ISSN : 2241-4665
Σύντομη βιογραφία των συγγραφέων |
Κριτικές του άρθρου |
ISSN : 2241-4665
Ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 22 Μαρτίου 2019
Τηλεόραση και
βρεφική ηλικία
Σεμεντεριάδης Θεμιστοκλής, Νηπιαγωγός, Διδακτορικό
στις Παιδαγωγικές Επιστήμες
Κατσάρα Ασπασία, Δασκάλα, Μεταπτυχιακό
στις Επιστήμες της Αγωγής
Μουχτάρη Ιωάννα, Ψυχολόγος, Μεταπτυχιακό
στη Συμβουλευτική Ψυχολογία
Αποστόλου Γιαννούλα, Νηπιαγωγός
Television and infancy
Sementeriadis
Themistoklis, Kindergarten teacher, PhD in Pedagogical Sciences
Katsara
Aspasia, Elementary school teacher, Master in Education
Mouchtari
Ioanna, Psychologist,
Post-Master in Counselling Psychology
Apostolou Giannoula, Kindergarten teacher
Περίληψη:
Η τηλεοπτική οθόνη μπορεί να αποτελέσει συστατικό
στοιχείο της καθημερινότητας των μικρών παιδιών ακόμα και των βρεφών και να
διαμορφώσει άμεσα ή έμμεσα τη ρουτίνα τους. Σκοπός της παρούσας μελέτης
είναι να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ της τηλεόρασης και της βρεφικής
ηλικίας. Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις σχετικά με τη σχέση αυτή. Η πρώτη
υποστηρίζει ότι το βρέφος δεν ενδείκνυται να παρακολουθεί τηλεόραση, ενώ η
δεύτερη ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η βρεφική τηλεθέαση μπορεί να έχει
θετικά αποτελέσματα.
Abstract:
Television screen
can form a constituent component in children's everyday living and can affect
and shape their daily routine. Our present study aims to examine the
association between television and infants' group. There are two approaches on
this topic. According to the first view television is not recommended for
infants whereas according to the second stance under certain conditions
television can have positive effect on them.
1. Εισαγωγή
Η σχέση της τηλεόρασης με τα παιδιά αποτελεί ένα
διαχρονικά επίκαιρο θέμα που απασχολεί πολλούς ερευνητές, εκπαιδευτικούς,
γονείς, την κοινωνία ευρύτερα. Υπάρχουν
δύο βασικές σχολές σκέψης που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη σχέση αυτή: της
επίδρασης και του ενεργού παιδιού (Βρύζας, 1997).
Στο υπόδειγμα της επίδρασης δίνεται έμφαση στις αναπτυξιακές θεωρίες της
γνωστικής ψυχολογίας και κάθε παιδί εξετάζεται ξεχωριστά. Η προσέγγιση αυτή ονομάζεται
και «μοντέλο της ανεπάρκειας», καθώς εκτιμά πως το παιδί είναι ανεπαρκές σε
σύγκριση με το «ιδανικό» πρότυπο του σκεπτόμενου ενήλικα. Σύμφωνα με τη θεώρηση
της επίδρασης, τα παιδιά, εξαιτίας των αναπτυξιακών τους χαρακτηριστικών ,
είναι ευάλωτα στα τηλεοπτικά μηνύματα και χρήζουν προστασίας. Στο υπόδειγμα του
ενεργού παιδιού θεωρείται δεδομένο ότι τα παιδιά ενεργούν με βάση τις δικές
τους απόψεις, σκέψεις, ανάγκες, κοσμοθεωρίες, καθώς και τα δικά τους ενδιαφέροντα.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση θεωρεί τα παιδιά αυτόνομα άτομα, κοινωνικά επαρκή,
που κατανοούν με ενεργητικό τρόπο και αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους. Η
θεώρηση του ενεργού παιδιού στηρίζεται στις εθνογραφικές μελέτες και τις
πολιτισμικές σπουδές και επικεντρώνεται στο νόημα που έχει η τηλεόραση για τα
παιδιά (Lemish, 2009). Στη μελέτη μας εξετάζουμε τη σχέση της τηλεόρασης με μία ιδιαίτερη
ηλικιακή κατηγορία, τη βρεφική. Αρχικά καταγράφουμε τα χαρακτηριστικά της
γνωστικής ανάπτυξης των βρεφών, στη συνέχεια επικεντρωνόμαστε στις διαστάσεις
της βρεφικής «τηλεθέασης» και τέλος εξετάζουμε τις ενδεχόμενες συνέπειες της
βρεφικής «τηλεθέασης».
