντίσταση στις ΕΚΜ και οδηγούν σε αμυντική στάση τους εκπαιδευτικούς έναντι των όσων συνεπάγονται οι ΕΚΜ. Επιπλέον ο χρόνος των εκπαιδευτικών είναι λίγος και υπάρχουν πολλές απαιτήσεις. Αν οι ΕΚΜ αφαιρούν από τον χρόνο αυτό τότε ο εκπαιδευτικός θα τηρήσει αμυντική στάση και θα αντισταθεί στην εφαρμογή και στη διατήρηση των ΕΚΜ. Αντιστάσεις και εμπόδια στις ΕΚΜ αποτελούν η απειλή της αυτονομίας, η σύγκρουση προσωπικών, εκπαιδευτικών ή επαγγελματικών θεωριών των εκπαιδευτικών με τη λογική των ΕΚΜ και τέλος η αδυναμία στην επικοινωνία, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών δεν είναι εκπαιδευμένη στην διαπροσωπική επικοινωνία και την ομαδική εργασία. Επιπροσθέτως οι συζητήσεις δυσκολεύουν αρκετές φορές τους εκπαιδευτικούς γιατί δεν είναι εύκολο κάποιος να είναι ειλικρινής λέγοντας πικρές αλήθειες για συναδέλφους του και ταυτόχρονα να περνάει το μήνυμα ότι ειλικρινά νοιάζεται γι’ αυτούς. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει, και πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, η δυναμική των ομάδων που αναπτύσσονται σε μια ΕΚΜ, γιατί αυτή οδηγείται σε μαρασμό, όταν τα άτομα δυσκολεύονται να εξισορροπήσουν προσωπικές και ομαδικές φιλοδοξίες και συμφέροντα.

Οι δυσκολίες που προέρχονται από το σχολικό συγκείμενο κυρίως αφορούν α) στα σχολικά χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα το μέγεθος του σχολείου, η  βαθμίδα της εκπαίδευσης, η τοποθεσία, ο μαθητικός πληθυσμός, η αλλαγή/διαδοχή της ηγεσίας, η κουλτούρα του σχολείου και οι συναντήσεις των εκπαιδευτικών β) στο προσωπικό και κυρίως στη σύνθεσή του και στο χρόνο που θα παραμείνει στη σχολική μονάδα γ) στην υποστήριξη και στις εξωτερικές συνθήκες οι οποίες δύναται να επηρεάσουν τον τρόπο που λειτουργεί μια ΕΚΜ όπως π.χ. είναι άλλες μεταρρυθμίσεις που λαμβάνουν χώρα, η φιλοσοφία και η οικονομική υποστήριξη.

Αναφορικά με το μέγεθος της σχολικής μονάδας, σε πιο μικρά σχολεία παρέχεται ευνοϊκότερο περιβάλλον για εργασία και η επικοινωνία είναι πιο καλή. Υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες και αμεσότητα στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς. Σχετικά με τη  βαθμίδα της εκπαίδευσης είναι δυσκολότερη η υιοθέτηση και διατήρηση των ΕΚΜ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εξ’ αιτίας των στόχων και της οργανωτικής δομής της. Επίσης, όταν οι σχολικές μονάδες είναι απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα, καθίσταται πιο δύσκολη η συνεργασία με άτομα και άλλες σχολικές μονάδες εκτός αυτής. Επιπλέον η κουλτούρα (αξίες, πεποιθήσεις, διαδικασίες ακόμη και σύμβολα που καθορίζουν την προσωπικότητα μιας σχολικής μονάδας), παίζει σημαντικό ρόλο στον τρόπο σκέψης και δράσης των ανθρώπων και μπορεί να επηρεάσει τις στάσεις και τις αντιλήψεις τους  σχετικά με τις ΕΚΜ., ωστόσο πρόκειται για έναν  καινοτόμο θεσμό που απαιτεί από αυτούς νέες αντιλήψεις και συμπεριφορές που συνήθως έρχονται σε σύγκρουση με την υφιστάμενη κουλτούρα. Μεγάλο ρόλο διαδραματίζει και η ηγεσία η οποία κάποιες φορές μπορεί να επιδράσει αρνητικά στη διατήρηση μιας ΕΚΜ. Σε μια σχολική μονάδα με ΕΚΜ για παράδειγμα, αν ένας διευθυντής αποχωρήσει και στη θέση του έρθει κάποιος που δεν υιοθετεί τη φιλοσοφία των ΕΚΜ τότε το όλο εγχείρημα καταλήγει σε αποτυχία εξ’ αιτίας του καταλυτικού ρόλου της ηγεσίας στα σχολικά δρώμενα. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι βασική προϋπόθεση για διατήρηση μιας ΕΚΜ σε μία σχολική μονάδα είναι η βελτίωση στα μαθησιακά αποτελέσματα, έστω και αν είναι μικρή και τις περισσότερες φορές δεν βρίσκεται στο προσκήνιο όσων επιδιώκουν την αλλαγή, γιατί ο κόσμος θέλει να δει απτά αποτελέσματα προτού δεσμευθεί ή αφοσιωθεί πλήρως σε ένα νέο θεσμό ή μια νέα εκπαιδευτική πολιτική, όπως είναι και οι ΕΚΜ.