2. Γνωστική ανάπτυξη βρεφών
Η βρεφική ηλικία εκτείνεται χρονικά από τη γέννηση του
παιδιού ως το τέλος του δεύτερου έτους. Στοιχεία για τη νοητική ανάπτυξη των
βρεφών αντλούμε από τους γενετικούς και τους ψυχομετρικούς ερευνητές. Οι
γενετικοί, με κύριο εκφραστή τον Piaget, ενδιαφέρονται για τις ποιοτικές
αλλαγές που συντελούνται με την πάροδο του χρόνου στις νοητικές λειτουργίες,
ενώ οι ψυχομετρικοί, με κύριους εκφραστές τους Cessel και Binet, για τις
ποσοτικές αλλαγές και τις ατομικές διαφορές (Παρασκευόπουλος,
1985). Σύμφωνα με τον Piaget, η βρεφική ηλικία σχεδόν ταυτίζεται με το
αισθησιοκινητικό στάδιο ανάπτυξης του παιδιού. Η ευφυΐα και η πράξη, κατά τη
διάρκεια του συγκεκριμένου σταδίου, είναι το αποτέλεσμα των εμπειριών που
έχουν ως βάση την αντίληψη και τις αισθησιοκινητικές λειτουργίες (Salkind, 1990). Στο πλαίσιο αυτού του σταδίου,
ο Piaget διακρίνει έξι ξεχωριστά αλλά ενδοσυσχετιζόμενα υποστάδια:
1. Των πρώιμων αντανακλαστικών (0-1
μηνός): Στο υποστάδιο αυτό τα αντανακλαστικά γίνονται πιο αποτελεσματικά και
υπάρχει έλλειψη διαφοροποίησης.
2. Των πρωτογενών κυκλικών αντιδράσεων
(1-4 μηνών): Στο συγκεκριμένο υποστάδιο παρατηρείται επανάληψη μορφών
συμπεριφοράς που προκαλούν ευχαρίστηση. Επίσης, διαμορφώνονται συνήθειες και
συντονίζονται αντανακλαστικά.
3. Των δευτερογενών κυκλικών αντιδράσεων
(4-10 μηνών): Στο υποστάδιο αυτό υπάρχει εμπρόθετη επανάληψη γεγονότων που
διαπιστώθηκε τυχαία και αίσθηση αιτίας-αποτελέσματος.
4. Του συντονισμού των δευτερογενών
σχημάτων (10-12 μηνών): Στο συγκεκριμένο υποστάδιο παρατηρείται εφαρμογή
παλαιών σχημάτων σε νέες συνθήκες, σταθερότητα αντικειμένου, συντελεστική
δραστηριότητα και απαρχή της ευφυΐας.
5. Των τριτογενών κυκλικών αντιδράσεων
(12-18 μηνών): Κατά τη διάρκεια αυτού του υποσταδίου παρατηρείται χρήση νέων
μέσων για επίλυση νέων προβλημάτων. Επιπλέον, εξετάζεται η σχέση
αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα σε γεγονότα με τη βοήθεια πειραματισμών και
υπάρχει κάποιος βαθμός διαφοροποίησης και ανακάλυψη νέων πραγμάτων και
εμπειριών.