Σημαντικότατος παράγοντας για την ανάπτυξη και τη διατήρηση των ΕΚΜ είναι το προσωπικό των σχολικών μονάδων. Καλό είναι να παραμένει το ίδιο προσωπικό στη σχολική μονάδα για σχετικά μεγάλο διάστημα, αφοσιωμένο και δεσμευμένο στους σκοπούς και τα οράματα της ΕΚΜ. Επιπρόσθετα ο αριθμός του να είναι σχετικά μικρός, ενώ σημαντική παράμετρος είναι η σύνθεση του προσωπικού αναφορικά με το υπόβαθρο, τις εκπαιδευτικές θεωρίες, τις εμπειρίες και τη στάση που έχει απέναντι στην αλλαγή.

Εμπόδια στην ανάπτυξη και στη διατήρηση  μπορούν επίσης να επιφέρουν οι εξωτερικές συνθήκες, όπως είναι άλλες εκπαιδευτικές πολιτικές και μεταρρυθμίσεις. Οι ΕΚΜ από μόνες τους συνιστούν μια πολύ σημαντική αλλαγή για μια σχολική μονάδα.  Έτσι, αν κατά τη διάρκεια εφαρμογής μίας ΕΚΜ σε μια σχολική μονάδα, τρέχουν παράλληλα και άλλες μεταρρυθμίσεις, τότε η πίεση που ασκείται στους εκπαιδευτικούς είναι μεγάλη με αποτέλεσμα η διατήρηση της ΕΚΜ να καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη. Συνεπώς είναι απαραίτητη η προστασία των εκπαιδευτικών που εργάζονται σε ΕΚΜ από άλλες εξωτερικές μεταρρυθμίσεις. Αν για παράδειγμα τρέχουν παράλληλα πολιτικές που απειλούν την επαγγελματική τους θέση όπως είναι μια νέα πολιτική ατομικής αξιολόγησης, τότε οι εκπαιδευτικοί είναι δυνατόν να αγχωθούν, να εκνευρισθούν, να βάλουν το ατομικό συμφέρον πάνω από το ομαδικό και τότε το ενδιαφέρον τους για τις ΕΚΜ να είναι φυσιολογικά περιορισμένο. Είναι απαραίτητο η πολιτεία και η τοπική κοινότητα να παρέχουν τη στήριξή τους, να υπάρχει ικανοποιητική χρηματοδότηση και ταύτιση της φιλοσοφίας του σχολείου με τη φιλοσοφία της αλλαγής η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει όλα τα κύρια στοιχεία της σχολικής κοινότητας, δηλαδή, τη σχολική μονάδα, την  ευρύτερη κοινότητα και την εκπαιδευτική περιφέρεια.