6. Της συμβολικής αναπαράστασης (18-24
μηνών): Στο τελευταίο υποστάδιο παρατηρείται εσωτερίκευση πράξεων, εμφάνιση
νοητικής λειτουργίας πριν τη πράξη, αναπαράσταση αντικειμένων και νοερών
εικόνων με τη συμβολή της φαντασίας, καθώς και επινόηση νέων ιδεών (Salkind, 1990)
.
Τα
παιδιά, προς το τέλος της βρεφικής
ηλικίας, αποκτούν τη μονιμότητα του αντικειμένου, την ικανότητα δηλαδή να
κατανοούν πως τα αντικείμενα συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη και όταν δεν είναι
παρόντα (Beilin, 1992). Ψυχομετρικές κλίμακες για την αξιολόγηση της νοημοσύνης του βρέφους
έχουν διαμορφωθεί με βάση τόσο τη γενετική-γνωστική κατεύθυνση του Piaget όσο
και την περιγραφική κατεύθυνση των Cessel και Binet. Στην πρώτη περίπτωση
εξετάζεται κατά πόσο το παιδί έχει αποκτήσει διάφορα γνωστικά σχήματα και στη
δεύτερη καθορίζεται κατά πόσο το παιδί έχει κατακτήσει μορφές συμπεριφοράς
τυπικές για την ηλικία του. Η επίδοση στις ποσοτικές ψυχομετρικές κλίμακες
εκφράζεται με τη νοητική ηλικία και το νοητικό πηλίκο (Παρασκευόπουλος, 1985). Κατά τη βρεφική ηλικία, η γλωσσική
ανάπτυξη εμφανίζει σημαντική εξέλιξη. Η εξέλιξη αυτή συντελείται σε εξελικτικά
στάδια και με συστηματικό τρόπο. Το πρώτο έτος της ζωής του παιδιού θεωρείται
προπαρασκευαστικό, ενώ το δεύτερο αποτελεί την πρώτη συστηματική προσπάθεια για
κατάκτηση και επεξεργασία όλων των στοιχείων του φωνόμενου λόγου (Παρασκευόπουλος, 1985). Ειδικότερα, το παιδί
με τη γέννησή του αναγνωρίζει και προτιμά τη φωνή της μητέρας του, στη συνέχεια
αρχίζει να παράγει λαρυγγικούς ήχους και να πειραματίζεται με αυτούς, μετέπειτα
αρχίζει να συνδυάζει φωνήεντα με σύμφωνα και να δημιουργεί αλυσίδες συλλαβών
χωρίς νόημα (βάβισμα) και με τη συμπλήρωση του πρώτου έτους μιμείται αδρά τον
ήχο απλών λέξεων που προφέρουν οι ενήλικες, δημιουργώντας ιδιόρρυθμες λέξεις.
Αργότερα, το παιδί προφέρει τις πρώτες πραγματικές λέξεις και καθώς τείνει στα
δύο του χρόνια δημιουργεί ελλειπτικές προτάσεις (τηλεγραφικός λόγος) (Καμπάκη-Βουγιουκλή, 2011).
3.
Διαστάσεις βρεφικής «τηλεθέασης»
Στις χώρες κυρίως του δυτικού κόσμου τα παιδιά από τη
γέννησή τους ζουν σε ένα περιβάλλον όπου η τηλεόραση διαδραματίζει καθοριστικό
ρόλο στην καθημερινότητά τους. Η τηλεόραση είναι ενταγμένη στον ιστό της
οικογενειακής ζωής, συμβάλλει στα πρότυπα των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα
στα μέλη της οικογένειας, διαμορφώνει στάσεις και συμπεριφορές (Lemish, 2009). Ειδικότερα, όσον αφορά στα
βρέφη, η τηλεόραση συχνά χρησιμοποιείται ως επιβράβευση για μια επιθυμητή
συμπεριφορά, μερικές φορές ως θόρυβος για να δημιουργεί την ψευδαίσθηση
παρουσίας και άλλων ανθρώπων στον χώρο που βρίσκονται όταν είναι μόνα τους, ή
άλλες φορές πάλι, το τηλεοπτικό ηχητικό πλαίσιο εισβάλλει στον συντονισμό
μητέρας-βρέφους, όταν συστηματικά η μητέρα παρακολουθεί τηλεόραση κατά τη διάρκεια
του θηλασμού. Το τηλεοπτικό ηχητικό πλαίσιο, επίσης, διαπλέκεται με την
ανάπτυξη του δεσμού μητέρας- βρέφους και μπορεί να λειτουργεί επικουρικά στις
ενδεχόμενες δυσκολίες της μητέρας να διαχειριστεί την αναπτυσσόμενη σχέση με το
βρέφος της. Η τηλεόραση, δηλαδή , επιτελεί διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στη
μητέρα και το μικρό παιδί της (Ντάβου, 2005).
Η χρονική διάρκεια της βρεφικής «τηλεθέασης» είναι
σχετική. Είναι δεδομένο πως έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από την τηλεθέαση
μεγαλύτερων σε ηλικία παιδιών. Η παρακολούθηση της τηλεόρασης στη βρεφική
ηλικία συνήθως δεν είναι μια συνειδητή επιλογή και εξαρτάται άμεσα από τις
γονεϊκές επιλογές. Σύμφωνα με έρευνες, η πλειονότητα των παιδιών κάτω των δύο
ετών «παρακολουθεί» καθημερινά 1,5 ώρα τηλεόραση και εκτίθεται σε 5,5 ώρες ήχου
από την τηλεόραση, ακόμα κι αν δεν την κοιτάζει άμεσα. Για τους πρώτους έξι
μήνες το βρέφος κατανοεί ελάχιστα αυτά που βλέπει στην τηλεόραση. Τα χρώματα
και οι ήχοι τραβούν την προσοχή του, αλλά δεν έχει την ικανότητα να καταλάβει
τι παρακολουθεί ή να διατηρεί την προσοχή του στην τηλεοπτική οθόνη. Αργότερα,
στον πρώτο χρόνο της ζωής του, καθώς οι αντιληπτικές του ικανότητες
βελτιώνονται, το βρέφος έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει ανθρώπους και
αντικείμενα στην οθόνη, όμως, δεν μπορεί να συσχετίσει πώς οι εικόνες
συνδέονται με τα αληθινά αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν (Baron, και συν., 2001
· Christakis, 2009). Στο τέλος της βρεφικής ηλικίας παρατηρούνται τάσεις
μεγαλύτερου ενδιαφέροντος για τα κινούμενα σχέδια (Lemish, 2009). Η προσοχή των βρεφών στην
τηλεοπτική οθόνη εξαρτάται σημαντικά από τη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω τους.
Για παράδειγμα, το να κρατήσουμε αγκαλιά το βρέφος μπροστά στην τηλεόραση ή το
να του δώσουμε μια λιχουδιά, ενώ την παρακολουθεί, συμβάλλει καθοριστικά στον
χρόνο προσοχής του (Lemish, 2009). Γενικότερα, σε σχέση με την προσοχή και κατανόηση του τηλεοπτικού
περιεχομένου, υπάρχουν δύο προσεγγίσεις. Η πρώτη προσέγγιση θεωρεί πως η
προσοχή στην τηλεόραση από τα μικρά παιδιά είναι αντιδραστική. Το βρέφος ελκύεται
από τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της τηλεόρασης και όσο αυξάνεται η προσοχή του
σε αυτήν τόσο περισσότερο την κατανοεί. Η δεύτερη προσέγγιση θεωρεί ότι η
προσοχή στην τηλεόραση είναι μια ενεργητική συμπεριφορά, μια μορφή γνωστικής
ολοκλήρωσης, μεταξύ του παιδιού, του τηλεοπτικού περιεχομένου και του πλαισίου
«τηλεθέασης». Η προσέγγιση αυτή εκτιμά ότι η προσοχή του μικρού παιδιού στην
τηλεόραση έχει ως κίνητρο την προσπάθειά του να την κατανοήσει, με άλλα λόγια,
η προσοχή του μικρού παιδιού στην τηλεόραση δε φέρει αναγκαστικά την κατανόηση,
αλλά αντίθετα η κατανόηση φέρει σε μεγάλο βαθμό την προσοχή στην τηλεόραση (Lemish, 2009).