Κεφάλαιο 5: Πιθανότητες επιτυχίας των ΕΚΜ στην Ελλάδα Συμπεράσματα

Όλο και περισσότερες χώρες παγκοσμίως υιοθετούν στις σχολικές τους μονάδες το μοντέλο των ΕΚΜ. Στον Ελλαδικό όμως χώρο, η φιλοσοφία  τους  δεν έχει εμπεδωθεί ακόμη σε μεγάλο βαθμό. Η Ελλάδα συνεχίζει να είναι επιφυλακτική και δύσπιστη στον καινοτόμο θεσμό των ΕΚΜ, τη στιγμή που έχει πολλούς λόγους να τον ενσωματώσει στο εκπαιδευτικό της σύστημα, όπως για παράδειγμα είναι οι χαμηλές επιδόσεις των μαθητών σε διεθνείς διαγωνισμούς (π.χ. Διεθνές Πρόγραμμα PISA), που έχουν στόχο την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων που αποκτούν οι μαθητές στο σχολείο. Επιπλέον, επειδή η  ποιότητα του εκπαιδευτικού αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα βελτίωσης των μαθησιακών αποτελεσμάτων, επιβάλλεται η εφαρμογή των ΕΚΜ, γιατί οι εκπαιδευτικοί που ενστερνίζονται το μοντέλο αυτό, μέσω της αλληλεπίδρασης, της αλληλεξάρτησης και της συνεργατικής δράσης με τους συναδέλφους τους επιτυγχάνουν την ανταλλαγή απόψεων, ιδεών και νέων αποτελεσματικότερων στρατηγικών διδασκαλίας. Επιπροσθέτως, μοιράζονται  τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εργασία τους, προσπαθούν να αναπτύξουν καινοτόμα προγράμματα και πρακτικές διδασκαλίας και αναστοχάζονται πάνω στην ποιότητα αυτών, στοχεύοντας στην διόρθωση των εσφαλμένων και την ανάπτυξη των  καλυτέρων πρακτικών, προκειμένου να βελτιωθεί η διδασκαλία. Η εφαρμογή των ΕΚΜ θα άλλαζε το τοπίο στις σχολικές μονάδες, δημιουργώντας συνθήκες που βοηθούν στην αλλαγή συμπεριφορών και πρακτικών, οι οποίες βελτιώνουν τις μαθησιακές διαδικασίες και πετυχαίνουν καλύτερα αποτελέσματα. Σήμερα, οι πιθανότητες επιτυχίας του μοντέλου των ΕΚΜ στην Ελλάδα είναι μικρές. Για να θεωρηθεί επιτυχημένη  η λειτουργία τους, πρέπει να υπάρχουν οι συγκεκριμένες Δομικές και Ανθρώπινες συνθήκες που αναφέρθηκαν στο 2ο κεφάλαιο, και οι οποίες είναι προαπαιτούμενες για την ευδοκίμησή τους.

 Έχοντας απόλυτη επίγνωση της ελληνικής πραγματικότητας, διαπιστώνουμε ότι  είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί επιτυχώς  αυτή η πρωτοποριακή ιδέα των ΕΚΜ, διότι οι περισσότερες από τις παραπάνω συνθήκες, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, δεν ικανοποιούνται στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα καθώς οι Έλληνες εκπαιδευτικοί τόσο της Πρωτοβάθμιας όσο και της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: 

1)      Κρατούν αρνητική στάση και επιδεικνύουν φόβο, επιφύλαξη και καχυποψία για οποιαδήποτε καινοτομία, όπως εξ’ άλλου είναι η ανάπτυξη και διατήρηση μιας ΕΚΜ, καθώς δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία.

2)      Έχουν πολύ μεγάλο Μέσο Όρο  ηλικίας (περίπου 55 έτη), με αποτέλεσμα να έχουν  αποκρυσταλλωμένες απόψεις σε θέματα διδακτικών προσεγγίσεων και παιδαγωγικών μεθόδων, αλληλεπίδρασης και συνεργασίας. Οι παγιωμένες αντιλήψεις και στάσεις τους, η διαμορφωμένη νοοτροπία,  φιλοσοφία και κουλτούρα τους, είναι αυτά που τους καθιστούν αντιδραστικούς σε καινοτόμες πρακτικές. Είναι κουρασμένοι, χωρίς σωματικά και ψυχικά αποθέματα και κυρίως δεν είναι εφοδιασμένοι με τις απαραίτητες ικανότητες και γνώσεις που απαιτούνται για να υπηρετήσουν το θεσμό των ΕΚΜ.

3)      Δυσκολεύονται οι περισσότεροι στο να συνεργαστούν και στο διαμοιρασμό της γνώσης, γιατί το αίσθημα της αυτονομίας που τους χαρακτηρίζει, δεν ευνοεί τις διαπροσωπικές σχέσεις και προφανώς τη συνεργασία και την αλληλεπίδραση.

4)      Είναι εξαθλιωμένοι και απαξιωμένοι οικονομικά και κοινωνικά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις πολλαπλές απαιτήσεις της εποχής και να μην αναλαμβάνουν ρίσκα.

5)      Δυσκολεύονται στη διευθέτηση συγκεκριμένου χρόνου, καθώς οι συναντήσεις, οι ενταγμένες στο κανονικό πρόγραμμα, δεν είναι πάντα εφικτές και ουσιαστικές εξαιτίας της κόπωσης, των πολλών εξωδιδακτικών υποχρεώσεων, της προσφοράς γραμματειακής υποστήριξης και των εφημεριών, ενώ πολλοί από αυτούς υπηρετούν σε δυο ή και τρία σχολεία και δεν έχουν διαρκή παρουσία στο σχολικό συγκρότημα.

6)      Δεν έρχονται σε επαφή και δεν δένονται ως ομάδα, εξαιτίας της δομής του σχολείου, των ωρολογίων προγραμμάτων και των πολλών και διαφορετικών γνωστικών αντικειμένων.

7)      Υπηρετούν σε μεγάλο ποσοστό σε πολυδύναμα σχολικά συγκροτήματα που βρίσκονται στα αστικά κέντρα και έτσι είναι δύσκολος ο μηδενισμός της φυσικής απόστασης ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς .

8)      Υπηρετούν πάρα πολλοί ως αναπληρωτές, οι οποίοι προσλαμβάνονται κάθε χρόνο αργά και σε διαφορετική σχολική μονάδα και έτσι δεν προλαβαίνουν να ενσωματωθούν σε αυτήν και πολύ περισσότερο να ενστερνιστούν το όραμα και την κουλτούρα της.

9)      Δεν έχουν την υποστήριξη από πολλούς  διευθυντές, οι οποίοι προσκολλημένοι στον παραδοσιακό ρόλο τους αρνούνται να αποδεχτούν  τη συλλογική ηγεσία, δε διαθέτουν όραμα, ικανότητες και γνώσεις για την υλοποίηση του μοντέλου των ΕΚΜ και αρνούνται να εγκαταλείψουν τον ηγετικό τους ρόλο, φοβούμενοι ότι θα χάσουν κεκτημένα δικαιώματα.

Συμπερασματικά, αν δεν θέλουμε απλά και μόνο να ενσωματώσουμε στο εκπαιδευτικό μας σύστημα δομές που παραπέμπουν στις ΕΚΜ , αλλά να έχουμε και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, χρειάζεται να διανύσουμε μεγάλη απόσταση και να καταβάλουμε ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια, ώστε να εξασφαλίσουμε τις κατάλληλες συνθήκες  που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη, διατήρηση και επιτυχία των ΕΚΜ στα σχολεία μας, εστιάζοντας περισσότερο στις ανθρώπινες παρά στις δομικές συνθήκες. Χωρίς τον ανθρώπινο παράγοντα δε μπορεί να δημιουργηθεί τίποτα σε κάποια σχολική μονάδα. Όπως τονίστηκε και στο 2ο κεφάλαιο, δίχως τις ανθρώπινες ακόμα και οι εξαιρετικότερες δομικές συνθήκες δεν θα φέρουν κάποιο αποτέλεσμα.

                                                                                                                                                                                  

Βιβλιογραφία

Darling-Hammond, Linda, Ruth Chung Wei, Alethea Andree, Nikole Richardson, and Stelios Orphanos. (2009)Professional Learning in the Learning Profession: A Status Report on Teacher Development in the United States and Abroad. National Staff Development Council and School Redesign Network at Stanford University, February 2009.

DuFour, R., & Eaker R. (1998). Professional Learning Communities at work: Best practices for enhancing student achievement. Bloomington, IN: Solution Tree.

DuFour, R. (2004). Professional Learning Communities: A Bandwagon, an Idea Worth Considering, or Our Best Hope for High Levels of Learning? Middle School Journal, 39(1), 4-8.

Hord, S. (1997). Professional learning communities: Communities of continuous inquiry and improvement. Austin, TX: Southwest Educational Development Laboratory.

National Council of Teachers (NCTE). (2010). Teacher Learning Communities. The Council Chronicle, November 2010.

Piercey, D. (2010). Why Don’t Teachers Collaborate? A Leadership Conundrum. Phi Delta Kappan 92(1), 54-56.

Ορφανός, Σ. (2018). Σημειώσεις μαθήματος 608. Μεταπτυχιακό: Αναλυτικά Προγράμματα και διδασκαλία. Nicosia, Cyprus: Frederick University

 

 

Περιγραφή: Περιγραφή: Περιγραφή: linep5

 

© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved

 

Περιγραφή: Περιγραφή: Περιγραφή: vipapharm

 

Περιγραφή: Περιγραφή: Περιγραφή: linep5