Η ψυχολογική θεωρία των σταδίων έχει εφαρμοστεί σε
μεγάλο βαθμό για να μελετηθεί η σχέση
τηλεόρασης και βρέφους. Σύμφωνα με τον Piaget (1969), εκφραστή της παραπάνω
προσέγγισης, τα βρέφη ανήκουν στο αισθησιοκινητικό στάδιο. Στο πλαίσιο αυτού
του σταδίου, θεωρούμε ότι τα βρέφη μαθαίνουν για τον κόσμο της τηλεόρασης μέσω
πράξεων (π.χ. άγγιγμα οθόνης, παλαμάκια στον ρυθμό της μουσικής κ.ά.). Με τις
πράξεις αυτές το μικρό παιδί διαμορφώνει νοητικά σχήματα, δηλαδή οι
αισθησιοκινητικές του εμπειρίες ενσωματώνονται σταδιακά στην αναπτυσσόμενη
αντίληψη του παιδιού για την τηλεόραση και την κοινωνική πραγματικότητα (Lemish, 2009).
4. Συνέπειες της βρεφικής «τηλεθέασης»
Στη δημόσια συζήτηση δύο βασικές απόψεις έχουν
διατυπωθεί για τις συνέπειες της βρεφικής «τηλεθέασης». Η πρώτη υποστηρίζει πως
η τηλεόραση βλάπτει πολύπλευρα τα βρέφη και για αυτόν τον λόγο τα παιδιά - τουλάχιστον
μέχρι τα δύο τους έτη - δεν πρέπει να βλέπουν τηλεόραση, ενώ η δεύτερη θεωρεί πως
τα βρέφη ηλικίας από ενάμισι έως δύο έτη
, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούν να έχουν οφέλη από συγκεκριμένες παιδικές
εκπομπές (Zimmerman, Christakis, & Meltzoff, 2007 · Lemish, 2009 ·
Σεμεντεριάδης, 2017). Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης πρεσβεύουν ότι η
τηλεόραση έχει αρνητική επίδραση, κυρίως στα παιδιά κάτω των δύο ετών, στη
γλωσσική ανάπτυξη, στην αριθμητική, στις κοινωνικές και αντιληπτικές δεξιότητες
(Pagani, Fitzpatrick, & Barnell, 2013).
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη αντίληψη, οι πολλές ώρες «τηλεθέασης» μπορούν,
επίσης, να οδηγήσουν τα μικρά παιδιά σε βραδύτερη κατανόηση του κόσμου και να
αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης προβλημάτων διάσπασης προσοχής γύρω στα επτά
χρόνια (Christakis, Zimmerman, DiGiuseppe, & McCarthy, 2004). Επίσης, υποστηρίζεται ότι τα τηλεοπτικά προγράμματα, ακόμα και τα
παιδικά, προάγουν τη βία, τα στερεότυπα και τον καταναλωτισμό (Gunter &
McAleer, 1997 · Παπαθανασόπουλος, 1997). Επιπλέον, πολλοί θεωρούν την τηλεόραση
υπεύθυνη για την αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας (Lemish, 2009). Οι υποστηρικτές της
αρνητικής επίδρασης θεωρούν ότι η τηλεόραση επιδρά στα βρέφη διαφορετικά από
ό,τι στα μεγαλύτερα παιδιά, λόγω των αλλαγών που συντελούνται στον εγκέφαλο των
παιδιών μέχρι τα τρία χρόνια. Ο εγκέφαλος του βρέφους έχει τόσους νευρώνες
όσους και ο εγκέφαλος ενός ενήλικα, χωρίς όμως να έχουν «οικοδομηθεί» όλες οι συνάψεις - άρα
και οι συγκεκριμένες δεξιότητες που απαιτούνται για την παρακολούθηση της
τηλεόρασης (Christakis , 2009).
Η δεύτερη άποψη θεωρεί πως ορισμένα εκπαιδευτικά
τηλεοπτικά προγράμματα μπορούν, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, να
συνεισφέρουν στη νοητική ανάπτυξη των βρεφών. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε πως τα
βρέφη στο αρχικό στάδιο κατάκτησης της γλώσσας μπορούν να ωφεληθούν σημαντικά,
εάν παρακολουθούν τηλεόραση μαζί με έναν ενήλικα. Ο ενήλικας θα πρέπει να
χρησιμοποιεί την τηλεόραση ως «ομιλούν βιβλίο», αναπτύσσοντας αλληλένδετες
λεκτικές ανταλλαγές με τα βρέφη. Αυτό σημαίνει ότι ο ενήλικας - συνήθως ο
γονέας - μπορεί να ονομάζει τα αντικείμενα και τους χαρακτήρες που εμφανίζονται
στην τηλεόραση και να διορθώνει το λεξιλόγιο του μικρού παιδιού, συμβάλλοντας
έτσι στην κατάκτηση της γλώσσας και την εννοιολογική ανάπτυξη. Επιπλέον, ο
γονέας μπορεί να θέτει ερωτήσεις στο βρέφος για ποικίλους λόγους ακόμη και όταν
δεν περιμένει απάντηση. Για παράδειγμα: «Θέλεις
να δεις […];»- αναφέροντας συγκεκριμένη εκπομπή. Ενίοτε, οι ερωτήσεις δεν
αποβλέπουν στο να αναπτυχθεί απαραίτητα συζήτηση, αλλά αποτελούν μια μορφή
διαμεσολάβησης και επίβλεψης κατά την παρακολούθηση του τηλεοπτικού
περιεχομένου. Άλλη μια συμπεριφορά που μπορεί να αναπτύξει ο γονέας είναι όχι
μόνο να απαντά στις άμεσες ερωτήσεις του μικρού παιδιού, αλλά και να τις
καθοδηγεί. Λόγου χάρη «Κοίτα! Τα
κινούμενα σχέδια που σου αρέσουν. Πώς ονομάζονται;» (Lemish, 2009). Το πιο ποιοτικό
εκπαιδευτικό πρόγραμμα που μπορούν να παρακολουθήσουν και παιδιά στην απόληξη
της βρεφικής ηλικίας είναι το «Άνοιξε, Σουσάμι». Σύμφωνα με έρευνες, το «Άνοιξε, Σουσάμι» συμβάλλει στην κοινωνική,
ηθική και συναισθηματική ανάπτυξη των μικρών παιδιών, στον εμπλουτισμό του
λεξιλογίου τους και στην αναγνώριση των γραμμάτων, στην ανάπτυξη της αντίληψης
και των δεξιοτήτων μέτρησης, αριθμητικής και επίλυσης προβλημάτων (Fisch, 2004).
5. Επίλογος
Η τηλεόραση φαίνεται να επιδρά ως έναν βαθμό στην
αναπτυξιακή εξέλιξη του βρέφους. Πολλές οικογένειες έχουν περισσότερες από μία
τηλεοπτικές συσκευές στο σπίτι και μερικές φορές η τηλεόραση παραμένει σε
λειτουργία ακόμη και αν δεν την παρακολουθεί κανείς. Με αυτόν τον τρόπο
διαμορφώνεται μια κουλτούρα αποδοχής της τηλεόρασης στο οικιακό περιβάλλον από
τα μικρά παιδιά, είτε η προσοχή τους σε αυτήν είναι σε πρώτο πλάνο είτε σε
δεύτερο. Αν και η τηλεόραση μπορεί να ασκήσει θετική επιρροή στα παιδιά ηλικίας
γύρω στα δύο χρόνια με τη χρήση κατάλληλων παιδαγωγικών προγραμμάτων, κρίνεται
απαραίτητο οι γονείς να αφιερώνουν
ποιοτικό χρόνο ενασχόλησης και επικοινωνίας με τα παιδιά τους. Τα βρέφη αναπτύσσουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις κοινωνικές, γνωστικές
και συναισθηματικές τους δεξιότητες μέσω της αλληλεπίδρασης με τους γονείς τους
παρά μέσω της τηλεόρασης (Pagani, Fitzpatrick, & Barnell, 2013).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·
Baron, M. E., Broughton, D. D.,
Buttross, S. M., Corrigan, S. M., Gedissman, A. M., de Rivas, M. R., . . .
Hogan, M. (2001). Children, adolescents and television. Pediatrics, 107(2),
pp. 423-426.
·
Beilin, H. (1992). Piaget`s enduring
contribution to development psychology. Development Psychology, 28(2),
pp. 191-204.
·
Christakis, D. (2009). The effects of
infant media usage: what do we know and what should we learn? Acta
Paediatrica(98), pp. 8-16.
·
Christakis, D., Zimmerman, F.,
DiGiuseppe, D., & McCarthy, C. (2004). Early television exposure and
subsequent attentional problems in children. Pediatrics, 133(4), pp.
708-713.
·
Fisch, S. (2004). Children`s
learning from educational television: Sesame street and beyond. Mawah, NJ:
Lawrence Erlbaum.
·
Gunter, B., & McAleer, J. (1997).
Children & Television (second ed.). London and New York: Routledge.
·
Lemish, D. (2009). Παιδιά και
τηλεόραση. Μια
παγκόσμια προοπτική.
(Ά. Γολέμη, μτφρ.) Αθήνα: Τόπος.
·
Pagani, L., Fitzpatrick, C., &
Barnell, T. (2013). Early childhood television viewing kindergarten entry
readiness. Pediatrics Research(74), pp. 350-355.
·
Piaget, J. (1969). The origins of
intelligence in the child. New York: International University Press.
·
Salkind, N. (1990). Θεωρίες της ανθρώπινης ανάπτυξης. (Δ.
Μαρκούλης, μτφρ.) Αθήνα: Πατάκης.
·
Zimmerman, F., Christakis, D., &
Meltzoff, A. (2007). Television and DVD viewing in children younger than 2
years. Archives of Pediatrics Adolescent Medicine, 161(5), pp. 473-479.
·
Βρύζας,
Κ. (1997). Μέσα επικοινωνίας και παιδική ηλικία. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
·
Καμπάκη-Βουγιουκλή,
Π. (2011). Μαθήματα γλωσσολογίας κατά παράδοση. Ξάνθη: Σπανίδη.
·
Ντάβου,
Μ. (2005). Η παιδική ηλικία και τα μαζικά μέσα επικοινωνίας: Μετατροπές της
παιδικής κατάστασης. Αθήνα: Παπαζήσης.
·
Παπαθανασόπουλος,
Σ. (1997). Η δύναμη της τηλεόρασης. Η λογική του μέσου και η αγορά.
Αθήνα: Καστανιώτης.
·
Παρασκευόπουλος,
Ι. (1985). Εξελικτική Ψυχολογία. Η ψυχική ζωή από τη σύλληψη ως την
ενηλικίωση. Προγεννητική περίοδος-Βρεφική ηλικία (Vol. 1). Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση.
·
Σεμεντεριάδης,
Θ. (2017). Τα Μέσα επικοινωνίας στην εκπαίδευση των μικρών παιδιών. Εφαρμογές
στον παιδικό σταθμό. Αθήνα: Λεξίτυπον.
© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved